Πολλοί πίστεψαν το όχι και τόσο μακρινό 2015, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα θα παγίωνε την κυβερνητική της παρουσία έστω και με μια ερμαφρόδιτη πολιτική και ιδεολογική μορφή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που μέχρι και το 2009 κινούνταν στα όρια της κοινοβουλευτικής επιβίωσης, έλαβε σημαντικό ποσοστό 36,3%, σχηματίζοντας κυβέρνηση με τους ακραίους «Ανεξάρτητους Έλληνες». Ήταν η πρώτη φορά που ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη αναλάμβανε την εξουσία μέσα στη δίνη της κρίσης χρέους, με υποσχέσεις για κατάργηση των μνημονίων και αποκατάσταση της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας.
Δέκα χρόνια μετά, το ίδιο κόμμα βρίσκεται σταθερά καθηλωμένο στο 4-5% των δημοσκοπήσεων και έχει υποστεί αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες. Ο άλλοτε χαρισματικός ηγέτης του, Αλέξης Τσίπρας, έχει αποσυρθεί από την πολιτική ηγεσία, ενώ το κόμμα βρίσκεται σε εσωτερική διάλυση, με συνεχείς αποχωρήσεις στελεχών, διασπάσεις και πλήρη σύγχυση ταυτότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οικοδόμησε την εκλογική του άνοδο πάνω στο κύμα της κοινωνικής αγανάκτησης απέναντι στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας. Επένδυσε στην αγωνία των πολιτών που είδαν τα εισοδήματά τους να καταρρέουν και τις δουλειές τους να χάνονται με τα μνημονιακά προγράμματα.
Ωστόσο, η ρητορική της πλήρους κατάργησης των μνημονίων «με έναν νόμο και ένα άρθρο» αποδείχθηκε όχι απλώς ανέφικτη, αλλά και επικίνδυνα παραπλανητική. Η αριστερή κυβέρνηση βρέθηκε παγιδευμένη στις ίδιες διεθνείς και εσωτερικές δεσμεύσεις που είχαν οδηγήσει και τις προηγούμενες κυβερνήσεις σε μέτρα λιτότητας. Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2015, μόλις έξι μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, αποτέλεσε την πιο ηχηρή διάψευση των προσδοκιών.
Το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όπου ο λαός είπε ένα ηχηρό «όχι» στη συμφωνία των δανειστών, μετατράπηκε εν μία νυκτί σε «ναι» από την κυβέρνηση. Ήταν η στιγμή που κλονίστηκε βαθιά η εμπιστοσύνη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι τόσο για την υπογραφή του μνημονίου – πολλοί πολίτες ίσως είχαν συνειδητοποιήσει πως ήταν αναπόφευκτο – αλλά για την πρωτοφανή στα χρονικά πολιτική κωλοτούμπα χωρίς ίχνος αναγνώρισης του λάθους.
Από το 2015 μέχρι το 2019, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διολίσθησε σταδιακά σε μια μορφή άσκησης εξουσίας που ελάχιστα διέφερε από τις πρακτικές που κατήγγειλε. Ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύθηκε με την ίδια λογική πελατειακών σχέσεων, κομματικών διορισμών, και προσπάθειας ελέγχου της ενημέρωσης, ενώ επένδυσε συστηματικά στον διχασμό της κοινωνίας με όρους «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», «προδότες – πατριώτες», «καθεστωτικοί – αντισυστημικοί».
Η συμφωνία των Πρεσπών, αν και ιστορική για την επίλυση του Μακεδονικού, αντιμετωπίστηκε επικοινωνιακά με όρους συγκρουσιακούς και όχι εθνικής συνεννόησης. Η αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης, οι παρεμβάσεις στα ΜΜΕ, η αδυναμία αντιμετώπισης σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων , δημιούργησαν την εικόνα ενός κόμματος που δεν θέλει να κυβερνήσει με θεσμικούς όρους, αλλά να ελέγξει απολύτως τους μηχανισμούς του κράτους.
Η Αριστερά έμοιαζε πλέον να έχει ξεχάσει τις αρχές της: τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την ανεξαρτησία των θεσμών, την πολιτική εντιμότητα.
Η εκλογική ήττα του Ιουλίου 2019, δεν λειτούργησε ως αφορμή για εσωτερική ανασκόπηση και αυτοκριτική . Αντίθετα, το κόμμα επανήλθε στον ρόλο της αντιπολίτευσης χωρίς σαφές αφήγημα, και ιδεολογικό στίγμα και χωρίς ποτέ να αναλύσει σοβαρά γιατί έχασε την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος. Αντίθετα περιορίστηκε σε ένα κείμενο που συνέταξε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης .
Οι προσπάθειες για στροφή προς τη λεγόμενη «κεντροαριστερά», με άνοιγμα σε πρόσωπα του παλιού «ορθόδοξου» ΠΑΣΟΚ, περισσότερο μπέρδεψαν την πολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ παρά την ενίσχυσαν. Η πολιτική πρόταση παρέμεινε γενικόλογη, άτονη, χωρίς όραμα και κυρίως χωρίς πίστη στο ίδιο το αφήγημα του κόμματος. Η παντελής απουσία αυτοκριτικής αποξένωσε ακόμη περισσότερο τους πρώην ψηφοφόρους.
Οι εκλογές του 2023 αποτέλεσαν το επιστέγασμα της φθίνουσας πορείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη εκλογικό Βατερλό, χάνοντας σχεδόν το 60% της εκλογικής του δύναμης από το 2015. Οι απώλειες ήταν ιδιαίτερα έντονες στα λαϊκά στρώματα και στη νεολαία – τις κοινωνικές ομάδες που άλλοτε στήριξαν με θέρμη την «πρώτη φορά Αριστερά».
Ακολούθησε η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα και η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη. Η επιλογή ενός εξωπολιτικού προσώπου, με ασαφές ιδεολογικό στίγμα και lifestyle προφίλ ήρθε να επισφραγίσει τη σύγχυση. Αντί για ανανέωση, προκάλεσε νέα εσωστρέφεια, αποχωρήσεις ιστορικών στελεχών και εκ νέου διάσπαση, με τη δημιουργία της Νέας Αριστεράς.
Το πιο οδυνηρό ίσως στοιχείο αυτής της δεκαετίας δεν είναι η ήττα – η πολιτική φθορά είναι αναπόφευκτη για κάθε κόμμα εξουσίας. Είναι η απώλεια μιας μοναδικής ιστορικής ευκαιρίας για την Αριστερά να ασκήσει προοδευτική διακυβέρνηση με ρεαλισμό, συνέπεια και θεσμική σοβαρότητα. Να δείξει ότι μπορεί να κυβερνήσει διαφορετικά, δίχως εκδίκηση, δίχως εξαρτήσεις, δίχως διχασμό.
Αντί γι’ αυτό, επέλεξε τον δρόμο της εύκολης ρητορικής, της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, των κομματικών μηχανισμών και της επικοινωνιακής διαχείρισης.
Το πρόσωπο που θεωρείται κομβικό για την σημερινή εικόνα του κόμματος , ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει αποφασίσει να παρακολουθεί από απόσταση όλες τις εσωκομματικές διεργασίες, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη στάση που κράτησε σε όλες τις προηγούμενες συνεδριάσεις των οργάνων του κόμματος.
Οι πληροφορίες λένε ότι θα βρεθεί στο Συνέδριο για να παρακολουθήσει μόνο την ομιλία του προέδρου του κόμματος, Σωκράτη Φάμελλου, αλλά δεν θα μιλήσει. Δυο μέρες νωρίτερα θα έχει μιλήσει στη 2η Διεθνή Διάσκεψη του Ινστιτούτου του όπου αυτή τη φορά δεν θα υπάρχουν πρόσωπα από την πολιτική τάξη της Ελλάδας , αλλά κυρίως προσωπικότητες από το εξωτερικό.