Σύννομες κρίθηκαν από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου οι επισυνδέσεις που έγιναν από την ΕΥΠ, ενώ καμία σύνδεση δεν βρέθηκε μεταξύ κρατικών αρχών και του λογισμικού Predator.
Στην ανακοίνωση της, μάλιστα, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη σημειώνει: «Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις».
Εξ αυτού οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι, κατά τη δικαιοσύνη, εφόσον τις χαρακτηρίζει σύννομες, πράγματι υπήρχαν λόγοι «εθνικής ασφάλειας» για την παρακολούθηση προσώπων όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, υπουργοί όπως ο Κωστής Χατζηδάκης και Τάκης Θεοδωρικάκος, ο νυν αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χρήστος Μπαρδάκης κ.α.
Γεγονός που – εφόσον δεχτούμε το σκεπτικό της κ. Αδειλίνη – προκαλεί μια σειρά ερωτηματικών για το γιατί τα πρόσωπα αυτά ήταν ύποπτα για την εθνική ασφάλεια. Αλλά και γιατί η παρακολούθηση 28 εξ αυτών από το Predator κρίθηκε πως συνιστά μονάχα ένα πλημμέλημα, ειδικά εφόσον ανάμεσα τους ήταν δυο κορυφαία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι πως για τουλάχιστον μια από τις παραπάνω περιπτώσεις το πόρισμα της κ. Αδειλίνη διαψεύδει τον πολιτικό προϊστάμενο της ΕΥΠ. Δηλαδή τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Διότι, ενώ η κ. Αδειλίνη χαρακτηρίζει την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ σύννομη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο προεκλογικό debate της 10ης Μαΐου του 2023, είχε δηλώσει πως «οι εξηγήσεις που δόθηκαν για αυτές τις παρακολουθήσεις δεν ήταν επαρκείς. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για ασφάλεια της χώρας και δεν έπρεπε να είναι υπό καθεστώς παρακολούθησης».
Νωρίτερα, ο κ. Μητσοτάκης, είχε επίσης διαψεύσει πως είχε δώσει εντολή για παρακολουθήσεις υπουργών της κυβέρνησης του. Γεγονός που σήμερα, μετά τον χαρακτηρισμό αυτών των επισυνδέσεων ως σύννομων, αφήνει ανοιχτό το ερώτημα ποιος έδωσε την εντολή αυτή, εν άγνοια του πρωθυπουργού και πολιτικού προϊσταμένου της ΕΥΠ.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη του στις 7 Νοεμβρίου του 2022 κι ενώ οι παρακολουθήσεις των υπουργών είχαν αποκαλυφθεί από τον τύπο, ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε: «Υπάρχει Έλληνας ο οποίος να πιστεύει ότι μέσα σε όλα όσα έπρεπε να διαχειριστώ αυτά τα τελευταία 3,5 χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθούσα τον Υπουργό Εξωτερικών, τον Υπουργό Οικονομικών, τις συζύγους Υπουργών μου; Είναι δυνατόν να πέφτει η πολιτική ζωή του τόπου τόσο χαμηλά και να καταγράφεται μια τέτοια κατηγορία χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο; Εγώ σας ρωτώ, ποια είναι η δική μου άμυνα απέναντι σε ένα τέτοιο δημοσίευμα; Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για αυτά τα οποία γράφονται».
Όσο για το εάν οι ευθύνες των εμπλεκόμενων ιδιωτών είναι απλώς πλημμελήμματα, αξίζει να θυμηθούμε μια δήλωση του 2023 του Νίκου Δένδια, παρακολουθούμενου ως υπουργού Εξωτερικών, στοχοποιημένου με το λογισμικο Predator σύμφωνα με την έρευνα της ΑΠΔΠΧ: «Εγώ δεν μπορώ να αποδεχτώ τη βεβαιότητα ότι υπήρξε κάποιος, ο οποίος προέβη στο απονενοημένο διάβημα να παρακολουθεί υπουργό Εξωτερικών μιας χώρας. Διότι, αν αυτό εγένετο, αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος παραβίασε την έννομη τάξη στις μισές χώρες του πλανήτη. Και σε μερικές χώρες από αυτές αυτό δεν γίνεται αντιληπτό ως κάτι το ιδιαίτερα ελαφρύ. Έχω συνομιλήσει και με τον Τόνι Μπλίνκεν και με τον Μάικ Πομπέο και με όλους σχεδόν τους ομολόγους μου. Αρά, λοιπόν, θεωρώ ότι, παρά το τι κυκλοφόρησε, θα υπήρξε η λογική αυτοσυγκράτηση σε κάποιον να μην καταστήσει τον εαυτό του υπόλογο εγκληματικής πράξης σε βαθμό κακουργήματος στον μισό πλανήτη».
Η βιασύνη του Αρείου Πάγου να «κλείσει» την υπόθεση Predator και τα αναπάντητα ερωτήματα
Σύννομες κρίθηκαν από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου οι επισυνδέσεις που έγιναν από την ΕΥΠ, ενώ καμία σύνδεση δεν βρέθηκε μεταξύ κρατικών αρχών και του λογισμικού Predator.
Στην ανακοίνωση της, μάλιστα, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη σημειώνει: «Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις».
Εξ αυτού οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι, κατά τη δικαιοσύνη, εφόσον τις χαρακτηρίζει σύννομες, πράγματι υπήρχαν λόγοι «εθνικής ασφάλειας» για την παρακολούθηση προσώπων όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, υπουργοί όπως ο Κωστής Χατζηδάκης και Τάκης Θεοδωρικάκος, ο νυν αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χρήστος Μπαρδάκης κ.α.
Γεγονός που – εφόσον δεχτούμε το σκεπτικό της κ. Αδειλίνη – προκαλεί μια σειρά ερωτηματικών για το γιατί τα πρόσωπα αυτά ήταν ύποπτα για την εθνική ασφάλεια. Αλλά και γιατί η παρακολούθηση 28 εξ αυτών από το Predator κρίθηκε πως συνιστά μονάχα ένα πλημμέλημα, ειδικά εφόσον ανάμεσα τους ήταν δυο κορυφαία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι πως για τουλάχιστον μια από τις παραπάνω περιπτώσεις το πόρισμα της κ. Αδειλίνη διαψεύδει τον πολιτικό προϊστάμενο της ΕΥΠ. Δηλαδή τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Διότι, ενώ η κ. Αδειλίνη χαρακτηρίζει την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ σύννομη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο προεκλογικό debate της 10ης Μαΐου του 2023, είχε δηλώσει πως «οι εξηγήσεις που δόθηκαν για αυτές τις παρακολουθήσεις δεν ήταν επαρκείς. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για ασφάλεια της χώρας και δεν έπρεπε να είναι υπό καθεστώς παρακολούθησης».
Νωρίτερα, ο κ. Μητσοτάκης, είχε επίσης διαψεύσει πως είχε δώσει εντολή για παρακολουθήσεις υπουργών της κυβέρνησης του. Γεγονός που σήμερα, μετά τον χαρακτηρισμό αυτών των επισυνδέσεων ως σύννομων, αφήνει ανοιχτό το ερώτημα ποιος έδωσε την εντολή αυτή, εν άγνοια του πρωθυπουργού και πολιτικού προϊσταμένου της ΕΥΠ.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη του στις 7 Νοεμβρίου του 2022 κι ενώ οι παρακολουθήσεις των υπουργών είχαν αποκαλυφθεί από τον τύπο, ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε: «Υπάρχει Έλληνας ο οποίος να πιστεύει ότι μέσα σε όλα όσα έπρεπε να διαχειριστώ αυτά τα τελευταία 3,5 χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθούσα τον Υπουργό Εξωτερικών, τον Υπουργό Οικονομικών, τις συζύγους Υπουργών μου; Είναι δυνατόν να πέφτει η πολιτική ζωή του τόπου τόσο χαμηλά και να καταγράφεται μια τέτοια κατηγορία χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο; Εγώ σας ρωτώ, ποια είναι η δική μου άμυνα απέναντι σε ένα τέτοιο δημοσίευμα; Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για αυτά τα οποία γράφονται».
Όσο για το εάν οι ευθύνες των εμπλεκόμενων ιδιωτών είναι απλώς πλημμελήμματα, αξίζει να θυμηθούμε μια δήλωση του 2023 του Νίκου Δένδια, παρακολουθούμενου ως υπουργού Εξωτερικών, στοχοποιημένου με το λογισμικο Predator σύμφωνα με την έρευνα της ΑΠΔΠΧ: «Εγώ δεν μπορώ να αποδεχτώ τη βεβαιότητα ότι υπήρξε κάποιος, ο οποίος προέβη στο απονενοημένο διάβημα να παρακολουθεί υπουργό Εξωτερικών μιας χώρας. Διότι, αν αυτό εγένετο, αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος παραβίασε την έννομη τάξη στις μισές χώρες του πλανήτη. Και σε μερικές χώρες από αυτές αυτό δεν γίνεται αντιληπτό ως κάτι το ιδιαίτερα ελαφρύ. Έχω συνομιλήσει και με τον Τόνι Μπλίνκεν και με τον Μάικ Πομπέο και με όλους σχεδόν τους ομολόγους μου. Αρά, λοιπόν, θεωρώ ότι, παρά το τι κυκλοφόρησε, θα υπήρξε η λογική αυτοσυγκράτηση σε κάποιον να μην καταστήσει τον εαυτό του υπόλογο εγκληματικής πράξης σε βαθμό κακουργήματος στον μισό πλανήτη».
Με τη βούλα λοιπόν του Αρείου Πάγου πια η υπόθεση των υποκλοπών και της χρήσης του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator παίρνει, προς το παρόν, τέλος. Και είναι μια απόφαση που ανήκει εξ ολοκλήρου στη δικαιοσύνη μιας και, παρότι επικαλείται τρεις ανεξάρτητες αρχές, γνωρίζουμε ότι οι έρευνες των δυο κινήθηκαν με διαφορετική κατεύθυνση και αποφασιστικότητα για την αναζήτηση της αλήθειας.
Στην αναζήτηση αυτής, λοιπόν, μπαίνει προς το παρόν, ταφόπλακα. Και λέμε «προς το παρόν» γιατί θα έχει συνέχεια στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Και γιατί οι εξελίξεις στην παρεμφερή υπόθεση των υποκλοπών με το αντίστοιχο σύστημα Pegasus στην Πολωνία απέδειξε πως η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών είναι, ενίοτε, απαραίτητη για το «ξεκλείδωμα» τέτοιων σκανδάλων.
Ως τότε, στο ακροατήριο θα φτάσει μόνο το σκέλος που αφορά τους ιδιώτες, τους επιχειρηματίες που έφεραν το λογισμικό Predator στην Ελλάδα, που σχετίζονται με τις εταιρίες που το εμπορεύονταν και το εξήγαγαν στο εξωτερικό, με άδειες που τους χορηγούσε το υπουργείο Εξωτερικών. Κι αυτοί οι τέσσερις, ωστόσο, διώκονται μόνο για πλημμελήματα.
Θα πρέπει, κάπως, βέβαια, να εξηγηθεί η απόφαση της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να μην εξαντλήσει την αυστηρότητα της στους ιδιώτες επιχειρηματίες, εφόσον διαπιστώνει ότι έγιναν παρακολουθήσεις με το Predator και επιμένει ότι δεν το χρησιμοποιούσε καμία κρατική αρχή.
Προσέξτε, δηλαδή, το παράδοξο: Σε μια χώρα που αν καταλάθος κάποιος φωτογραφίσει ένα στρατόπεδο διώκεται για κατασκοπεία, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου μας λέει ότι δεν υφίσταται τέτοιο θέμα εδώ και βρήκε μόνο ένα πλημμέλημα για τους ιδιώτες που παρακολουθούσαν υπουργούς, δικαστές, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων και τον αξιωματικό επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών του ΓΕΕΘΑ. Και χωρίς να ξέρουμε καν πόσοι, ποιοι και που έχουν το υλικό των παρακολουθήσεων αυτών.
Κι υπάρχουν κι άλλα κενά που χρήζουν εξήγησης:
Ποιος θα μας εξηγήσει γιατί ήταν υπό παρακολούθηση και από την ΕΥΠ και από το Predator τα προαναφερόμενα πρόσωπα και όλοι αυτοί που επιβεβαίωσε η δικογραφία του κ. Ζήση; Ποιος θα μας εξηγήσει γιατί είχε κριθεί επικίνδυνος για την «εθνική ασφάλεια» ο πρώην επικεφαλής της Οικονομικής Εισαγγελίας και νυν αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χρήστος Μπαρδάκης; Ποιος θα πείσει τους πολίτες ότι δεν τίθεται ζήτημα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης όταν είναι επί δυο χρόνια παρακολουθούμενος;
Γιατί δεν εξετάστηκαν ποτέ όλοι οι υπάλληλοι της εταιρίας Intellexa;
Κατέθεσαν τα πρώην και νυν στελέχη της ΕΥΠ που ήταν υπό παρακολούθηση από το Predator;
Γιατί υπήρξε τόσο μεγάλη καθυστέρηση από τον αντιεισαγγελέα Ζήση στη διασταύρωση των ονομάτων που ήταν υπό παρακολούθηση και από την ΕΥΠ και από το Predator;
Δόθηκαν οι λίστες αυτές εγκαίρως στα θύματα που είχαν δηλώσει υποστήριξη κατηγορίας, ώστε να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους στο πλαίσιο των κανόνων της δίκαιης δίκης; Π.χ. Να ορίσουν δικούς τους τεχνικούς συμβούλους.
Γιατί η έρευνα έγινε με δυο πραγματογνώμονες της επιλογής του αντιεισαγγελέα; Και όχι με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ; Η οποία είχε επανειλημμένα ζητήσει να κάνει το σχετικό έλεγχο. Μήπως επειδή η ΑΔΑΕ δεν θα συνυπέγραφε έτσι αβασάνιστα ποτέ ότι οι κοινές παρακολουθήσεις υπουργών, δικαστών και αξιωματικών ήταν μια σατανική «σύμπτωση»; Και επειδή τα στελέχη της είχαν καταθέσει στη δικαιοσύνη την άρνηση συνεργασίας της ΕΥΠ με την ΑΔΑΕ;
Γιατί ο έλεγχος έγινε αποκλειστικά στην ΕΥΠ; Και στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο σε όσα στοιχεία δόθηκαν από την ΕΥΠ; Γίνεται να είναι μια υπηρεσία ελεγχόμενη και ελεγκτής ταυτόχρονα; Γιατί δεν αναζητήθηκαν τα πλήρη στοιχεία για τις επισυνδέσεις από τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας;
Υπήρξε αίτημα συνδρομής στοιχείων από το από το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, που έβαλε σε «μαύρη λίστα» κυρώσεων την Intellexa; Αφού το σχετικό έγγραφο των ΗΠΑ, που επικαλείται πως διαθέτουν στοιχεία, συσχετίστηκε με την παρούσα δικογραφία, ζητήθηκαν τα στοιχεία αυτά;
Δόθηκαν εξηγήσεις από τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέωντα για το προσχέδιο μνημονίου συνεργασίας που επρόκειτο να υπογράψει η ΕΥΠ με την αρμόδια υπηρεσία της Βόρειας Μακεδονίας για την κυβερνοασφάλεια; Και στο οποίο βρέθηκαν ψηφιακά ίχνη των διορθώσεων που έκανε ο Ισραηλινός εργαζόμενος της Intellexa, Νιρ Μπεν Μοσέ, όπως είχε αποκαλύψει δημοσίευμα του Inside Story;
Δόθηκαν εξηγήσεις για το αν η εταιρία KRIKEL υπήρξε υπεργολάβος της εταιρίας RCS Lab, η οποία προμήθευσε το τελευταίο σύστημα νόμιμων συνακροάσεων που είχε αποκτήσει η ΕΥΠ;
Ερευνήθηκαν ποτέ τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί για επιχειρηματικές συνεργασίες, αγοραπωλησίες, οικονομικές και εταιρικές συναλλαγές που συνδέουν επιχειρηματίες και πολιτικά πρόσωπα με το Predator; Στοιχεία τα οποία κατέθεσαν δημοσιογράφοι; Κατέθεσαν τα πρόσωπα-κλειδιά στη δικαιοσύνη;
Ερευνήθηκαν οι εταιρίες από τις οποίες είχε γίνει η αποστολή «μολυσμένων» με Predator μηνυμάτων;
Δόθηκε κάποια εξήγηση για το γεγονός ότι τουλάχιστον δυο στόχοι του Predator έλαβαν «μολυσμένα» sms που περιείχαν τα στοιχεία των ραντεβού που είχαν κλείσει για τους εμβολιασμούς τους;
Τα ερωτήματα αυτά είναι ενδεικτικά. Διότι στο σύνολο τους παραμένουν πολλά, συνεχώς αυξανόμενα και θα τίθενται πιεστικά από όσους δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, κόντρα στη χλεύη, την εκστρατεία αποσιώπησης και παραπληροφόρησης.