Της Μαρίας Παππά*
Τα πολύ σημαντικά ζητήματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη καθώς ανάγονταν στις εξελίξεις του πολέμου της Ουκρανίας και στις οικονομικές επιπτώσεις δεν επέτρεψαν να δοθεί η δέουσα προσοχή σε μια από τις τελευταίες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την στέρηση της σύνταξης από εργαζόμενο λόγω ποινικής του καταδίκης.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ Ολ.996/2022 απόφαση, συζητήθηκε αίτηση του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία ζητήθηκε να αναιρεθεί απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεσή του κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος απασχολήθηκε στη Δ.Ε.Η. και ασφαλίστηκε στον οικείο φορέα με συνολικό χρόνο ασφάλισης 21 έτη, 10 μήνες και 19 ημέρες. Απασχολήθηκε δηλαδή στην ως άνω δημόσια επιχείρηση από 01.10.1969 έως 01.11.1991, οπότε και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης λόγω υπεξαίρεσης που διέπραξε σε βάρος της Δ.Ε.Η. Για το αδίκημα δε αυτό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Μετά την καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ο ενδιαφερόμενος κατέθεσε αίτηση ζητώντας να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος. Η κατατεθείσα αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος δεν έχει συμπληρώσει το απαιτούμενο από τις διατάξεις όριο ηλικίας (65ο έτος).
Στην πορεία ο φάκελος διαβιβάσθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, στον Οργανισμό Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η.), ως προηγούμενο ασφαλιστικό φορέα. Ο αναιρεσίβλητος κατέθεσε εκ νέου αίτηση για χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος, επικουρικού μερίσματος και εφάπαξ βοηθήματος. Η αίτησή του απορρίφθηκε με απόφαση του Διευθυντή Ασφαλίσεως – Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος, αν και συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του νόμου για τη χορήγηση σύνταξης, απώλεσε το δικαίωμά του αυτό, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 4 του άρ. 13 του ν. 4491/1966 λόγω της ποινικής καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η.
Εν όψει των ανωτέρω, αντικείμενο ευλόγως της προβληματικής που αναπτύχθηκε είναι ότι σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου της Δ.Ε.Η. σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης και οριστική αποστέρηση του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (άρ. 13 παρ. 4 ν. 4491/1966), με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας, καθώς και το δικαιώματος για εφάπαξ βοήθημα.
Με την εν λόγω απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η θεσπισθείσα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 στέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του για ορισμένα αδικήματα αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος σχετικά με την προστασία του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας.
Αναλυτικά, το άρ. 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966 όριζε ότι σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα.
Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι, σε αντιστοιχία με ανάλογες ρυθμίσεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο θέσπισής της για τους δημοσίους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους καθώς και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς υπαλλήλους, η αποτροπή από τη διάπραξη των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων. Η ρύθμιση αυτή προέκυψε, διότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οι συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, στρεφόμενες κατά της Δ.Ε.Η. ή του Δημοσίου από τους εργαζόμενους, θέτουν σε κίνδυνο την περιουσία και την εν γένει εύρυθμη λειτουργία αυτών.
Ευλόγως, το ζήτημα άπτεται της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων». Η συνεπής ερμηνεία της διάταξης αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ποινική καταδίκη εργαζομένου δεν μπορεί να αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών. Η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ως ποινική ρύθμιση, δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης. Είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η ασφαλιστική σχέση έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών ανάλογων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος.
Πέραν τούτου, σχετική νομοθετική πρόβλεψη, στέρησης ή περιορισμού των παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση κατά τα ανωτέρω ποινικής καταδίκης, δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, για την πραγμάτωση του οποίου κατάλληλα και επαρκή μέτρα προβλέπονται ήδη στη νομοθεσία (πέραν των κανόνων του ποινικού δικαίου, ιδίως, στο πειθαρχικό δίκαιο), με αποτέλεσμα να υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό και να αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με διατυπωθείσα γνώμη το’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος επιτρέπει στον νομοθέτη να ρυθμίζει την ασφαλιστική σχέση Ταμείου με τους ασφαλισμένους του και η ρύθμισή της με δυσμενέστερους κανόνες ως προς ορισμένους ασφαλισμένους για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που ανάγονται στην προστασία της περιουσίας του Ταμείου από ποινικώς κολάσιμες πράξεις, οι οποίες συνεπάγονται μείωση αυτής, όπως οι προβλεπόμενες στην επίμαχη διάταξη, επί τη βάσει τιθέμενων στο νόμο συγκεκριμένων κριτηρίων τα οποία στοιχούν, ιδίως, προς τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης. Η ανωτέρω επέμβαση, η οποία είναι δυνατόν να συνίσταται σε μείωση ή στέρηση των ασφαλιστικών παροχών, δεν συνιστά μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση για τον θιγόμενο.
Η δυνατότητα, όμως, του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι παρόλο ότι τελεί σε συνάφεια προς τον ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφού αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας της Δ.Ε.Η., προβλέπει τη με αυτόματο τρόπο πλήρη στέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής για αόριστο χρονικό διάστημα, μέτρο το οποίο λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών του υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο εν όψει του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, καταλήγει δε να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση.
Μολονότι το ΣτΕ δικαίωσε τον προσφεύγοντα, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι σε ανάλογες περιπτώσεις το Δικαστήριο του Στρασβούργου καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα θεωρώντας ότι οι δύο κυρώσεις για την ίδια πράξη, υπό προϋποθέσεις, προσβάλλουν την αρχή ne bis in idem.
*Η Μαρία Παππά είναι δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης και υποψήφια Διδάκτωρ.