Παρά τις εξαγγελίες για μετατροπή του Brain Drain σε Brain Gain, τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου ΕΝΑ, μαρτυρούν ότι -μεταξύ 2010 και 2022- συνολικά 1.079.992 άτομα σε ηλικία εργασίας εγκατέλειψαν τη χώρα, εκ των οποίων σχεδόν το 60% ανήκε στην πιο παραγωγική ηλικιακή ομάδα 25-44 ετών. Πως επηρεάζει αυτό το αποκαρδιωτικό στατιστικό τη νομική κοινότητα;
Το NB Daily συνομίλησε με τέσσερις δικηγόρους/νομικούς συμβούλους, σε διαφορετικούς τομείς ενασχόλησης και θέσεις εργασίας, για την απόφασή τους να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Με κοινό σημείο όλων την πρότερη εργασιακή εμπειρία στην Ελλάδα, οι νέοι/ες επιστήμονες αναλύουν τους λόγους που τους/τις ώθησαν να φύγουν από τη χώρα, τις διαφορές που παρατηρούν αναφορικά με τις εργασιακές συνθήκες του εξωτερικού σε σύγκριση με την Ελλάδα και, φυσικά, το ενδεχόμενο της επιστροφής.
Κωνσταντίνος Φίστας, Δικηγόρος στην εταιρία Elvinger Hoss Prussen
Ο Κωνσταντίνος, ως απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και κάτοχος μεταπτυχιακού στο διεθνές εταιρικό και χρηματοοικονομικό δίκαιο στο UCL, στο Λονδίνο, μας περιγράφει την εμπειρία του. Μετά την ολοκλήρωση της πρακτικής του άσκησης στη Θεσσαλονίκη και την έγγραφή του στον Δικηγορικό Σύλλογο της πόλης, πήρε τη μεγάλη απόφαση ακριβώς πριν από δύο χρόνια: να μετακομίσει στο Λουξεμβούργο, όπου και εργάζεται έως σήμερα ως δικηγόρος στην εταιρία Elvinger Hoss Prussen, στον τομέα του εταιρικού, τραπεζικού και χρηματοοικονομικού δικαίου.
Ερωτώμενος για το τι τον ώθησε να προχωρήσει στην κίνηση αυτή, απαντά ότι τόσο oι σπουδές στο Λονδίνο όσο και οι συνθήκες εργασίας στον δικηγορικό τομέα -γενικότερα η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα- και η προοπτική ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος στο κέντρο της Ευρώπης, έπαιξαν εξίσου το ρόλο τους. «Ερχόμενος σε επαφή με το διεθνές εταιρικό και τραπεζικό δίκαιο και προσκρούοντας κατόπιν στην πραγματικότητα της ελληνικής δικηγορίας, συγκρίνοντας μάλιστα την τελευταία με τα βιώματα συναδέλφων του εξωτερικού, είναι εύκολο να μπει κανείς στον πειρασμό να αναζητήσει επαγγελματικές ευκαιρίες εκτός των ελληνικών συνόρων», σημειώνει.
Ως προς τις βασικές διαφορές του επαγγέλματος του δικηγόρου στο εξωτερικό, σε σχέση με την εμπειρία του στην Ελλάδα, χαρακτηρίζει την εργασία στο Λουξεμβούργο περισσότερο γραφειακή, παρά “μάχιμη δικηγορία”, με ό,τι πλεονέκτημα και μειονέκτημα αυτό ενέχει, ενώ παράλληλα σημειώνει ότι η δικηγορική ύλη είναι πιο συγκεκριμένη και όλοι οι δικηγόροι εξειδικεύονται σε συγκεκριμένους τομείς.
«Οι συνθήκες εργασίας και απολαβών είναι αισθητά διαφορετικές – θυμάμαι χαρακτηριστικά την έκπληξη συναδέλφων του εξωτερικού, ακούγοντας ότι ένας νέος δικηγόρος Θεσσαλονίκης αμείβεται στην καλή περίπτωση ελάχιστα άνω του κατώτατου μισθού, με υποχρέωση να καλύπτει εξ’αυτού τις ασφαλιστικές εισφορές του».
«Αναφορικά με το ωράριο τυχαίνει ανά περιόδους να είναι πιο πιεστικό, ιδίως όταν συνεργαζόμαστε με δικηγόρους ή εταιρίες που εργάζονται σε διαφορετική ζώνη ώρας, αλλά είναι αυτονόητο ότι τυχόν επιπλέον φόρτος εργασίας αμείβεται στις περισσότερες εταιρίες μέσω bonus».
Συζητώντας για την πιθανότητα της επιστροφής του στην Ελλάδα στο εγγύς μέλλον, αποκρίνεται προβληματισμένος ότι δεν μπορεί να απαντήσει με ευκολία. «Θεωρώ πως αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, αν εξαιρέσεις ελάχιστες περιπτώσεις στην Αθήνα και ακόμα λιγότερες στη Θεσσαλονίκη, είναι πολύ δύσκολο για έναν νέο δικηγόρο (χωρίς δικό του γραφείο ή που έχει προσφάτως ανοίξει γραφείο) να νιώθει ικανοποιημένος -αν όχι και απλώς ασφαλής- με την επαγγελματική του κατάσταση». «Αν λοιπόν εκλείψει αυτή η ανασφάλεια, αν γίνουν γενναία βήματα προς την αντιμετώπιση των χαμηλών απολαβών, του κορεσμού του επαγγέλματος, του μη συμβαδίσματος με την τεχνολογική ανάπτυξη, της έλλειψης θεσμοθετήσεων που να διασφαλίζουν τους δικηγόρους – και δη τους νέους, τότε ποιος δε θα σκεφτόταν την επιστροφή;», καταλήγει.
Κλεοπάτρα-Ειρήνη Ζερδέ, Υπάλληλος νομικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (μονάδα για τις Ανανεώσιμες πήγες και ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος)
Η Κλεοπάτρα-Ειρήνη, αφού αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, παράλληλα με το δευτερεύον πτυχίο (Minor degree) στις Περιβαλλοντικές Σπουδές από το Deree, άρχισε να εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος στο τμήμα Δικαστηρίων μεγάλης δικηγορικής εταιρείας. Το 2019, έλαβε την απόφαση να φύγει στην Ολλανδία, με αφορμή μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, στο Πανεπιστήμιο του Groningen. «Εκείνη την περίοδο προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ στο έπακρο τις ευκαιρίες που μπορούσε να μου παράσχει το πανεπιστήμιο, σχετικά με πρακτικές και ερευνητικά προγράμματα, μέχρι το Μάρτιο του 2020, όπου αναγκαστικά επέστρεψα στην Ελλάδα λόγω της πανδημίας. Στη συνέχεια εργάστηκα ως εξωτερικός συνεργάτης στη νομική υπηρεσία και στην υπηρεσία για ρυθμιστικά θέματα ενέργειας της ΔΕΗ».
«Ένα χρόνο και αργότερα, όταν έγινα δεκτή στην πρακτική Bluebook της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφάσισα ότι ήταν η πιο σωστή στιγμή για μένα -προσωπικά και επαγγελματικά- να αδράξω αυτή την ευκαιρία», αναφέρει. Πλέον εργάζεται ως υπάλληλος νομικών υπηρεσιών (legal officer) στη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη μονάδα για τις Ανανεώσιμες Πηγές και ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος. «Παρόλου που ήδη εργαζόμουν πάνω στο αντικείμενό μου και σε μια σημαντική εταιρία της ενεργειακής αγοράς, έκρινα πως ήταν σημαντικό για μένα να αποκτήσω την εμπειρία εργασίας σε ένα δημόσιο οργανισμό και μάλιστα με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, θεωρώντας ότι τα διαφορετικά βιώματα θα με βοηθούσαν να αποφασίσω τι μου αρέσει και μου ταιριάζει καλύτερα».
Στη συζήτηση μας σχετικά με τις βασικότερες διαφορές που εντοπίζει στις εργασιακές συνθήκες του εξωτερικού, σε σχέση με την πρότερη εμπειρία της στην Ελλάδα, αναφέρει την εργασιακή κουλτούρα και τις μισθολογικές απολαβές. «Χωρίς να παραγνωρίζω το γεγονός ότι η θέση και ο εργοδότης μου τώρα είναι εντελώς διαφορετικοί από τις προηγούμενες εμπειρίες μου στην Ελλάδα, έχω παρατηρήσει μεγάλες διαφορές στην εργασιακή νοοτροπία και κυρίως σχετικά με το ωράριο εργασίας».
«Φυσικά, θα υπάρξουν στιγμές, όπου ο φόρτος εργασίας θα απαιτεί να εργαστείς επιπλέον ώρες από το τυπικό οχτάωρο, αλλά αυτό δεν αξιώνεται από εσένα, δεν θεωρείται υποχρέωσή σου, ενώ, όποτε συμβαίνει αυτό, δεν θεωρείται ως μια συνηθισμένη κατάσταση, αλλά η εξαίρεση, η οποία καταγράφεται διεξοδικά και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο των ωρών εργασίας».
Παράλληλα, προσθέτει στις θετικές πτυχές την απουσία εμμονής με αυστηρά ωράρια εργασίας. «Υπάρχει προφανώς ένας βασικός κορμός ωρών εργασίας, αλλά σε γενικές γραμμές οι εργαζόμενοι έχουν ευελιξία όσον αφορά το ωράριό τους, ώστε να έχουν χρόνο για άλλες προσωπικές υποχρεώσεις (π.χ. παιδιά, ραντεβού με γιατρό κ.λπ.)», σημειώνει. «Τέλος, και παρά τη διαφορά του κόστους διαβίωσης, πιστεύω ότι οι αποδοχές είναι σαφώς υψηλότερες ακόμη και για θέσεις αρχικού επιπέδου».
Ρωτώντας την εάν αποκλείει το ενδεχόμενο επιστροφής στον εργασιακό βίο της Ελλάδας, αναφέρει: «Αυτή είναι μια ερώτηση με πολυπαραγοντική απάντηση: Δεδομένου ότι ο κύριος λόγος που παραμένω στο εξωτερικό είναι το είδος της εργασίας, και εφόσον δεν υπάρχει παρόμοια θέση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, η αρχική μου απάντηση πρέπει να είναι αρνητική». «Ωστόσο, πιστεύω ότι αυτό που χρειάζεται η ελληνική αγορά εργασίας για να προσελκύσει ακαδημαϊκούς και επαγγελματίες πίσω, είναι μια αλλαγή της γενικότερης εργασιακής νοοτροπίας. Θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους για τον χειρισμό των αρμοδιοτήτων τους και περισσότερος σεβασμός στην ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, η οποία -κατά τη γνώμη μου- στο τέλος αποδίδει περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα», τονίζει. «Επίσης, περισσότερες προσλήψεις και καλύτερες απολαβές θα συμβάλλουν σε καλύτερη ψυχολογία εργαζομένων, λιγότερη καταπόνησή τους, και έτσι ίσως πάψουν οι Έλληνες να είναι πρωταθλητές στην υπερεργασία».
Χρύσα Μελά, Senior Legal and Policy Officer στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Fair Trials Europe
Η Χρύσα ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες ως Senior Legal and Policy Officer στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Fair Trials Europe, ενός παρατηρητηρίου της ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο επικεντρώνεται στη βελτίωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα μέσα. Πριν από αυτό, είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και εργάστηκε σε οργανισμούς στον τομέα της προσφυγικής προστασίας, ολοκληρώνοντας παράλληλα την άσκησή της. Στη συνέχεια, πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, έχοντας αρχίσει ήδη να χτίζει ένα διεθνές επαγγελματικό προφίλ μέσα από μία πρακτική στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και ένα fellowship στις ΗΠΑ.
Όταν τη ρώτησα τι την ώθησε να φύγει στο εξωτερικό, απάντησε ότι αφορμή στάθηκαν οι μεταπτυχιακές σπουδές στην Ολλανδία, αφήνοντας τότε ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιστροφής στην Ελλάδα. «Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου και της άσκησής μου, αναζητώντας την καλύτερη επαγγελματική επιλογή για μένα, που θα συνδύαζε ενδιαφέρον περιεχόμενο ύλης, πληθώρα ερεθισμάτων και ευκαιριών εξέλιξης, υγιές εργασιακό περιβάλλον και, τέλος, ικανοποιητική αμοιβή, οι Βρυξέλλες αποτέλεσαν την καλύτερη επιλογή για μένα», εξηγεί.
«Το 2023, όταν κλήθηκα να αξιολογήσω τις επιλογές μου και να αποφασίσω τον τόπο εργασίας μου, διαπίστωσα ότι τουλάχιστον στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το πεδίο εύρεσης εργασίας είναι πολύ περιορισμένο στην Ελλάδα. Ο τομέας δραστηριοποίησης δεν είναι ευρύς, καθότι οι περισσότερες θέσεις αφορούν τον κλάδο της προσφυγικής προστασίας, χαρακτηρίζονται από μεγάλη επισφάλεια και τέλος οι προσφερόμενες αμοιβές για έναν νέο επαγγελματία δεν επαρκούν για την κάλυψη των μηνιαίων εξόδων», σημειώνει. «Αν και το πολυπολιτισμικό περιβάλλον προσθέτει στην προσωπική εξέλιξη, τολμώ να πω ότι για εμένα δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας. Ακόμα και αν είχα βρει την ίδια δουλειά στην Αθήνα, με πολύ μικρότερη αμοιβή, και με μία μόνιμη σύμβαση -όπως έχω τώρα- θα την είχα διαλέξει».
Ερωτώμενη για το τι σημαίνει για αυτήν εργασία στο εξωτερικό απαντάει αυτονομία, με όλες τις προεκτάσεις της.
«Ως νέος επαγγελματίας αντιμετωπίζεσαι ακριβώς ως αντάξιο μέλος της ομάδας, ενώ λαμβάνεται ως δεδομένο ότι έχεις τη δυνατότητα να αναλαμβάνεις αυτόνομες υποχρεώσεις και ευθύνες».
«Η προσέγγιση της ίδιας της εργασίας είναι πιο μοντέρνα και αποτελεσματο-κεντρική. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αρκετή ευελιξία για εξ αποστάσεως εργασία και ότι δεν υπάρχει έλεγχος σε τυπικότητες και παραδοσιακά νοούμενες εργασιακές νόρμες, όπως ωράριο, εφόσον η δουλειά βγαίνει και είναι ποιοτική», αναλύει. «Τέλος, κάτω από την ομπρέλα της αυτονομίας βάζω και το ζήτημα της αμοιβής που είναι σαφέστατα καλύτερη και σου προσφέρει την δυνατότητα να μην ενδιαφέρεσαι μόνο για την επιβίωση σου, αλλά να κάνεις και άλλα πράγματα». Σε επίπεδο ύλης αναφέρει ότι η βεντάλια των επιλογών είναι πιο ανοιχτή, χωρίς να επικρατεί μόνο το τρίπτυχο επιλογών δικηγόρος-δικαστής- συμβολαιογράφος. «Υπάρχουν νομικές θέσεις που συνδυάζουν τα νομικά μαζί με το policy, το project management και προσφέροντας τη δυνατότητα της εργασίας ως νομικός εν γένει και όχι ως δικηγόρος αυστηρά», εξηγεί.
Καταλήγοντας στην κρίσιμη ερώτηση της επιστροφής, απαντάει θετικά, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι το βασικό κίνητρο θα σχετιζόταν με προσωπικούς και κοινωνικούς λόγους, με το επαγγελματικό να ακολουθεί. «Μια αναθεωρημένη νόηση του τι σημαίνει επαγγελματισμός που θα βασίζεται σε ισότιμες, οριοθετημένες σχέσεις που ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες της πραγματικότητας: φιλικές πολιτικές προς την online/ εξ αποστάσεως εργασία, η ανάγκη χρηματοδότησης ευρύτερων πρωτοβουλιών στον τομέα της δικαιοσύνης, με προσφορά επιλογών που αφορούν μια πιο ευρεία συστημική και δικαιοπρακτική πλευρά της δικηγορίας, και τέλος αμοιβές που επιτρέπουν αυτόνομη και αξιοπρεπή διαβίωση στους νέους επαγγελματίες του κλάδου. Έχω βρεθεί σε νομικές θέσεις στην Ελλάδα όπου υπήρχε άριστο κλίμα και με χαρά θα ξαναγυρνούσα».
Παρασκευή Λιαπή, νομική γραμματέας στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Παρασκευή ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές της στη Νομική Θεσσαλονίκης το 2015 και στην συνέχεια διενήργησε την πρακτική άσκηση της σε δικηγορικό γραφείο στην ίδια πόλη. Τον Σεπτέμβριο του 2017 αποφάσισε να μετακομίσει στο Λουξεμβούργο, με αφορμή το πρόγραμμα των μεταπτυχιακών σπουδών στο Ευρωπαϊκό Ιδιωτικό Δίκαιο. Μέσω αυτού του ακαδημαϊκού βήματος, κατάφερε να πραγματοποιήσει την πρακτική της στο ΔΕΕ και να εργαστεί στις ομάδες διάφορων δικαστών. Από το 2020 εργάζεται ως νομική γραμματέας (assistante juriste) στο Γενικό Δικαστήριο (Tribunal de l’UE).
Στην ερώτηση ως προς τους λόγους που την ώθησαν να λάβει την απόφαση να μετακομίσει στο Λουξεμβούργο, υπογραμμίζει ότι στη δική της περίπτωση ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων. «Μετά την πρακτική άσκηση, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα ήθελα να ασχοληθώ με τη μάχιμη δικηγορία, η οικονομική κρίση ήταν ακόμα αρκετά έντονη (για παράδειγμα, στην πρακτική μου δεν είχα αμοιβή σε μηνιαία βάση). Έχοντας την αδερφή μου στο εξωτερικό, αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερο -έστω για το μεταπτυχιακό μου- να κάνω αυτό το βήμα. Έγινα δεκτή στο πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου για μεταπτυχιακές σπουδές και ήμουν αρκετά τυχερή, ώστε να βρω αυτό που μου ταίριαζε επαγγελματικά, αμέσως μετά την αποφοίτηση μου».
Ποιές βασικές διαφορές εντοπίζει ανάμεσα στην εργασία στο εξωτερικό και την Ελλάδα; Η ίδια σχολιάζει : «Μιλώντας για τη δική μου θέση εργασίας, σίγουρα υπάρχει μεγάλη μισθολογική διαφορά, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και ότι το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο είναι πολύ πιο ακριβό».
«Είναι διαφορετικές οι συνθήκες εργασίας γενικότερα: υπάρχει σεβασμός τόσο προς την δουλειά σου όσο και προς το πρόσωπό σου, οι υπερωρίες είναι σπάνιες, η τηλεργασία είναι διαδεδομένη (ανάλογα και με τον φόρτο εργασίας) και η ανέλιξη είναι σταθερή, ανάλογα και με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες του ατόμου»
«Επίσης παρέχονται, στο πλαίσιο της εργασίας, δυνατότητες επιπλέον επιμόρφωσης, όπως εκμάθηση ξένων γλωσσών ή σεμινάρια. Το αντικείμενο αφορά πολλούς διαφορετικούς τομείς του δικαίου και βρισκόμαστε σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον».
Συζητώντας για το ενδεχόμενο της επιστροφής στην χώρα, επισημαίνει ότι σε αυτή τη φάση και με αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να απαντήσει αρνητικά. «Σε καμία περίπτωση η ζωή στο εξωτερικό δεν έχει μόνο θετικό πρόσημο, πρόκειται πάντα για μια στάθμιση ανάμεσα στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, και μια αλλαγή δεδομένων μπορεί να καθορίσει την όποια απόφαση», υπογραμμίζει. «Αναμφίβολα όλοι οι παράγοντες που ανέφερα προηγουμένως σχετικά με τις διαφορές στον επαγγελματικό τομέα είναι ένας από τους βασικότερους λόγους που με κάνουν να επιλέγω το Λουξεμβούργο. Αλλά σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί τόσο το άγχος και η πίεση που βλέπω να έχουν φίλοι μου νομικοί στην Ελλάδα, όσο και η γενικότερη ποιότητα ζωής που προσφέρει μια χώρα σαν το Λουξεμβούργο – από την οργάνωση σε δημόσιους φορείς μέχρι το σύστημα υγείας και τα δωρεάν μέσα μεταφοράς».