Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, παρέχει στους πολίτες ευρύτατη προστασία όσον αφορά την αρχή του φυσικού-νόμιμου δικαστή, ώστε σε μια δημοκρατική κοινωνία, η απονομή της δικαιοσύνης να είναι ανεπηρέαστη και να ασκείται από ανεξάρτητους, αμερόληπτους και αντικειμενικούς δικαστές. Επίσης η διάταξη του άρθρου 8 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι κανένας δεν στερείται, χωρίς τη θέλησή του, τον δικαστή που του ορίζει ο νόμος. Η βασική προϋπόθεση λοιπόν ώστε μια κοινωνία να χαρακτηρίζεται ως δημοκρατική είναι η Δικαιοσύνη της (οι δικαστές που δικάζουν δηλαδή) να μένει ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε παρέμβαση στο έργο της.
Σύμφωνα όμως με το άρθρο 90 του Συντάγματος: «Oι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Αυτό συγκροτείται από τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση…».
Άρα μπορεί εύκολα να συμπεράνει κάθε εχέφρων πολίτης ότι η κρίση του δικαστή της ουσίας, από τη στιγμή που η οικονομική και επαγγελματική του εξέλιξη εξαρτάται από κάποιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο (π.χ. του Αρείου Πάγου), παύει να είναι ανεπηρέαστη από οτιδήποτε και από οποιονδήποτε. Αντίθετα, είναι ζωτικής σημασίας η υπακοή του σε αυτούς από τους οποίους εξαρτάται το μέλλον του, ακόμα και η ιδιότητά του ως δικαστή. Θα μου πείτε και από ποιους θα αξιολογείται και θα ελέγχεται ο δικαστής; Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, όπως: μέσω του «αυτόδικου» και «αυτοθεσμιζόμενου» δήμου, δηλαδή του κατεξοχήν φυσικού δικαστή (με βάση την υπό στενή έννοια ερμηνεία του όρου «φυσικός») ή της λογοδοσίας στον δήμο/λαό και της αξιολόγησης από αυτόν, θεωρούνται λαϊκιστικές ουτοπίες και συνεπώς δεν έχουν θέση στο «θεσμικό» πλαίσιο της αστικής Δικαιοσύνης. Οπότε καλύτερα να αφήσουμε το ερώτημα αυτό αναπάντητο.
Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ένα γεγονός που αποδεικνύει τη δυσκολία που έχει ο Έλληνας δικαστής να κρατά ανεπηρέαστη την κρίση του. Το 1976 ένας πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ήταν εν ενεργεία δικαστής και «συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χρ. Σαρτζετάκης) για αυτή την απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία»**. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Αν δεν ήταν ο Σαρτζετάκης που τα είχε βάλει με θεούς και δαίμονες ως ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη, δεν είχε φυλακιστεί και βασανιστεί γι’ αυτόν τον λόγο και ακόμα αν δεν είχε στο πλάι του συνδικαστές που τότε υπήρχαν ακόμα στην Αθήνα, θα είχαμε αυτήν την απόλυτα δίκαιη και συνταγματικά συνεπή απόφαση του Συμβουλίου Εφετών ή θα είχε υπάρξει μία άλλη απόλυτα συμβατή με τα θέσφατα του Αρείου Πάγου, που θα εξασφάλιζε στα μέλη του Συμβουλίου μια γρήγορη και λαμπρή επαγγελματική ανέλιξη; Για την Ιστορία, ο Άρειος Πάγος στη συνέχεια άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το Σύνταγμα και τους νόμους, κάνοντας δεκτό το αίτημα έκδοσης του δικηγόρου ακτιβιστή Πόλε, ο οποίος αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης μεταφέρθηκε στη Γερμανία όπου και φυλακίστηκε. Θα μου πείτε ότι αυτά γίνονταν το 1976 ενώ τώρα «μένουμε Ευρώπη».
Βλέποντας όμως την αντίδραση της νυν προέδρου του Α.Π. στην υπόθεση της Πολεοδομίας Ρόδου, τις γνωμοδοτήσεις Ντογιάκου, τις παρεμβάσεις Αδειλίνη, τον τρόπο που διεξάγει το ανακριτικό του έργο ο εφέτης ανακριτής της υπόθεσης των Τεμπών, καταλαβαίνουμε ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Δυστυχώς η δομή της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, αντί να παρέχει στον δικαστή την ελευθερία ώστε να έχει ανεξάρτητο φρόνημα και νομική παρρησία, αρετές που είναι αναγκαίο να διαπνέουν έναν δημοκρατικό και έντιμο δικαιοκρίτη, είναι στρατιωτικού και γραφειοκρατικού τύπου. Ανώτατα επιτελεία από στρατηγούς και ανώτατους αξιωματικούς, μετά μεραρχίες και συντάγματα, λόχοι και διμοιρίες, διαταγές και δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις, όλα οργανωμένα έτσι ώστε στο τέλος με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ο δικαστής της ουσίας, ο λεγόμενος φυσικός δικαστής, να περιορίζεται σε ένα «ευπειθώς αναφέρω».
Αποτέλεσμα όλων αυτών των συσχετισμών είναι η δικαιολογημένη καχυποψία της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών απέναντι στο «ανεπηρέαστο» και «αντικειμενικό» των δικαστών, πολύ περισσότερο δε όταν οι ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων από τις οποίες εξαρτώνται άμεσα οι δικαστές διορίζονται από το υπουργικό συμβούλιο, δηλαδή τον πρωθυπουργό· οπότε, μετά το «ανεπηρέαστο» και το «αμερόληπτο», τίθεται σε πλήρη αμφισβήτηση και το «ανεξάρτητο» της Δικαιοσύνης.
**Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/ Χρήστος_Σαρτζετάκης