Πρόσφατα δημοσιεύματα, αποκάλυψαν ότι δύο στελέχη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), τα οποία, μαζί με 76 ακόμη συναδέλφους τους, είχαν παρανόμως και βιαίως μεταταχθεί σε θέσεις ψυγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, υπέβαλαν προσφάτως μηνύσεις σε συνέχεια έγγραφης ενημέρωσης που είχαν λάβει από τον Πρόεδρο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κ. Κων/νο Μενουδάκο, πως είχαν αποτελέσει στόχο του κακόβουλου λογισμικού Predator και μάλιστα σε περίοδο που ήταν ακόμη υπάλληλοι της ΕΥΠ. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτεται στα σχετικά δημοσιεύματα (βλ.https://fantomas.gr/ypoklopes-nea-tropi-stelechi-tis-eyp-thymata-ypoklopis-prosefygan-stin-dikaiosyni/) τα δύο στελέχη είχαν λάβει τα κακόβουλα μηνύματα σε χρονικές συγκυρίες που τελούσαν σε δικαστική διαμάχη με την ΕΥΠ, γεγονός που επιτείνει τις υποψίες σχετικά με το ποιος βρισκόταν πίσω από το Predator, με αποτέλεσμα η μία εκ των δύο εγκλήσεων να στρέφεται προσωπικά κατά του τότε Γ.Γ. Της Κυβέρνησης, Γρηγόρη Δημητριάδη και του τότε Διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα, ως παράγοντες που είχαν κίνητρο για τις συγκεκριμένες παράνομες παρακολουθήσεις.
Η συγκεκριμένη αποκάλυψη κρίνεται εξόχως σημαντική αφού δεν είναι δυνατόν παρά να εγείρει εύλογα ερωτηματικά αναφορικά με το ποιος είχε συμφέρον την περίοδο εκείνη, λίγο πριν την υπηρεσιακή έξωση των υπαλλήλων, να επιδιώκει την παγίδευση και παρακολούθηση των επικοινωνιών τους. Ασφαλείς πληροφορίες τονίζουν πως μέχρι σήμερα, η ΕΥΠ, ως κατεξοχήν αρμόδια για θέματα Αντικατασκοπείας, ουδέν έχει πράξει στην κατεύθυνση αναζήτησης τυχόν ξένου δακτύλου στις συγκεκριμένες παρακολουθήσεις, δεδομένου πως μιλάμε για δύο έως τότε καταξιωμένα στελέχη, το καθένα στον τομέα του. Την ίδια στιγμή, πόσο τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι στο στόχαστρο του Predator είχαν τεθεί την ίδια χρονική στιγμή, δύο υπάλληλοι της ΕΥΠ (μεταξύ και άλλων) που εκ των πραγμάτων τελούσαν σε υπηρεσιακή δίωξη, όπως αποδείχθηκε από την τοποθέτησή τους στην εικονική Γ΄ Υποδιεύθυνση της ΔΙΣΥΑΠ – Β΄ (Διεύθυνση Συλλογής και Ανάλυσης Πληροφοριών – Β) και την εν συνεχεία εκπαραθύρωσή τους από την Υπηρεσία; Χρήζει δε μνείας ότι οι συγκεκριμένες υπάλληλοι, την ίδια περίοδο, είχαν ηγηθεί συνδικαλιστικού οργάνου εντός της ΕΥΠ, που με αιχμηρές ανακοινώσεις εξέθετε τα μη καλώς πεπραγμένα της διοίκησης Κοντολέοντα και των δύο Υποδιοικητών, Β. Γκρίζη και Δ. Μελιτσιώτη.
Το σχέδιο για τη σύσταση της εικονικής Γ΄ Υποδιεύθυνσης
Ήταν 18 Ιουνίου 2021 όταν με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2659/18-06-2021/Τεύχος Β) ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης εξουσιοδοτείτο από τον Πρωθυπουργό και θείο του, Κυριάκο Μητσοτάκη (Πολιτικό Προϊστάμενο της ΕΥΠ) με μία ευρεία σειρά αρμοδιοτήτων, σε σημείο που δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί πως κατ’ ουσίαν αντικαθιστούσε τον Πρωθυπουργό για θέματα ΕΥΠ. Μεταξύ άλλων, ο κ. Δημητριάδης αποκτούσε αρμοδιότητα να υπογράφει τη μετάταξη του πολιτικού προσωπικού της ΕΥΠ, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η απαρχή ενός καλά και κεντρικά ενορχηστρωμένου σχεδίου για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων για την Κυβέρνηση Μητσοτάκη στελεχών από την ΕΥΠ.
Περίπου 20 μέρες αργότερα, συστήνεται η περιβόητη Γ΄ Υποδιεύθυνση υπό την ΔΙΣΥΑΠ-Β και αμέσως ξεκινά η μετακίνηση υπαλλήλων στα κεντρικά και σε περιφερειακά γραφεία αυτής, με υπογραφή του τότε Α΄ Υποδιοικητή της ΕΥΠ, Β. Γκρίζη και της μέχρι σήμερα αρμόδιας Διευθύντριας, Ευαγγελίας Μπ. Σύμφωνα με όσα οι υπάλληλοι κατήγγειλαν άμεσα και εγγράφως εντός ΕΥΠ, υπόψη της προαναφερθείσας Διευθύντριας αλλά και με Εξώδικο προς τον Π. Κοντολέοντα και τον Κ. Μητσοτάκη, ως φυσικούς και πολιτικούς προϊσταμένους για την Υπηρεσία, είχε καταστεί φανερό εξαρχής πως η συγκεκριμένη τοποθέτηση ήταν μια θέση ψυγείο ενόψει της έξωσής τους από την ΕΥΠ, αφού ουδέποτε τους είχαν ανατεθεί καθήκοντα, ουδεμία αρμοδιότητα και πρόσβαση κατείχαν ενώ αίσθηση προκαλούσε η απόφαση της τότε διοίκησης να στοιβάξει κυριολεκτικώς υπαλλήλους εντελώς ασύμβατων ειδικοτήτων (καθαρίστριες, τεχνικούς, οδηγούς, μεταφραστές και επιτελείς πληροφοριών) σε μία υποδιεύθυνση που είχε συσταθεί αδιαμφισβήτητα εικονικώς για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες σκοπιμότητες, σίγουρα όχι υπηρεσιακές.
Πράγματι, στις 16 Δεκεμβρίου 2021, με μία τροπολογία που είχε ενσωματωθεί σε ένα άσχετο με την ΕΥΠ νομοσχέδιο (Προστασία του Εθελοντισμού, ενίσχυση της δράσης της Κοινωνίας των Πολιτών, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της κοινωφελούς δράσης των Ο.Κοι.Π και λοιπές διατάξεις) 78 στελέχη της ΕΥΠ μετατάχθηκαν αναφανδόν σε δομές της Κρατικής και Δημόσιας Ασφάλειας της ΕΛ.ΑΣ. Ο τότε Υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Ελ. Οικονόμου, στην σχετική εισήγησή του στη Βουλή για την επίμαχη τροπολογία είχε ουσιαστικά αποκοιμίσει τους Βουλευτές του Κοινοβουλίου ισχυριζόμενος πως επρόκειτο για μία πολιτική απόφαση που σκοπό είχε να ενισχύσει την Ελληνική Αστυνομία με αξιόλογα και έμπειρα στελέχη που διέθεταν και τις γνώσεις και την απαραίτητη προϋπηρεσία…
Η απόφαση 19 εκ των μεταταχθέντων να προσφύγουν στην Διοικητική Δικαιοσύνη μαρτυρά το αντίθετο και την πραγματικότητα. Οι τότε υπάλληλοι της ΕΥΠ απλώς συνέχισαν να τελούν σε υπηρεσιακό υποβιβασμό ή απραξία, αφού και πάλι είχαν τοποθετηθεί σε ψυγείο. Τον Σεπτέμβριο του 2023, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με μία απολύτως εμπεριστατωμένη και νομικά κατοχυρωμένη και ομόφωνη απόφασή του, δικαίωσε τον πρώτο υπάλληλο και εν συνεχεία με διαφορετικές συνθέσεις, διαφορετικών Τμημάτων και πάντα ομόφωνα και όλους όσους είχαν προσφύγει, κάνοντας λόγο για αντισυνταγματική τροπολογία στην βάση της αλλά και σε επάλληλες αιτιολογίες.
Η άρνηση της Διοίκησης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της ΕΥΠ να συμμορφωθούν
Οι μήνες περνούσαν και οι δικαιωθέντες υπάλληλοι παρέμεναν στις θέσεις ψυγείο της Αστυνομίας όπου τους είχαν ανατεθεί γραμματειακά καθήκοντα ή και τίποτα, γεγονός που άρχισε να κινεί υποψίες αναφορικά με τις προθέσεις της διοίκησης ως προς τη συμμόρφωση με την άμεσα εκτελεστή απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, στην ίδια κατεύθυνση της απαξίωσης των δικαστικών αποφάσεων κινήθηκε εξαρχής και η υπηρεσιακή ηγεσία της Διεύθυνσης Πολιτικού Προσωπικού του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, η οποία για ολόκληρες εβδομάδες, περιέπαιζε και παραπλανούσε τους υπαλλήλους που ζητούσαν απαντήσεις για την πορεία της ακύρωσης των μετατάξεων, κάνοντας λόγο για διαδικασία που ήταν σε εξέλιξη και έβαινε ομαλώς. Στο μεταξύ, στην εσκεμμένη καθυστέρηση συνέβαλλε και το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο Υπουργείο είχε στο μεταξύ αντικατασταθεί ο Υπουργός όχι μία αλλά δύο φορές, με την καυτή πατάτα να σκάει εντέλει στα χέρια του Μιχάλη Χρυσοχοίδη.
Και ενώ ο σημερινός Υπουργός Προστασίας του Πολίτη έχει δείξει τις διαθέσεις του ως προς το καθεστώς των προστατευόμενων του άλλοτε πανίσχυρου Λευτέρη Οικονόμου (στενού συνεργάτη του Γρ. Δημητριάδη) και όπως αναφέρουν δημοσιεύματα, κινείται σταθερά στην εκρίζωση των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο των υποκλοπών και του Predator, αυτή τη φορά φαίνεται πως θα χρειασθεί να συνυπογράψει την συνέχιση υπηρεσιακής δίωξης και δύο (τουλάχιστον) στόχων του κακόβουλου λογισμικού.
Η νέα τροπολογία
Το απόγευμα της 8 Φεβρουαρίου 2024, το Μαξίμου έσπασε επιτέλους τη σιωπή του αναφορικά με το θέμα της συμμόρφωσης στις δικαστικές αποφάσεις που ακυρώνουν ως αντισυνταγματικές τις μετατάξεις των υπαλλήλων της ΕΥΠ στην ΕΛ.ΑΣ. Με εισηγητή αυτή τη φορά τον Γιάννη Μπρατάκο, αλλά και πάλι σε ένα άσχετο νομοσχέδιο που αφορά στη σύσταση της Αρχής Κυβερνοασφάλειας που ούτως ή άλλως δεν ψηφίσθηκε παρά μόνον από το κυβερνών κόμμα, καθόσον προκρίθηκε πως εμπεριείχε σωρεία προβληματικών διατάξεων, η Κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση νέα τροπολογία που ο εισηγητής χαρακτήρισε ως «συμμόρφωση στις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών υπέρ των 19 προσφευγόντων υπαλλήλων της ΕΥΠ που δικαιώθηκαν». Με τη διαφορά πως, όπως σχολιάζουν έγκριτοι νομικοί, το Εφετείο έχει ακυρώσει τις μετατάξεις για σωρεία προβληματικών διατάξεων που αντίκεινται σε πολλαπλά άρθρα του Συντάγματος (διαπιστώνω επάλληλες αιτιολογίες όπως ανέφερε έγκριτος νομικός). Προφανώς ο κ. Μπρατάκος παραπλάνησε τους Βουλευτές όπως έκανε και ο κ. Οικονόμου…
Ο κ. Μπρατάκος, ακριβώς όπως και ο κ. Οικονόμου που ήταν εισηγητής στην προηγούμενη, αρχική τροπολογία, ανακύκλωσε το αφήγημα περί μετακίνησης των υπαλλήλων της ΕΥΠ με στόχο την ενίσχυση δομών της ΕΛΑΣ και της άσκησης των ίδιων καθηκόντων, δηλαδή χρησιμοποίησε ισχυρισμούς που έχουν ήδη καταπέσει στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που αποδέχθηκε πως η αμαρτωλή Γ΄ Υποδιεύθυνση ήταν εικονική και είχε συσταθεί με δόλο, προκειμένου οι εκεί τοποθετηθέντες χωρίς κανένα κριτήριο υπάλληλοι, τελικώς να εκδιωχθούν από την ΕΥΠ.
Κράτος Δικαίου ή Παρακράτος
Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα στον απόηχο των ισχυρών κλυδωνισμών που έχει προκαλέσει το καταδικαστικό για την Ελλάδα Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο έγκριτος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ, κ. Χρυσόγονος, «πρόκειται για ένα πραγματικά συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο αποκαλύπτει και καυτηριάζει σε όλη τους την έκταση τις καθεστωτικές πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης, καθώς και τις γενικότερες παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου, που αναπαράγονται επί σειρά δεκαετιών και υπονομεύουν τις θεμελιώδεις αρχές όχι μόνο του δικαίου της Ένωσης, αλλά και του ελληνικού Συντάγματος». Μία ημέρα μετά το Ψήφισμα αυτό, που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη χώρα μας, η Κυβέρνηση με εισηγητή τον Γ. Μπρατάκο επέλεξε να προβεί σε μία νομική πατέντα/πρωτοτυπία προκειμένου να καταστρατηγήσει την δικαστική απόφαση δικαίωσης των στελεχών της ΕΥΠ και να συνεχίσει να τους κρατά μακριά.
Σύμφωνα δε με έγκριτους νομικούς, από τον συνδυασμό των διατάξεων του Συντάγματος, συνάγεται ότι η διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των Διοικητικών Εφετείων, υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές.
Από τις αυτές διατάξεις συνάγεται ότι η συμμόρφωση του Δημοσίου προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν επιτρέπεται να αδρανεί, επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται στο Σύνταγμα, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις του άρθρου 74 του ν. 4873/2021 περί υποχρεωτικής μετάταξης του πολιτικού προσωπικού της Γ’ Υποδιεύθυνσης της Διεύθυνσης Β΄ Συλλογής και Ανάλυσης Πληροφοριών (ΔΙ.ΣΥ.Α.Π.-Β΄) της Κεντρικής Υπηρεσίας και των οικείων Γραφείων των Περιφερειακών Μονάδων Υποστήριξης της Ε.Υ.Π. προς τις κεντρικές και περιφερειακές Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, και ακυρώθηκαν οι προσβληθείσες αποφάσεις του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.
Επειδή, η Διοίκηση δεν έχει συμμορφωθεί προς την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά παράβαση της απορρέουσας τόσο εκ του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος όσο και εκ του άρθρου 3 του Ν. 3068/2002 υποχρέωσης συμμορφώσεως της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ως εκ τούτου καλείται να συμμορφωθεί προσηκόντως.
Υπογραμμίζεται δε ότι η αδράνεια αυτή της Διοίκησης επουδενί δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την άσκηση έφεσης από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη κατά της ως άνω ακυρωτικής απόφασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως έχει κριθεί, η υποχρέωση συμμόρφωσης απορρέει από όλες τις αποφάσεις που εκδίδονται επί αίτησης ακύρωσης, ανεξάρτητα από την άσκηση κατ’ αυτών έφεσης, η οποία έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρθρο 61 Π.Δ. 18/89, Α΄ 8) και δεν επηρεάζει την υποχρέωση του Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση πρέπει η Διοίκηση να συμμορφωθεί άμεσα προς την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Στα μέσα Απριλίου 2024 αναμένεται λοιπόν να εξετασθεί το ζήτημα της μη συμμόρφωσης με τη δικαστική απόφαση από το Τριμελές Συμβούλιο Εφετών, σε συνέχεια αιτήσεων συμμόρφωσης που εξαναγκάσθηκαν να καταθέσουν τα δικαιωθέντα στελέχη της ΕΥΠ. Είναι φανερό, πως η ευθύνη που βαρύνει τους Έλληνες Δικαστές είναι τεράστια. Διότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, απαξιώνοντας ακόμη και το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κινείται σε τροχιά απαξίωσης της Δικαιοσύνης και καταστρατήγησης δικαστικών αποφάσεων σε σημείο που η εμπιστοσύνη του πολίτη προς το Κράτος και τη Διοίκηση να κατακρημνίζεται και το Δίκαιο να μην πραγματώνεται ποτέ. Έτσι η Κυβέρνηση δικαιώνει για ακόμη μια φορά το Ευρωκοινοβούλιο που με ευρεία πλειοψηφία εξέδωσε το καταδικαστικό για τη χώρα μας Ψήφισμα…
Εφόσον δεν ματαιωθεί εκ νέου και οριστικά το παλαιό αλλά με μανδύα νέου ίδιο σχέδιο του Μαξίμου να εκκαθαρίζει υπηρεσίες από ανεπιθύμητους κατά την κρίση του, η Ελλάδα θα έχει και πάλι πρωτοτυπήσει στα νομικά χρονικά νομοθετώντας φόρμουλες για την επίσημη παράκαμψη δικαστικών αποφάσεων και την υποκατάσταση της δικαστικής από τη νομοθετική εξουσία.
Μια νομοθετική εξουσία που με τη σειρά της ταυτίζεται με την εκτελεστική, καθώς και η σημερινή Κυβέρνηση ουδεμία διάθεση πολιτικής συναίνεσης επιδεικνύει ως προς αυτά που φέρνει προς ψήφιση.
Μια Κυβέρνηση που εξαναγκάζει υπαλλήλους της πιο ιδιαίτερης και ευαίσθητης Εθνικά Υπηρεσίας να σκέφτονται, σύμφωνα με πληροφορίες, την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναζητώντας το δίκιο τους. Σημειωτέων ότι στο ΕΔΔΑ συμμετέχουν Δικαστές και υπάλληλοι από 46 κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταξύ αυτών Τουρκία, Αλβανία, Σκόπια και μέχρι πρότινος και η Ρωσία… και ο νοών νοείτο…