Επιτάχυνση ή επιβράδυνση; Αυτό το ερώτημα αναδεικνύεται μέσα από τα στοιχεία της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 και συγκεκριμένα της αρμόδιας επιτροπής CEPEJ της ΕΕ, όπως τα παρουσίασε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Δημ. Βερβεσός σχετικά με την κατάσταση της Δικαιοσύνης. Μέσα στα τελευταία χρόνια η ίδια η Δικαιοσύνη έχει καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες αυτορύθμισης και αυτοκάθαρσης, έχει εκκινήσει η διαδικασία απομάκρυνσης δικαστικών που δεν ανταποκρίνονται , ενώ προωθήθηκε και προωθείτε ένα θεσμικό πλαίσιο με στόχο την δικαιοσύνη της επόμενης μέρας. Στο δημόσιο λόγο μάλιστα της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είναι καθημερινός ο προβληματισμός και η βούληση να οδηγηθεί η δικαιοσύνη στο μονοπάτι της προόδου. Αυτά καταγράφονται προφανώς στα θετικά.
Με προσδοκίες να αποδώσουν τα νέα μέτρα στην κατεύθυνση να πέσει στο μισό η χρονική διάρκεια επίλυσης διαφορών.
Οι αριθμοί
Το ζητούμενο είναι από την άλλη η κατάσταση να παρουσιάζει μια συνολική βελτίωση. Οι αριθμοί όμως έτσι όπως παρουσιάστηκαν πρόσφατα δείχνουν , αυτό που περιέγραψε η Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις, με το μέσο χρόνο επίλυσης μιας διαφοράς να ανέρχεται σε 1771 ημέρες, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 455 ημέρες.
Όπως περιέγραψε δε ο Δημ. Βερβεσός, σύμφωνα και με την όλως πρόσφατη έκθεση της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 “αντί η κατάσταση να βελτιώνεται χειροτερεύει”:
-Η αρμόδια επιτροπή CEPEJ της ΕΕ διαπιστώνει ότι ενώ το 2012 ο χρόνος απονομής στην αστική δικαιοσύνη είναι 449 ημέρες, το 2021 ανήλθε σε 728 και το 2022 σε 746 την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 167, 146 και 158 ημέρες.
-Στη διοικητική δίκη στον πρώτο βαθμό το 2022 οι ημέρες ήταν 464 στο β’ βαθμό 661 και στο ΣτΕ 1239, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 166, 152 και 265 (!).
Η απόδοση των δικαστών
Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα στοιχεία (τα πλέον πρόσφατα) του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Γ’ τρίμηνο 2022) για τον αριθμό δικαζόμενων υποθέσεων ανά δικαστή: Από αυτό προκύπτει ότι την μεγαλύτερη παραγωγή ανά μήνα έχουν οι Ειρηνοδίκες και Πρωτοδίκες (που βέβαια δικάζουν και τις περισσότερες υποθέσεις και πιθανόν λιγότερο σύνθετες) και τις λιγότερες οι Αρεοπαγίτες και οι Σύμβουλοι Επικρατείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκδικάζουν:
Ειρηνοδίκες 13,5 υποθέσεις /μήνα
Πρωτοδίκες 14 υποθέσεις/μήνα
Εφέτες 3,2 υποθέσεις/μήνα
Αρεοπαγίτες 2,6 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Πρωτοδίκες 8,6 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Εφέτες 3,75 υποθέσεις/μήνα
Συμβούλιο Επικρατείας 0,7 υποθέσεις/μήνα
Με βάση τα στοιχεία του Α’ έως Γ’ τριμήνου:
Ειρηνοδίκες 14,47 υποθέσεις /μήνα
Πρωτοδίκες 13,85 υποθέσεις/μήνα
Εφέτες 3,36 υποθέσεις/μήνα
Αρεοπαγίτες 3,34 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Πρωτοδίκες 9,17 υποθέσεις/μήνα
Διοικητικοί Εφέτες 4,4 υποθέσεις/μήνα
Συμβούλιο Επικρατείας 1,4 υποθέσεις/μήνα
“Ταξική δικαιοσύνη”
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι επίσης η επισήμανση του Δημ. Βερβεσού , πως η δικαιοσύνη παρουσιάζει “ταξική προσέγγιση” στο ρυθμό απονομή της. Συγκεκριμένα “από τη σύγκριση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε σχέση με τις εισερχόμενες υποθέσεις , προκύπτει ότι ο ρυθμός απονομής είναι αρνητικός στις υποθέσεις που αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, ήτοι, ενδεικτικώς, στην Τακτική Μονομελούς & Πολυμελούς, στα Ασφαλιστικά Μονομελούς στα Αυτοκίνητα στην Εκουσία Μονομελούς και τις Εργατικές διαφορές . Αντίθετα, στις υποθέσεις, που ενδιαφέρουν πρωτίστως τις οικονομικά ισχυρές συσσωματώσεις, όπως οι τράπεζες (διαταγές πληρωμής, πτωχεύσεις) εκδίδονται περισσότερες αποφάσεις σε σχέση με τις εισερχόμενες υποθέσεις , και άρα παρατηρείται επιτάχυνση.
Όταν, όμως, η δικαιοσύνη απονέμεται με υπερβολική καθυστέρηση ή απονέμεται με διαφορετικό ρυθμό για τους ισχυρούς και με διαφορετικό ρυθμό για τους αδύναμους, κλονίζεται η ασφάλεια δικαίου και δοκιμάζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Και ο νομικός μας πολιτισμός αυτό δεν μπορεί να το επιτρέπει”.