Του Κωνσταντίνου Μουρτοπάλλα*
Το αίτημα που απεστάλη μέσω επιστολής από τον Πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) προς τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας έθεσε εκ νέου το ζήτημα της σχέσης των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω πράξη του Προέδρου της Α.Δ.Α.Ε. ανατροφοδότησε και επέτεινε τη διεξαγόμενη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε.
Ο έλεγχος της Βουλής επί των ανεξάρτητων αρχών προβλέπεται στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού και του δημοκρατικού πολιτεύματός μας. Η σχετική διαδικασία προβλέπεται απευθείας στο Σύνταγμα, προκειμένου η συζήτηση που διεξάγεται με αφορμή την υποβολή της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων κάθε ανεξάρτητης αρχής να διευκολύνει τους πολίτες στην κατανόηση και γνώση των πράξεων των ανεξάρτητων αρχών. Στην παρ. 3 του άρθρου 101Α Συντ. ο συνταγματικός νομοθέτης παραπέμπει στις ρυθμίσεις του ΚτΒ, ώστε να συγκεκριμενοποιούνται όχι μόνο τα σχετικά με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο αλλά και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν στη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή. Η συνταγματική αυτή επιταγή εξεπληρώθη με την θέσπιση του άρθρου 138Α ΚτΒ. Δεδομένης της διάταξης του άρθρου 65 Συντ., το οποίο κατοχυρώνει την αυτονομία της Βουλής ως προς την θέσπιση του κανονισμού λειτουργίας της, ουδέν άλλο πολιτειακό όργανο μπορεί να συμπράξει με τη Βουλή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Σχετική διάταξη περιλαμβάνει το άρθρο 138Α ΚτΒ, με αξιοσημείωτη την πρόβλεψη της περ. α’ της παρ. 7, η οποία καθιερώνει ως δικαίωμα είδος κοινοβουλευτικής αναφοράς υπέρ των ανεξάρτητων αρχών. Δυνάμει της εν λόγω διάταξης οι ανεξάρτητες αρχές δύνανται να θέτουν στη Βουλή κάθε ζήτημα που αφορά στην εκπλήρωση της αποστολής τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι η αναφορά αυτή προβλέπεται να υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Βουλής και όχι σε αυτόν της οικείας επιτροπής. Πέραν της διαδικαστικής προϋπόθεσης τίθεται και μια ουσιαστική. Η αναφορά πρέπει να έχει ως αντικείμενο θέματα που ανάγονται στην εκπλήρωση της αποστολής τους και αίτημα την προώθηση και την επίλυσή τους.
Μολοταύτα, η αναφορά της αρχής δεν μπορεί να περιλαμβάνει γενικό αίτημα ενημέρωσης της Βουλής ή σύγκλησης της αρμόδιας επιτροπής. Η σχέση Βουλής και ανεξάρτητων αρχών δεν είναι σχέση δύο ισοδύναμων οργάνων.
Στο πλαίσιο της διενεργηθείσας συζήτησης που εκκίνησε από το ζήτημα των επισυνδέσεων και μετά την ψήφιση του ν. 5002/2022, υποστηρίχθηκε, ότι διάταξή του εφαρμόζεται σωρευτικά με τον ΚτΒ. Συγκεκριμένα, στο δημόσιο διάλογο προεβλήθη ο ισχυρισμός ότι μαζί με τον ΚτΒ (άρθρο 138Α) εφαρμόζεται και η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 8 του εν λόγω νόμου. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι «Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης». Συνεπώς, η ενημέρωση από τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε. που προβλέπεται στο άρθρο 8 του ν. 5002/2022 δεν πρέπει να συγχέεται με τα οριζόμενα στο άρθρο 138Α. Η ενημέρωση του άρθρου 8 δεν ασκείται με τις διατυπώσεις των εκθέσεων ή της αναφοράς του ΚτΒ, αλλά σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος. Αν η πραγματική βούληση της Α.Δ.Α.Ε. είναι η ενημέρωση για θέματα άρσεων απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 5002/2022, με αποδέκτες της ενημέρωσης τους ΠτΒ, αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Εξ άλλου, το δικαίωμα κλήτευσης που διαθέτει η Βουλή και οι σχηματισμοί της απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 66) είναι βασικό στοιχείο της λειτουργίας της ως αντιπροσωπευτικού σώματος των Ελλήνων πολιτών. Αν κλητευθεί προς ακρόαση ο Πρόεδρος ή μέλη ανεξάρτητης αρχής εφαρμόζεται αμιγώς ο ΚτΒ (παρ. 5 του άρθρου 138Α, παρ. 1 του άρθρου 38, παρ. 6 του άρθρου 41Α ΚτΒ). Λαμβάνοντας υπόψη ότι αρμόδια για τα σχετικά ζητήματα είναι η ειδική μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας εφαρμοστέο είναι το άρθρο 43Α ως ειδικό και το άρθρο 43 ΚτΒ ως γενική ρύθμιση περί λειτουργίας των ειδικών επιτροπών.
Βάσει του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να καλέσει και τους προέδρους των ανεξάρτητων αρχών. Καθίσταται σαφές ότι η αυτόκλητη παρουσία τους δεν προβλέπεται, πολλώ δε μάλλον η συνεδρίαση επιτροπής προς εξέταση αιτήματος εκ μέρους τους να κλητευθούν ενώπιον τους. Το προτεινόμενο προς παρουσία πρόσωπο κλητεύεται υποχρεωτικά αν το ζητήσουν τα δύο πέμπτα (2/5) των μελών της επιτροπής (βλ. παρ. 4 άρθρου 41Α).
Υπενθυμίζεται ότι οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, αλλά οι νόμιμες αρμοδιότητές τους επιτρέπουν να λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα για τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών. Ωστόσο, δέον να επισημανθεί ότι η δράση τους πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της λειτουργικής ορθότητας, η οποία απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο κίνδυνος της υπερχειλούς άσκησης αρμοδιότητας από ανεξάρτητη αρχή θέτει πολλαπλό θεσμικό πρόβλημα.
Ας μην παροράται ότι οι σχέσεις της Βουλής με άλλα θεσμικά όργανα, καταστρώνονται και τυποποιούνται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στον ΚτΒ, διέπονται από την αρχή της αναγνώρισης της υπεροχής του (neither more less nor than this).
* Ο κ. Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας είναι ΜΔΕ Συνταγματικού Δικαίου και υποψήφιος διδάκτορας στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θ.