
Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, παρατηρείται η σταδιακή διαμόρφωση ενός «Νότιου Άξονα» συνεργασίας και συνεννόησης ανάμεσα σε τρεις χώρες: την Τουρκία, την Ιταλία και την Ισπανία. Παρότι ανήκουν στο ΝΑΤΟ και, κατά περίπτωση, στην Ε.Ε., οι συγκεκριμένες χώρες δείχνουν να χαράσσουν μια πιο αυτόνομη πορεία στις εξωτερικές τους σχέσεις, μακριά από τον παραδοσιακό ευρωατλαντικό κορμό και πολύ συχνά σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Η Ελλάδα, αντί να αντιδρά, μοιάζει να παρακολουθεί με αμήχανη σιωπή.
Η σύμπλευση Τουρκίας-Ιταλίας-Ισπανίας δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου επίσημου συμφώνου ή στρατιωτικής συμμαχίας, αλλά σχηματοποιείται σταδιακά μέσα από οικονομικές συμφωνίες, αμυντική συνεργασία και κοινές πολιτικές τοποθετήσεις σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα.
Η Ιταλία και η Ισπανία, εν μέσω ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης και έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, επιδιώκουν στενότερη συνεργασία με την Τουρκία, μια χώρα-κλειδί για τη διέλευση ενέργειας, τις μεταναστευτικές ροές και την πρόσβαση σε αγορές της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα, από την άλλη, βρίσκει στις δύο μεσογειακές χώρες μια δίοδο για να «σπάσει» την ευρωπαϊκή απομόνωση και να ενισχύσει την εικόνα της ως περιφερειακής δύναμης.
Ενδεικτικό της ενίσχυσης των σχέσεων είναι η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, με κοινές ασκήσεις, πωλήσεις οπλικών συστημάτων και προγραμματισμένες συμπαραγωγές. Το ίδιο παρατηρείται και με την Ισπανία, η οποία όχι μόνο δεν σταμάτησε να προμηθεύει την Τουρκία με πολεμικό υλικό, αλλά ενίσχυσε την τεχνική συνεργασία με τουρκικά ναυπηγεία, ακόμα και εν μέσω τουρκικών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ενεργειακό επίπεδο, η Ιταλία συμμετέχει στον αγωγό TAP που περνά από την Τουρκία και εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Παράλληλα, εταιρείες από την Ισπανία και την Ιταλία έχουν δείξει ενδιαφέρον για εξερεύνηση κοιτασμάτων εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας ή ακόμη και στην ΑΟΖ της Λιβύης, με την οποία η Τουρκία έχει υπογράψει αμφισβητούμενα μνημόνια.
Ενώ η Τουρκία καταφέρνει να ενισχύει τις σχέσεις της με χώρες-μέλη της Ε.Ε., η Ελλάδα μοιάζει να παραμένει θεατής. Παρά τις σημαντικές στρατηγικές της κινήσεις (π.χ. αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ, συμμετοχή στον άξονα 3+1 με Ισραήλ – Κύπρο – ΗΠΑ), αποφεύγει να αντιπαρατεθεί ευθέως με το συγκεκριμένο «Νότιο μπλοκ» ή να υπερασπιστεί ενεργά τα συμφέροντά της σε φόρα όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ.
Η σιωπή της ελληνικής διπλωματίας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Γιατί δεν καταγγέλλεται η τουρκοϊταλική στρατιωτική συνεργασία όταν η Ιταλία είναι ταυτόχρονα «εταίρος» και «αντίπαλος»; Γιατί δεν τίθεται θέμα εντός της Ε.Ε. για τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία; Γιατί η Ισπανία που φιλοξενεί το ΝΑΤΟ και διαθέτει φρεγάτες στο Αιγαίο, ενισχύει ταυτόχρονα το ναυτικό της Άγκυρας;
Η νέα πραγματικότητα δημιουργεί προκλήσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Χρειάζεται επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής: αξιοποίηση της Αιγύπτου και του Ισραήλ ως αντισταθμιστικές δυνάμεις, ενίσχυση του φιλελληνικού μετώπου εντός της Ε.Ε., αλλά και πιο ενεργός ρόλος στη Μεσόγειο με έμφαση στις τριμερείς συνεργασίες και την αμυντική θωράκιση.
Η σιωπή δεν μπορεί να αποτελεί στρατηγική. Αν η Ελλάδα δεν υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για λογαριασμό της. Ο «Νότιος Άξονας» μπορεί να μην είναι ακόμα επίσημος, αλλά η απουσία της Ελλάδας από τον διάλογο για το μέλλον της Μεσογείου είναι ήδη εμφανής. Και αυτό ενέχει κινδύνους που η χώρα δεν μπορεί να αγνοεί άλλο.






