Η κατά πλειοψηφία απόρριψη της αγωγής Δημητριάδη πριν από λίγες μέρες κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United και του δημοσιογράφου – θύματος των υποκλοπών, Θανάση Κουκάκη χαιρετίστηκε από όλους εκείνους που πιστεύουν στον πυρήνα μιας δημοκρατικής κοινωνίας όπου οι θεσμοί υπηρετούν το ρόλο τους και η ελευθερία του Τύπου είναι εξασφαλισμένη.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο ρόλος της δημοσιογραφικής έρευνας είναι σημαντικός. Αποδείχθηκε περίτρανα στην υπόθεση των υποκλοπών και των αποκαλύψεων που ήρθαν στο φως τα τελευταία δύο χρόνια από τη στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο.
Ο κ. Δημητριάδης, ο οποίος αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο του Πρωθυπουργικού Γραφείου με την ΕΥΠ, οδηγήθηκε σε παραίτηση μόλις οι αποκαλύψεις άρχισαν να παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Μαζί του παραιτήθηκε και ο Διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων. Ακολούθως ήταν αν μη τι άλλο εντυπωσιακή η σπουδή του κ. Δημητριάδη να επιδοθεί σε ένα απίστευτο μπαράζ αγωγών κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης επιχειρώντας να αποσυνδέσει πλήρως το όνομά του από την υπόθεση.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση, ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, επιχείρησαν με κάθε τρόπο να «κλείσουν» την υπόθεση χωρίς οι ευθύνες να αγγίξουν το μέγαρο Μαξίμου. Ο συγκεκριμένος στόχος επιτεύχθηκε με σειρά ενεργειών, αλλά κυρίως με το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Άρειου Πάγου. Στη συνείδηση του κόσμου όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Υπό αυτό το πρίσμα η απόφαση του δικαστηρίου ήταν μια πρώτη σημαντική νίκη απέναντι σε αυτή την κλιμακούμενη επιχείρηση συγκάλυψης και εκφοβισμού, αλλά κι επειδή έπονται νέα επεισόδια στο σήριαλ των αγωγών που έχει υποβάλλει η πλευρά Δημητριάδη.
Για το τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτή η απόφαση για την ελευθερία του Τύπου, γράφουν στο in o Συνταγματολόγος κ. Γιώργος Σωτηρέλλης, η Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου, ο Πρόεδρος της ΕΣΠΗΤ, Θέμης Μπερεδήμας, ενώ για την σημασία της ελευθεροτυπίας και την προστασία των δημοσιογράφων, πήραμε τη θέση Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χρήστου Φραγκονικολόπουλου.
«Η σκληρή κριτική προς την εξουσία αποτελεί την πεμπτουσία της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας»
του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια τα δείγματα γραφής της ελληνικής Δικαιοσύνης δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ως προς την αντιμετώπιση κρίσιμων νομικοπολιτικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα να παγιώνεται σταδιακά στον νομικό κόσμο της χώρας η αντίληψη ότι πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας παρατηρείται μία ραγδαία υποβάθμιση του κράτους δικαίου. Το αποκορύφωμα δε είναι αναμφισβήτητα η δικαστική (μη) διερεύνηση του σκανδάλου των υποκλοπών, που προκάλεσε γενική θυμηδία…
Μέσα στο κλίμα αυτό, η απόφαση 2833/2024 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με μερική μάλιστα μειοψηφία του προέδρου) είναι πραγματικά μία όαση, διότι δείχνει ότι υπάρχουν ακόμη δικαστές που σέβονται τον ρόλο και την αποστολή τους ως «τελευταίου καταφυγίου» των ατομικών δικαιωμάτων και της νομιμότητας.
Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η απόφαση αυτή είπε τα αυτονόητα, ως προς την ερευνητική δημοσιογραφία, δεδομένου ότι η πλούσια σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελεί το απαύγασμα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, είναι κατηγορηματική και πάγια: η δυνατότητα του Τύπου, υπό όλες τις εκδοχές του, να αποκαλύπτει στοιχεία και να ασκεί σκληρή κριτική προς την εξουσία, κρατική ή/και ιδιωτική, είναι η πεμπτουσία όχι μόνο της ελευθερίας της έκφρασης αλλά, σε τελευταία ανάλυση, και της ίδιας της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας.
Ωστόσο στην χώρα μας φτάσαμε δυστυχώς στο σημείο να χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να υποστηρίξει κανείς ακόμη και τα αυτονόητα. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πρόκειται για δικαστές, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, όταν αντιμετωπίζουν επίμαχα ζητήματα με έντονο πολιτικό αντίκτυπο υπόκεινται σε παντοειδείς πιέσεις από το σημερινό καθεστώς, που διακρίνεται ιδιαίτερα για τις εξουσιαστικές παρεκτροπές του…
«Κανένας, όση εξουσία και αν συγκεντρώνει στο πρόσωπό του, δεν είναι υπεράνω κριτικής».
της Μαρίας Αντωνιάδου, Προέδρου της ΕΣΗΕΑ
Η πρόσφατη απόφαση της Δικαιοσύνης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του Γρηγόρη Δημητριάδη εναντίον εφημερίδας, ενημερωτικής ιστοσελίδας και συναδέλφων δημοσιογράφων επιλύει ένα ζήτημα το οποίο επί δεκαετίες ταλανίζει τους ανθρώπους της Ενημέρωσης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης δεν υφίσταται ποινική και αστική ευθύνη των μέσων ενημέρωσης και των συναδέλφων δημοσιογράφων, όταν πρόκειται για θέματα που συγκεντρώνουν το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Επισημαίνεται από το Δικαστήριο, ότι το δικαιολογημένο ενδιαφέρον πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του Τύπου και των προσώπων που συνδέονται µε τη λειτουργία του, για την δημοσίευση και προβολή – δημοσιοποίηση ειδήσεων και σχολίων σχετικών µε τις πράξεις και τη συμπεριφορά προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο.
Γι’ αυτό μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού ακόμη και µε οξεία κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς. Γίνεται δεκτό, και ορθώς, πως άλλα τα όρια της ανεκτής κριτικής ενός πολιτικού τα οποία είναι ευρύτερα και άλλα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου. Σε αντίθεση µε τον ανώνυμο πολίτη, ένας πολιτικός, εκ της θέσης του, είναι πρόσωπο που εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε καθημερινό και επίμονο έλεγχο των λόγων και των πράξεων του τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από τους πολίτες και ως εκ τούτου οφείλει και πρέπει να επιδεικνύει την δέουσα ανοχή.
Εξίσου σημαντική όμως είναι η απόφαση της Δικαιοσύνης και ως προς τα όρια της κριτικής του Τύπου. Ο δημοσιογράφος, πριν δημοσιεύσει, οφείλει να εξακριβώνει. Η δημοσιογραφία με αυστηρή τήρηση των κανόνων δεοντολογίας είναι διαχρονική και αδιαπραγμάτευτη θέση της ΕΣΗΕΑ. Υπό τον όρο τήρησης των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας κανένας, όση εξουσία και αν συγκεντρώνει στο πρόσωπό του, δεν είναι υπεράνω κριτικής. Η πρόσφατη απόφαση της Δικαιοσύνης είναι μια πολύ καλή υπενθύμιση αυτού του σπουδαίου για την δημοκρατία και την πολυφωνία κανόνα.
«Νίκη της ελευθεροτυπίας και της κοινωνίας»
του Θέμη Μπερεδήμα, Προέδρου ΕΣΠΗΤ (Ένωση Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου)
Η πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθήνας που απορρίπτει την πρώτη αγωγή του Γρηγόρη Δημητριάδη κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United αλλά και του παρακολουθούμενου μέσω Predator Θανάση Κουκάκη, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως μια πρώτη νίκη σε μια μακρά δικαστική περιπέτεια κατά της δημοσιογραφικής έρευνας για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Είναι σαφώς μια νίκη της ελευθεροτυπίας αλλά και της κοινωνίας που έχει κυρίαρχο δικαίωμα στην ανεξάρτητη ενημέρωση. Και φυσικά είναι μία νίκη της δημοσιογραφίας που οφείλει πρώτιστα να είναι τολμηρή, πρωτοποριακή και ερευνητική, χωρίς αυτοπεριορισμό και αυτολογοκρισία. Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργεί υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και της αμερόληπτης και αδιάβλητης ενημέρωσης, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και των δημοκρατικών αρχών.
Το δικαίωμα του πολίτη να προσφεύγει στο φυσικό δικαστή είναι ισχυρό και οφείλουμε να το υπερασπιστούμε, αλλά πόρρω απέχει από τις περιπτώσεις στρατηγικών αγωγών (slapps) που στοχεύουν να εκφοβίσουν, να φιμώσουν και τελικά να οδηγήσουν τον δημοσιογράφο στην παραίτηση από την έρευνα και τον αυτοπεριορισμό.
Όπως άλλωστε είχε πει ο βρετανός συγγραφέας Τζoρτζ Όργουελ, «Δημοσιογραφία είναι το να τυπώνεται αυτό που κάποιος δεν θέλει να τυπωθεί: όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις.»
Η ουσία και το νόημα της δημοσιογραφίας και της ελευθεροτυπίας είναι θεμέλιο και προϋπόθεση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας που προστατεύεται και από το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 14).
«Η προστασία των δημοσιογράφων μας αφορά όλους»
του Χρήστου Φραγκονικολόπουλου, Καθηγητή, Κοσμήτορα Σχολής ΚΟΕ-ΑΠΘ
Ο ρόλος των δημοσιογράφων στην κοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για την ενημέρωση του κοινού και την προώθηση της δημοκρατίας. Ωστόσο, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωποι με μια σοβαρή απειλή στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, που συχνά περιλαμβάνει υποτιμητικές εκφράσεις, ψευδείς κατηγορίες, προσωπικές επιθέσεις και προσπάθειες εκφοβισμού ή φίμωσης στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν την αλήθεια, και τη διάδοση πληροφοριών στο κοινό.
H μείωση της εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ ενισχύει το λόγο του μίσους εναντίον των δημοσιογράφων και καθώς οι πολίτες απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τα ΜΜΕ. Ανησυχητικές είναι και οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να απονομιμοποιήσουν τη δημοσιογραφία ως θεσμό και να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης. Όταν οι δημοσιογράφοι απεικονίζονται ως «εχθροί του λαού» ή παραγωγοί «ψευδών ειδήσεων», αυτό τροφοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Επίσης, η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης στα χέρια λίγων ισχυρών ατόμων ή οντοτήτων οδηγεί σε μεροληπτική αναφορά ή λογοκρισία, προκαλώντας αντιδράσεις και ρητορική μίσους εναντίον δημοσιογράφων που θεωρείται ότι ευθυγραμμίζονται με ορισμένα συμφέροντα ή ατζέντες.
Μπροστά στην αυξανόμενη πίεση, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί πρέπει να παραμείνουν σταθεροί στις αξίες της δημοσιογραφίας – δικαιοσύνη, ακρίβεια, ανεξαρτησία. Αυτό προϋποθέτει ότι η δημοσιογραφία πρέπει να γίνει πραγματικά αντιπροσωπευτική της κοινωνίας. Το ζητούμενο όμως δεν είναι μόνο η παροχή διαφορετικών προοπτικών και απόψεων.
Οι πολιτικοί πρέπει επίσης να στηρίξουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Επιπλέον, είναι σημαντικό οι πολίτες να υψώσουν τη φωνή τους. Θα πρέπει να εκτιμήσουν τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς που διευκολύνουν το ακριβό και επίπονο έργο του πρωτότυπου ρεπορτάζ.
Η μεταχείριση του ελεύθερου και ανεξάρτητου Τύπου δεν μπορεί να προστατευθεί εάν οι πολίτες μιας χώρας δεν ενδιαφέρονται. Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει λογοδοσία για τέτοιες επιθέσεις είναι να το απαιτήσει το κοινό. Ο στόχος είναι η δύναμη του ελεύθερου Τύπου και οι ενημερωμένοι πολίτες.
Έτσι, η προστασία των δημοσιογράφων και η ευθύνη τους να προσφέρουν ανεξάρτητα ρεπορτάζ δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί απλώς ως θέμα που έχει να κάνει με τους «δημοσιογράφους» ή, ακόμη ευρύτερα, ως θέμα που αφορά απλώς τη «δημοσιογραφία». Σε τελική ανάλυση, είναι ένα θέμα που αφορά όλους μας, καθώς φτάνει βαθιά μέσα στη συμπεριφορά των ανθρώπινων υποθέσεων.