Του Ζαχαρία Κεσσέ
«Το πρόσφατο πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ζήση για την υπόθεση των υποκλοπών αποτελεί το αποκορύφωμα μιας αλληλουχίας ενεργειών και γεγονότων που αναδεικνύουν τη βαθιά κρίση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα και αποτυπώνουν μια μη μετρήσιμη θεσμική ανεπάρκεια», σημειώνει ο κ. Ζαχαρίας Κεσσές, δικηγόρος καταγγελόντων στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, και συνεχίζει:
«Πώς άλλωστε να καταλήξεις σε διαφορετικό συμπέρασμα, όταν οι παραλείψεις του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού είναι πρόδηλες. Παραμένει ανεξήγητο το πώς δεν έγινε καμία νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην κακουργηματική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 38 του Ν. 4624/2019 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού μετά και την επιστολή της ΑΠΔΠΧ προκλήθηκε αναμφισβήτητος κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια από την παγίδευση βουλευτών, υπουργών, εισαγγελέα και όχι μόνο. Είναι αδιανόητο για την Εισαγγελία του Α.Π να αποφεύγει να διερευνήσει το αδίκημα της κατασκοπίας, αναφέροντας ότι αφορά άλλο έννομο αγαθό και αποφεύγοντας το αυτονόητο που είναι η διερεύνηση αναφερόμενων αυτεπαγγέλτως διωκόμενων κακουργημάτων. Αλήθεια ποια η ανάγκη να επικοινωνηθεί η σύνταξη ενός πορίσματος 300 σελίδων, όταν το μισό αναπαράγει αχρείαστα το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και οι ουσιαστικές κρίσεις περιλαμβάνονται σε λίγες σελίδες. Πώς μπορεί να απαντηθεί καλόπιστα το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι μόνο σε δύο από τις 116 περιπτώσεις (Κουκάκης, Αρτεμις Σίφορντ) προέκυψε παγίδευση με το κατασκοπευτικό λογισμικό, όταν τουλάχιστον άλλοι δύο μηνυτές το έχουν καταθέσει (Σπίρτζης, Μ.Σ) ενώ από τους υπόλοιπους σχεδόν κανείς δεν κλήθηκε να το επιβεβαιώσει ή διαψεύσει. Πώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το γεγονός ότι ο Εισαγγελέας δεν κάλεσε ούτε ένα μάρτυρα από την ΑΠΔΠΧ και την Οικονομική Αστυνομία, που διενέργησαν σοβαρές έρευνες με ευρήματα και παράλληλα διαθέτουν τις ειδικές τεχνικές γνώσεις που αποδεδειγμένα χρειάζονται για την εξέταση της υπόθεσης. Αντίθετα, ζήτησε τη συνδρομή δυο πραγματογνωμόνων για το μοναδικό ζήτημα για το οποία δεν ήταν αναγκαία η συνδρομή τους, τη διασταύρωση της λίστας των 116 ληπτών του Predator με τις διατάξεις άρσης του απορρήτου λόγω εθνικής ασφάλειας. Αλήθεια γιατί δεν ζητήθηκε η συνδρομή του Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Toronto που εντόπισε πρώτο το σχετικό λογισμικό ή των εγκληματολογικών εργαστηρίων της ΕΛΑΣ ή έστω της ευρωπαϊκής υπηρεσίας που εντόπισε την παγίδευση του κινητού του κ. Ανδρουλάκη. Γιατί άραγε δεν ζήτησε καμία άρση τραπεζικού απορρήτου ούτε προέβη σε αναζήτηση τραπεζικών πληροφοριών μέσω δικαστικής συνεργασίας, ενώ έσπευσε να διατυπώσει ότι λείπει το απαιτούμενο όφελος ή ζημία άνω των 120.000Ε. Ποια σκοπιμότητα τον οδήγησε στην δικαστική πρωτοτυπία να καλέσει ως μάρτυρες τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ, την Εισαγγελέα της ΕΥΠ και των πρώην Γ.Γ του πρωθυπουργικού γραφείου, ενώ είχαν δεχτεί ονομαστικές μηνύσεις. Για ποιο λόγο περίμενε να κάνει την περίφημη διασταύρωση τον Ιούνιο του 2024 ως τελευταία προανακριτική ενέργεια, ενώ εκκρεμούσε για ένα έτος. Πώς λησμόνησε να ζητήσει την αποστολή από το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του Υπουργείου Εμπορίου των Η.Π.Α των στοιχείων που οδήγησαν στην επιβολή συγκεκριμένων κυρώσεων από μία χώρα, η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της τεχνολογίας, της έρευνας, των πληροφοριών και της ασφάλειας. Για ποιο λόγο δεν κάλεσε ούτε ένα από τα 116 θύματα του Predator πλην τριών μηνυτών. Πώς αναζητήθηκε η αλήθεια όταν δεν αναζήτησε ούτε έναν από τους εργαζόμενους των εμπλεκομένων εταιρών, ούτε καν αυτούς που διαπίστωσε ή ΑΠΔΠΧ ότι εξαφάνισαν τον εταιρικό εξοπλισμό στις 16.12.2021 ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η έρευνα του Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Toronto που ανέδειξε την εξάπλωση της μισθοφορικής βιομηχανίας λογισμικών κατασκοπείας με αποτύπωση του λογισμικού Predator και τη συμμετοχή της Intellexa. Τι σκεφτόταν όταν απέφευγε να αναζητήσει τα στοιχεία όσων βρίσκονταν στα γραφεία της Intellexa χωρίς να αποτελούν προσωπικό σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και υποβλήθηκαν σε test COVID προκειμένου να διευκρινιστεί αν ήταν στελέχη της ΕΥΠ ή της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα ανωτέρω αποτελούν μέρος μόνο όσων δεν έγιναν από την πλευρά της Εισαγγελικής Αρχής και αποδεικνύουν ότι η εισαγγελική κρίση περί άσκησης μόνο πλημμεληματικών διώξεων κατά ιδιωτών είναι εσφαλμένη και ανεπαρκής. Δυστυχώς οι χειριστές της υπόθεσης αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και μικρού για τις περιστάσεις αναστήματος. Το πλημμελές πόρισμα της προκαταρκτικής έρευνας και η μερική αρχειοθέτηση είναι αναγκαίο να επαναξιολογηθούν και να τύχουν της κατάλληλης χωρίς εκπτώσεις διερεύνησης, αντίστοιχης της σπουδαιότητας της υπόθεσης.».