Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ (Watergate) ήταν ένα μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1970, μετά από μια διάρρηξη στην έδρα της Εθνικής Επιτροπής Δημοκρατικών (DNC) στο συγκρότημα γραφείων Γουότεργκεϊτ στην Ουάσιγκτον, στις 17 Ιουνίου του 1972 και την απόπειρα συγκάλυψης και συμμετοχής σε αυτές τις ενέργειες από τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον και της κυβέρνησής του. Όταν η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, ο Νίξον αντιστάθηκε στους ελέγχους, το οποίο οδήγησε σε μια συνταγματική κρίση.
Το σκάνδαλο οδήγησε στην ανακάλυψη καταχρήσεων εξουσίας από τα μέλη της κυβέρνησης του Νίξον, την έναρξη διαδικασίας καθαίρεσης εναντίον του προέδρου που τελικά οδήγησε στην παραίτηση του Νίξον. Λόγω του σκανδάλου παραπέμφθηκαν σε δίκη 69 άτομα, από τους οποίους 48 βρέθηκαν ένοχοι. Πολλοί από τους κατηγορούμενους ήταν κορυφαίοι αξιωματούχοι της προεδρίας Νίξον.
Η υπόθεση ξεκίνησε με τη σύλληψη πέντε ανδρών για τη διάρρηξη στην έδρα του DNC στο συγκρότημα Γουότεργκεϊτ το Σάββατο 17 Ιουνίου 1972. Το FBI στην έρευνά του ανακάλυψε σύνδεση μεταξύ των μετρητών που βρέθηκαν υπό την κατοχή των διαρρηκτών και παρανόμων χρηματοδοτήσεων (μαύρο ταμείο), οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από την επιτροπή υπεύθυνη για την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον (CREEP) στις εκλογές του 1972.Τον Ιούλιο του 1973, άρχισαν να πληθαίνουν τα στοιχεία εναντίον του επιτελείου του προέδρου, συμπεριλαμβανομένων μαρτυριών από πρώην μέλη του επιτελείου που δόθηκαν στην επιτροπή της Γερουσίας που ερευνούσε το Γουότεργκειτ. Η έρευνα αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος Νίξον είχε μια μαγνητοταινία καταγραφής στο γραφείο του και ότι είχε καταγράψει πολλές συζητήσεις.
Μετά από μια σειρά δικαστικών μαχών, το Ανώτατο Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι ο πρόεδρος ήταν υποχρεωμένος να δημοσιεύσει τις μαγνητοταινίες για να τις ερευνήσει η κυβέρνηση. Οι ταινίες αποκάλυψαν ότι ο Νίξον είχε επιχειρήσει να καλύψει τις δραστηριότητες που έλαβαν χώρα μετά τη διάρρηξη και να χρησιμοποιήσει ομοσπονδιακούς αξιωματούχους για να αποπροσανατολίσει την έρευνα.Καθώς έφτασε να αντιμετωπίσει πρόταση μομφής και καθαίρεσης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και σχεδόν σίγουρη καταδίκη από την Γερουσία, ο Νίξον παραιτήθηκε από την προεδρία στις 9 Αυγούστου 1974, οπότε απέφυγε την πρότασης.Στις 8 Σεπτεμβρίου 1974 ο επόμενος πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ του απένειμε χάρη.
Κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη της υπόθεσης είχε η εφημερίδα Washington Post και ειδικότερα οι δημοσιογράφοι Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ οι οποίοι με σειρά ρεπορτάζ αποκάλυπταν όλο και περισσότερες πτυχές του σκανδάλου. Ένα χρόνο αργότερα, πάνω στην έρευνα των Γούντγουορντ και Μπέρνσταιν, βασίστηκε το 1976 η ταινία του Άλαν Πάκουλα, “Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου” με πρωταγωνιστές τους Ντάστιν Χόφμαν, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Τζέισον Ρόμπαρτς, η οποία και ήταν υποψηφία για το όσκαρ καλύτερης ταινίας την ίδια χρονιά.
Το σκάνδαλο είχε τεράστια επίδραση στην αμερικανική πολιτική ζωή και έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Μέχρι και σήμερα στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες η κατάληξη -γκέιτ (-gate) χαρακτηρίζει πολιτικά ή άλλα σκάνδαλα.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΝΙΞΟΝ
Πόσο «βαθύ» ήταν το «Βαθύ Λαρύγγι»;
Το «Βαθύ Λαρύγγι» το γνωρίσαμε πρώτη φορά μέσα από την συγγραφική τέχνη των Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν και σύντομα μετατράπηκε σε ένα είδος σύγχρονου Ζορό, που συμπλήρωνε το «μύθο» της δημοσιογραφίας. Ένα υψηλά ιστάμενο κυβερνητικό στέλεχος με βαθιά αίσθηση καθήκοντος είχε αποφασίσει να μην αφήσει το θέμα στο σκοτάδι. Ο περίφημος ανώνυμος πληροφοριοδότης του Γούντγουορντ συστηματικά επιβεβαίωνε ή διέψευδε απόρρητες πληροφορίες, αποκαλύπτοντας βασικές πτυχές του κυβερνητικού σκανδάλου. Για πάνω από τριάντα χρόνια, η ταυτότητα του παρέμεινε μυστική, μέχρι που τον Ιούλιο του 2005, το Vanity Fair Magazine αποκάλυψε ότι ο άνθρωπος πίσω από τη «μάσκα» ήταν ένας όχι και τόσο «ηθικός» άνδρας: ο πρώην Νο2 του FBI, Μαρκ Φελτ.
«Το παραμύθι του μυστικού πληροφοριοδότη που αναστατωμένος από την ανομία του Λευκού Οίκου αποφάσισε να αντιδράσει για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, παρατράβηξε» αναφέρει ο δημοσιογράφος Μαξ Χόλαντ, συγγραφέας ενός ακόμη βιβλίου για το Γουοτεργκέιτ που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με τίτλο «Διαρροή: Πως ο Μαρκ Φελτ έγινε το “Βαθύ Λαρύγγι”». Οι λόγοι της διαρροής από τον Φλετ δεν μόνο πατριωτικοί, ήταν πιο πεζοί. . Μετά το θάνατο του Χούβερ, ο Φελτ, επειδή δεν διορίστηκε διευθυντής του FBI, αποφάσισε να υπονομεύσει το νέο διευθυντή Πάτρικ Γκρέι, διαρρέοντας πληροφορίες για την έρευνα του FBI στο Γουοτεργκέιτ. Ήξερε ότι αυτό θα αναστάτωνε τον Νίξον και πίστευε ότι ο Λευκός Οίκος θα κοιτούσε τον Γκρέι και θα έλεγε “αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να διευθύνει το FBI, χρειαζόμαστε κάποιον με εμπειρία, κάποιον που να ξέρει να επιβάλλει πειθαρχία, κάποιον σαν τον Χούβερ”. Αυτός φυσικά θα ήταν ο Μαρκ Φελτ. Υπάρχει και η παράμετρος που μέσα στη γενική αντίληψη «το καλό μπορεί να νικήσει» αγνοείται. Ο δημοσιογράφος μπορεί να γίνει «εργαλείο» της πηγής, κάτι που φάνηκε αργότερα, όταν οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιήθηκαν με πολύ παρόμοιο τρόπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Από το Γουοτεργκέιτ στα WikiLeaks
Ίσως όχι τυχαία, ο θρύλος του «Βαθιού Λαρυγγιού» άρχισε να σβήνει την ίδια περίπου στιγμή που τα WikiLeaks έσκαγαν σαν ατομική βόμβα. Το δημιούργημα του Τζούλιαν Ασάντζ δημοσίευσε τα τελευταία χρόνια περισσότερα απόρρητα έγγραφα από όλα τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου μαζί και σήμερα, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αυτοχαρακτηρίζεται ως ένας δημοσιογραφικός οργανισμός με στόχο την καταπολέμηση των καταχρήσεων εξουσίας. Και ενώ ο Μπομπ Γούντγουορντ επιμένει, λέγοντας ότι «δεν μπορείς να βρεις το Βαθύ Λαρύγγι στο Facebook», η διάδοση των ψηφιακών μέσων επέφερε δίχως αμφιβολία ένα ακόμη χτύπημα στην ρομαντική εικόνα της δημοσιογραφίας που μας κληρονόμησε το Γουοτεργκέιτ. Υπάρχει άραγε ακόμη χώρος για το είδος της ερευνητικής δημοσιογραφίας με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές επίδοξων ρεπόρτερ;