Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Η Ορθοδοξία, ως θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα, δέχεται πιέσεις και επιθέσεις σε πολλά μέτωπα. Δύο πρόσφατες εστίες ανησυχίας αποτελούν οι εξελίξεις γύρω από τις Ορθόδοξες κοινότητες της Συρίας και η κατάσταση στη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στην Αίγυπτο. Αν και φαινομενικά πρόκειται για διαφορετικά ζητήματα, στην ουσία αποκαλύπτουν κοινές στρατηγικές και συμφέροντα που επιχειρούν να υπονομεύσουν την Ορθόδοξη Παράδοση και την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Η Συρία υπήρξε για αιώνες ένα από τα κέντρα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Η Πατριαρχική Έδρα της Αντιόχειας είναι μία από τις αρχαιότερες της Χριστιανοσύνης και έχει συνεισφέρει πνευματικά και θεολογικά στην παγκόσμια Ορθοδοξία. Ωστόσο, ο συριακός εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε το 2011, άλλαξε δραματικά το θρησκευτικό και πολιτιστικό τοπίο της χώρας.
Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στη Συρία βρέθηκαν παγιδευμένοι ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις ισλαμιστών, κυβερνητικών δυνάμεων και ξένων συμφερόντων. Πολλές ενορίες διαλύθηκαν, μοναστήρια καταστράφηκαν και κληρικοί δολοφονήθηκαν ή απήχθησαν – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απαγωγή των Μητροπολιτών Χαλεπίου Παύλου και Ιωάννου το 2013, που παραμένει ανεξιχνίαστη υπόθεση.
Πίσω από αυτήν την πραγματικότητα διαφαίνεται ένας σχεδιασμός που αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του Ορθόδοξου στοιχείου στη Μέση Ανατολή. Με τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού μέσω μετανάστευσης, διωγμών και κοινωνικού αποκλεισμού, επιχειρείται η «εκκαθάριση» της περιοχής από ιστορικές κοινότητες που αποτελούν μέρος της πολιτισμικής της ταυτότητας. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η γεωπολιτική στρατηγική ορισμένων δυνάμεων επιδιώκει έναν “αποχριστιανισμό” της Ανατολής, ώστε να ενισχυθούν ακραίες μορφές Ισλάμ, να μεταβληθούν οι ισορροπίες και να δημιουργηθεί έδαφος για ελεγχόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, μοναδικό εν λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι στην περιοχή από τον 6ο αιώνα, βρίσκεται και αυτή υπό πίεση. Πρόκειται για ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO και έναν από τους παλαιότερους και σημαντικότερους ορθόδοξους τόπους λατρείας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονη κινητικότητα που αμφισβητεί το ιδιοκτησιακό και θρησκευτικό καθεστώς της Μονής. Αιγυπτιακοί κρατικοί φορείς επιδιώκουν μεγαλύτερο έλεγχο στον χώρο, προβάλλοντας ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, τουριστικής αξιοποίησης και “εκσυγχρονισμού” της λειτουργίας της Μονής.
Η αποδυνάμωση της Ορθοδοξίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική δεν είναι τυχαία. Αρκετοί αναλυτές διαβλέπουν οργανωμένες στρατηγικές από διάφορα κέντρα εξουσίας – πολιτικά, θρησκευτικά και οικονομικά. Ορισμένες ισχυρές δυνάμεις της Δύσης προωθούν την “θρησκευτική πολυφωνία” σε περιοχές με ιστορικά χριστιανική παρουσία, την ίδια στιγμή που η ίδια η Ορθοδοξία γίνεται στόχος αμφισβήτησης ή περιθωριοποίησης.
Η απάντηση στα παιχνίδια σε βάρος της Ορθοδοξίας δεν μπορεί να είναι μόνο καταγγελτική. Απαιτείται αφύπνιση, ενότητα και στρατηγικός σχεδιασμός. Η Ορθοδοξία οφείλει να στηριχθεί στις ρίζες της, να ενισχύσει την παρουσία της στις παραδοσιακές της εστίες και να προστατεύσει την πολιτιστική και πνευματική της κληρονομιά. Η διεθνής διπλωματία των Ορθοδόξων Εκκλησιών πρέπει να γίνει πιο ενεργή, πιο συγκροτημένη και πιο ενωμένη. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει ιστορικό και ηθικό καθήκον να στηρίξει τις ελληνόφωνες ορθόδοξες κοινότητες και τα Πατριαρχεία της Ανατολής.
Η Μονή Σινά και οι Ορθόδοξοι της Συρίας δεν είναι απλώς θρησκευτικά ζητήματα. Είναι ζωντανά κύτταρα της πνευματικής ιστορίας του Ελληνισμού και της Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Η σιωπή ή η αδιαφορία θα σημάνει τη σταδιακή απώλεια ενός κόσμου που άντεξε αιώνες διωγμών. Και αυτή η απώλεια δεν θα αφορά μόνο τους πιστούς, αλλά ολόκληρη την πολιτισμική ανθρωπότητα.