Η μεγαλειώδης συγκέντρωση στη Χιμάρα υπέρ του Φρέντι Μπελέρη και κατά των αυταρχικών πρακτικών και μεθοδεύσεων του Έντι Ράμα, οι οποίες κρατούν άδικα, παράνομα και καταχρηστικά φυλακισμένο τον εκλεγμένο δήμαρχο για πάνω από 50 ημέρες, προκάλεσαν ως φαίνεται την οργή του Αλβανού Πρωθυπουργού, ο οποίος με μια ανάρτηση-πάπυρο, δηλώνει «άφωνος» και κάνει λόγο για «σουρεαλιστική εμφάνιση της παρέμβασης της ελληνικής πλευράς σε ένα ζήτημα της αλβανικής δικαιοσύνης».
Ο Ράμα αναφέρει μεταξύ άλλων πως δεν θυμάται άλλη περίπτωση όπου «οι αιρετοί ενός δημοκρατικού πολιτεύματος οργανώνουν διαμαρτυρία σε άλλο δημοκρατικό πολίτευμα, ενάντια στις αρχές αυτού του κράτους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όπου εμφανίζονται ως διαμαρτυρόμενοι κατά των αποφάσεων των αντίστοιχων δικαστηρίων του κράτους στο οποίο διαμαρτύρονται, απολυτοποιώντας την εθνοτική ένταξη του υποκειμένου της διαμαρτυρίας σε κάθε νομικό κανόνα, νομικό πρότυπο και δημοκρατική λογική. Αυτή είναι μια από εκείνες τις τυπικές καταστάσεις, για την έκφραση “Είμαι άφωνος!” είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό και θα ήθελες να σταματήσεις εκεί».
Μάλιστα, ο Αλβανός Πρωθυπουργός προσπάθησε να δικαιολογήσει τη σύλληψη του Φρέντι Μπελέρη υπονοώντας και εννοώντας ότι ζητείται ειδική μεταχείριση για εκείνον και για μία ακόμη φορά εξανέστη επειδή θίχτηκε η αλβανική δικαιοσύνη:
«Αλλά ποιος και πώς μπορεί σήμερα να απελευθερώσει από τη φυλακή έναν Αλβανό υπήκοο ελληνικής υπηκοότητας, ο οποίος ως υποψήφιος δήμαρχος κατηγορείται από την Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος ότι διέπραξε το αδίκημα της εξαγοράς ψήφων -για το οποίο ο Ποινικός κώδικας της Αλβανίας είναι σαφής και δραστικός – ενώ σύμφωνα με την αμετάβλητη απόφαση στα τρία στάδια της δίκης, θα πρέπει να κρατηθεί μέχρι το τέλος της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του;! Η ελληνική υπηκοότητα δίνει στον Αλβανό πολίτη που κατηγορείται από την SPAK και κρατείται υπό προφυλάκιση από τα δικαστήρια της χώρας, διαφορετικό καθεστώς από άλλους 48 Αλβανούς πολίτες με αλβανική υπηκοότητα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων δημάρχων του κόμματός μου, που σήμερα κρατούνται με τις κατηγορίες του ίδιου σώματος; με πανομοιότυπες αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων;!»
Έκανε λόγο για «πολιτικοποίηση ενός ζητήματος της αλβανικής δικαιοσύνης», ξεχνώντας ότι η κυβέρνησή του πολιτικοποιεί οτιδήποτε σχετίζεται με την Ελληνική Εθνική Μειονότητα και σχολίασε ότι η διαμαρτυρία «από εκλεγμένες αρχές στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των δημάρχων των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, θα μπορούσε να γίνει το σενάριο μιας σαρκαστικής ταινίας για τις διακρατικές σχέσεις μεταξύ Βαλκανίων αντάξιες του παλιού στερεότυπου των συγκρούσεων «ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ!», αλλά όχι η δημοκρατική πραγματικότητα της ευρωπαϊκής γειτονιάς, μεταξύ ενός κράτους μέλους της ΕΕ και μιας χώρας που διαπραγματεύεται επί του παρόντος την ένταξη στην ΕΕ».
Με θράσος προειδοποίησε ότι η στήριξη της Ελλάδας προς τον Φρέντι Μπελέρη «μπορεί να επιφέρει την οπισθοδρομική συνέπεια της αναζωπύρωσης της σημαίας του εθνικισμού και των αμοιβαίων αρνητικών συναισθημάτων» και με σαφώς ειρωνικό τόνο απευθύνθηκε στους «Έλληνες φίλους που ήρθαν στη Χειμάρρα εν μέσω διακοπών και έδωσαν το μοναδικό τους σόου σε τουρίστες από όλη την Ευρώπη, που φέτος έχουν αποβιβαστεί περισσότεροι από ποτέ στις αλβανικές ακτές, λέω ότι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στην Αλβανία. Και να διαμαρτυρηθούν αν θέλουν!»
Κλείνοντας την ανάρτησή του, ο Έντι Ράμα χαρακτήρισε τους Έλληνες… αδέρφια και χρησιμοποίησε την κλασική ιταλική έκφραση:
«Επειδή είστε τα αδέρφια μας, με τα οποία το μέλλον μας ενώνει άρρηκτα, ως δύο ευρωπαϊκοί λαοί που τους χωρίζει η γλώσσα, αλλά που αγαπιούνται, είμαστε όπως λέγεται στη διάσημη ιταλική ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε, ‘μια φάτσα, μια ράτσα’»