Ο Σεπτέμβριος αποτελεί διαχρονικά έναν “μήνα-ορόσημο” για την οικονομία της Ελλάδας. Καθώς η θερινή ραστώνη δίνει τη θέση της σε μια νέα πολιτικοοικονομική περίοδο, η προσοχή στρέφεται σε τρία καθοριστικά γεγονότα που θα διαμορφώσουν τις εξελίξεις για το υπόλοιπο του έτους – και πιθανότατα και για το 2026.
Τα τρία αυτά κρίσιμα ραντεβού αφορούν:
-Τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, με την DBRS να ανοίγει το χορό στις 5 Σεπτεμβρίου και τη Moody’s να ακολουθεί στις 19 Σεπτεμβρίου.
-Τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης όπου παραδοσιακά ανακοινώνονται οι βασικές κυβερνητικές προτεραιότητες για τη νέα χρονιά.
-Την κατάρτιση του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026, που θα υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Ελλάδα έχει ήδη ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τέσσερις οίκους αξιολόγησης – S&P, DBRS, Fitch και Scope – ωστόσο υπάρχει ακόμα ένα “ανοιχτό μέτωπο”: η Moody’s. Ο συγκεκριμένος οίκος διατηρεί την Ελλάδα δύο σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (Ba1 με σταθερές προοπτικές), γεγονός που δημιουργεί μια ασυμμετρία στην εικόνα της χώρας προς τις διεθνείς αγορές.
Αν ο οίκος αποφασίσει να αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα (ή έστω ένα βήμα πιο κοντά σε αυτή), τότε η συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας στις αγορές κεφαλαίου θα αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα. Και αυτό είναι κρίσιμο για:
-Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου
-Την προσέλκυση ξένων επενδύσεων
-Τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των θεσμών
Η συγκυρία δεν είναι αδιάφορη. Η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα και επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα εν μέσω γεωπολιτικών και ενεργειακών προκλήσεων. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα σημαντικές προκλήσεις: η αύξηση του δημοσίου χρέους ως απόλυτο μέγεθος, η χαμηλή παραγωγικότητα, και η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση.
Η DBRS θα ανακοινώσει την ετυμηγορία της στις 5 Σεπτεμβρίου, και αν και έχει ήδη κατατάξει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα (BBB low), η διατήρηση ή ενδεχόμενη αναβάθμιση της αξιολόγησης έχει σημασία, καθώς ο οίκος αυτός συγκαταλέγεται στους “τέσσερις επιλέξιμους” που λαμβάνει υπόψη της η ΕΚΤ.
Η στάση των δύο αυτών οίκων θα λειτουργήσει ως “τεστ” αξιοπιστίας για τη χώρα, με άμεσες και έμμεσες συνέπειες για την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης – φέτος προγραμματισμένη για το διάστημα 7-15 Σεπτεμβρίου – δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό γεγονός. Είναι μια άτυπη “πρεμιέρα” της νέας πολιτικής και οικονομικής χρονιάς.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την καθιερωμένη του ομιλία, θα παρουσιάσει το πλάνο της κυβέρνησης για το υπόλοιπο του έτους και τις δημοσιονομικές προτεραιότητες για το 2026. Αναμένονται εξαγγελίες σε τρεις βασικούς άξονες:
-Φορολογικές ελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη
-Στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά, ειδικά ενόψει της επιμονής του πληθωρισμού σε βασικά είδη διατροφής
-Κίνητρα για επενδύσεις και ψηφιακό μετασχηματισμό των ΜμΕ
Το πλαίσιο, ωστόσο, για την κυβέρνηση είναι πάντα ρεαλιστικο . Η επιστροφή στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης από το 2025 περιορίζει τις δυνατότητες για παροχές χωρίς αντίκρισμα. Η κυβέρνηση αναμένεται να κινηθεί στην γνωστή της κατεύθυνση : να στηρίξει την κοινωνία χωρίς να προκαλέσει ανησυχία στους θεσμούς και τις αγορές.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο πώς θα γίνει η διαχείριση της πίεσης από τον πληθωρισμό, την ακρίβεια, αλλά και την υπομονή των πολιτών, που αναμένουν απτά αποτελέσματα από την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το τρίτο καθοριστικό γεγονός είναι η κατάρτιση του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026, το οποίο πρέπει να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο, αλλά ουσιαστικά “κλειδώνει” μέσα στον Σεπτέμβριο.
Η πρόκληση φέτος είναι διπλή:
Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, στόχος που τίθεται βάσει των νέων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Δεύτερον, πρέπει να συνεχιστεί η σταθερή αποκλιμάκωση του χρέους, χωρίς να υπονομευθεί η αναπτυξιακή δυναμική.
Ο σχεδιασμός του νέου προϋπολογισμού θα βασιστεί σε ρεαλιστικές παραδοχές για την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την πορεία των εσόδων. Οι κυβερνητικές πηγές θέλουν να διατηρήσουν ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, αλλά υπό το πρίσμα της σύμφωνης γνώμης των Βρυξελλών.
Κρίσιμες είναι και οι αποφάσεις για το μέλλον των όποιων επιδομάτων, το δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο και τις επενδύσεις μέσω ΕΣΠΑ και Ταμείου Ανάκαμψης. Σε όλα αυτά, το υπουργείο Οικονομικών καλείται να απαντήσει με τεχνική ακρίβεια και πολιτική ωριμότητα.
Ο φετινός Σεπτέμβριος μοιάζει περισσότερο με ένα πολιτικοοικονομικό τρίγωνο κρίσιμων αποφάσεων. Οι αξιολογήσεις των οίκων θα καθορίσουν το πώς “βλέπουν” οι αγορές τη χώρα. Η ΔΕΘ θα αποτυπώσει τη βούληση της κυβέρνησης να συνεχίσει μεταρρυθμίσεις με κοινωνική ευαισθησία. Και ο προϋπολογισμός θα αποτελέσει τον “καθρέφτη” της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας – πέρα από τις πολιτικές δηλώσεις.
Μπορεί η Ελλάδα να έχει αφήσει πίσω της τις εποχές των μνημονίων, όμως το μονοπάτι της οικονομικής σταθερότητας απαιτεί συνεχή προσπάθεια, συνετή πολιτική και αξιοπιστία. Οι αγορές δεν ξεχνούν, και η ευρωπαϊκή εποπτεία δεν επιτρέπει χαλάρωση.
Ο Σεπτέμβριος του 2025 θα είναι, με λίγα λόγια, μήνας κρίσεων, αλλά και ευκαιριών. Το πώς θα αξιοποιηθούν θα φανεί πολύ σύντομα – και τα σημάδια θα είναι ορατά μέχρι το τέλος του έτους.