
Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ορισμένους θετικούς μακροοικονομικούς δείκτες, όμως η καθημερινότητα των πολιτών αφηγείται μια τελείως διαφορετική ιστορία. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύουν η Eurostat και ο ΟΟΣΑ αναδεικνύουν μια βαθιά κοινωνικοοικονομική κρίση, η οποία δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στους αριθμούς, αλλά κυρίως στην πραγματική ζωή των Ελλήνων. Η «ανάπτυξη» φαίνεται να μην αγγίζει τα νοικοκυριά, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με την ακρίβεια, την ανισότητα και μια συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Σύμφωνα με την Eurostat, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Παρά τη μείωση της ανεργίας, η εργασία δεν εξασφαλίζει σταθερό και αξιοπρεπές εισόδημα, οδηγώντας πολλούς εργαζόμενους σε αυτό που διεθνώς αποκαλείται «εργαζόμενη φτώχεια». Χιλιάδες πολίτες έχουν σταθερή απασχόληση, αλλά τα εισοδήματά τους είναι τόσο χαμηλά που δεν μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες ή να αντιμετωπίσουν έκτακτες δαπάνες.
Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή όταν εξετάσουμε την υλική και κοινωνική στέρηση, έναν δείκτη που καταγράφει την αδυναμία κάλυψης αναγκαίων ειδών και υπηρεσιών. Πολλά ελληνικά νοικοκυριά δηλώνουν ότι δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους τον χειμώνα, να ανανεώσουν βασικό οικιακό εξοπλισμό, να βγουν για διασκέδαση ούτε μία φορά τον μήνα ή να αντιμετωπίσουν οικονομικά μια μικρή ασθένεια. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν πως η κρίση που βιώνει η χώρα δεν είναι μόνο εισοδηματική, αλλά βαθιά κοινωνική.
Ταυτόχρονα, ο ΟΟΣΑ καταγράφει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς στους χώρους που παρακολουθεί ο οργανισμός. Παρά τις αλλαγές στην αγορά εργασίας και τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, οι πραγματικές αποδοχές παραμένουν καθηλωμένες, ενώ η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται λόγω της παρατεταμένης ακρίβειας. Η θεαματική αύξηση του κόστους στέγασης – είτε πρόκειται για ενοίκια είτε για λειτουργικά έξοδα κατοικίας – επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Η σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτυπώνει τη δυσμενή θέση της χώρας: οι Έλληνες εργάζονται πολλές ώρες, αλλά αμείβονται λιγότερο και καταναλώνουν ακριβότερα. Η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες αύξησης μισθών, ενώ το φορολογικό βάρος της εργασίας εξακολουθεί να είναι υψηλό, αφήνοντας λιγότερο καθαρό εισόδημα στο τέλος κάθε μήνα.
Παράλληλα, οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον κίνδυνο φτώχειας ανά ηλικιακή ομάδα δείχνουν ότι οι νέοι, οι οικογένειες με παιδιά και οι εργαζόμενοι επισφαλούς απασχόλησης πλήττονται δυσανάλογα. Δεν πρόκειται για μια «φυσική» συνέπεια της κρίσης, αλλά για το αποτέλεσμα πολιτικών που επί χρόνια δεν κατόρθωσαν να προστατεύσουν τα ευάλωτα στρώματα ούτε να δημιουργήσουν ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφάλειας.
Τα στοιχεία της Eurostat και του ΟΟΣΑ σκιαγραφούν μια Ελλάδα που κινείται σε διαφορετικές ταχύτητες: μια οικονομία που στα χαρτιά αναπτύσσεται, αλλά μια κοινωνία που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην αβεβαιότητα. Η οικονομική εξαθλίωση δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά μια καθημερινή πραγματικότητα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού – και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια.






