Τέσσερις επιχειρηματίες, δύο Έλληνες και δύο αλλοδαποί, αποφάσισαν μία μέρα το καλοκαίρι του 2020, αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία και για τους δικούς τους προσωπικούς λόγους, να στοχεύσουν τουλάχιστον 87 πρόσωπα εντός Ελλάδας, με εξελιγμένη κατασκοπευτική τεχνολογία που εμπορεύονταν και κατά τα άλλα διαθέτουν αποκλειστικά σε κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και αρχές επιβολής του νόμου ανά τον κόσμο.
Μέσα σε αυτούς τους τουλάχιστον 87 στόχους, που ταυτοποιήθηκαν μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), συγκαταλέγονται εν ενεργεία υπουργοί και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στελέχη της αντιπολίτευσης, ανώτατα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, δικαστικοί, δημοσιογράφοι, εκδότες εφημερίδων, επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων.
Εντελώς συμπτωματικά, τους 27 από αυτούς τους 87 στόχους παρακολουθούσε και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) , μέσω της συμβατικής επισύνδεσης, το ίδιο ή κοντινό χρόνικό διάστημα.
Το πλαίσιο της συγκάλυψης
Αυτό που μόλις διαβάσατε –όσο παράλογο κι αν φαντάζει– είναι το σκεπτικό δύο ανώτατων δικαστικών λειτουργών της χώρας, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση και της διορισμένης από την κυβέρνηση προϊσταμένης του, Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη.
Η Γεωργία Αδειλίνη, τον Οκτώβριο του 2023 απέσπασε αιφνίδια τη δικογραφία των υποκλοπών από τους δύο Εισαγγελείς Πρωτοδικών που ερευνούσαν την υπόθεση από τον Απρίλιο του 2022, για να την αναθέσει στον Αχιλλέα Ζήση.
Το περασμένο καλοκαίρι, μετά την ολοκλήρωση του πορίσματος Ζήση, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφάσισε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση των παράνομων υποκλοπών με spyware, στο σκέλος που αφορά την ΕΥΠ και οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία ή Αρχή, και να παραπέμψει σε δίκη τέσσερις ιδιώτες για το πλημμέλημα της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών δύο άλλων ιδιωτών, του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του στελέχους επιχειρήσεων Άρτεμις Σίφορντ.
Ενώνοντας δυνάμεις
Στο inside story θεωρούμε πως έχουμε ευθύνη να είμαστε παρόντες στη δίκη για τις υποκλοπές, τόσο εξαιτίας της ιστορίας που έχει το μέσο στην κάλυψη του θέματος, όσο και για λόγους δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος: για να μαθαίνουμε από πρώτο χέρι αυτά που θα γίνουν και όσα δεν θα γίνουν εκεί. Καθώς οι ανθρώπινοι πόροι μας είναι περιορισμένοι και είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει η δίκη και με τι συχνότητα θα γίνεται, ενώσαμε δυνάμεις με το Solomon, με το οποίο έχουμε συνεργαστεί επιτυχημένα σε σειρά θεμάτων, προκειμένου να είμαστε εκεί χωρίς αυτό να επηρεάσει την υπόλοιπη δραστηριότητά μας.
Γιατί παραπέμπονται για παραβίαση του απορρήτου μόνο αυτών των δύο ιδιωτών, ενώ στόχοι ήταν τουλάχιστον 87 πρόσωπα; Γιατί μόνο αυτοί οι δύο προσκόμισαν αυτοβούλως στις εισαγγελικές αρχές τεχνικές εκθέσεις που πιστοποιούσαν τη μόλυνση της συσκευής τους. Τεχνική έκθεση από την αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προσκόμισε και ο νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην ευρωβουλευτής, Νίκος Ανδρουλάκης. Η έκθεση αυτή πιστοποιούσε ότι ναι μεν υπήρξε στόχος, αλλά η συσκευή του δεν μολύνθηκε, αφού δεν πάτησε το κακόβουλο link που έλαβε με SMS.
Εκτός από τους Κουκάκη, Σίφορντ και Ανδρουλάκη, ακόμη έξι άτομα που υπήρξαν άμεσοι στόχοι του Predator κινήθηκαν νομικά υποβάλλοντας μηνύσεις. Μηνύσεις υπέβαλαν επίσης άτομα που σχετίζονται (οικογενειακά ή κοινωνικά) με έναν εκ των στόχων και υποστηρίζουν ότι παρακολουθήθηκαν εμμέσως, όπως και πρόσωπα που είδαν να δημοσιεύονται τα ονόματά τους ως στόχοι παρακολουθήσεων με Predator, αν και αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στην πορεία από την ΑΠΔΠΧ. Κανένας υπουργός, δικαστικός ή υψηλόβαθμο στέλεχος των ενόπλων δυνάμεων δεν έπραξε το ίδιο, παρότι ενημερώθηκαν με επίσημη επιστολή από την ΑΠΔΠΧ ότι βρέθηκαν στο στόχαστρου του Predator, κι ενώ πρόκειται για πρόσωπα που χειρίζονται κρίσιμα χαρτοφυλάκια, κρατικά μυστικά και απόρρητες πληροφορίες.
Ο Αχιλλέας Ζήσης στην «ενδελεχή» –όπως την χαρακτήρισε η Γεωργία Αδειλίνη– δικαστική του έρευνα (που δεν έχει διεξαχθεί «σε καμία άλλη χώρα») δεν ζήτησε ποτέ να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη στις συσκευές όσων στόχων προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι μολύνθηκαν ή όχι – πέρα του Κουκάκη και της Σίφορντ. Οι υπόλοιποι 78 στόχοι που δεν κατέθεσαν μηνύσεις, δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν ως μάρτυρες, ούτε διατάχθηκε κάποιος τεχνικός έλεγχος στις συσκευές τους.
Κάπως έτσι έπεσαν στα μαλακά και οι τέσσερις ιδιώτες που οδηγούνται σήμερα σε δίκη για πλημμέλημα, αφού βγήκαν από το κάδρο δύο πολύ σοβαρά κακουργήματα: της κατασκοπείας και της πρόκλησης κινδύνου για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή την εθνική ασφάλεια, από την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Για να στοιχειοθετηθεί κάτι τέτοιο θα αρκούσε η μόλυνση του κινητού ενός πολιτικού για παράδειγμα. Για να πιστοποιηθεί, θα έφτανε αυτός ο πολιτικός να έλεγε στους Εισαγγελείς ότι πάτησε το κακόβουλο link που έλαβε με SMS. Πλην του Ανδρουλάκη, που δεν το πάτησε, ο μόνος άλλος πολιτικός που κινήθηκε νομικά για την στόχευσή του με Predator ήταν ο Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος δεν κλήθηκε ούτε διευκρίνισε ποτέ από μόνος του στους Εισαγγελείς στους οποίους κατέθεσε αν πάτησε τα μολυσμένα links.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι πλην Κουκάκη και Σίφορντ, υπάρχουν και άλλα άτομα –ακόμη και εν ενεργεία υπουργοί– που έχουν διαπιστώσει μετά από τεχνικό έλεγχο των κινητών τους ότι μολύνθηκαν ή έχουν παραδεχθεί σε συνομιλίες που είχαμε μαζί τους ότι πάτησαν το μολυσμένο link που τους απεστάλη, κάτι που ισοδυναμεί με παγίδευση της συσκευής τους.
Ένα άλλο κακούργημα που βγήκε εκτός κάδρου είναι η παραβίαση προσωπικών δεδομένων με σκοπό την αποκόμιση οφέλους άνω των 120.000 ευρώ. Για αυτό το αδίκημα, ο Αχιλλέας Ζήσης στο πόρισμά του αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε ροή χρήματος που να συσχετίζεται με την πώληση Predator με τίμημα άνω των 120.000 ευρώ.
Η δίκη έρχεται τρία χρόνια και κάτι εβδομάδες μετά τις πρώτες αποκαλύψεις του inside story, τον Ιανουάριο του 2022, για την παράνομη χρήση του λογισμικού παρακολούθησης Predator στην Ελλάδα – μια υπόθεση που πήρε διατάσεις σκανδάλου και έγινε γνωστή διεθνώς ως Predatorgate.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΔΩ.