Ούτε το 20% της υπόθεσης δεν γνωρίζει η κοινή γνώμη για την υπόθεση της παιδοκτονίας της Πάτρας . Η άποψη κορυφαίου αστυνομικού παράγοντα που έχει γνώσεις της τραγωδίας , είναι ξεκάθαρη .
Ο κλοιός θα σφίγγει κι άλλο για τη Ρούλα Πισπιρίγκου, την «μητέρα» των τριών κοριτσιών, που πέθαναν μέσα σε 32 μήνες, στην οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, για τον θάνατο της 9χρονης κόρης της, Τζωρτζίνας.
Η 33χρονη η οποία δεν παραδέχεται την εμπλοκή της, συνεχίζει να κρατείται στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, στον 7ο όροφο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, στα κρατητήρια, μέχρι και την απολογία της.
Στο κάδρο των ερευνών έχει μπει και το ενδεχόμενο, ο πατέρας των παιδιών και συγγενικά πρόσωπα της Ρούλας Πισπιρίγγου, να είχαν κάποια εμπλοκή.
Την ίδια ώρα, οι Εισαγγελίες Αθήνας και Πατρών διενεργούν παράλληλες έρευνες, για τους θανάτους και των δύο άλλων παιδιών, της Μαλένας, που πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας και της Ίριδας, που έφυγε από τη ζωή σε νοσοκομείο της Πάτρας.
Υπό αυτό το πρίσμα, αίσθηση προκαλεί η αποκάλυψη του προέδρου της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας, Γρηγόρη Λέοντα , ότι έχει αποκλειστεί ο θάνατος από φυσικά αίτια και στα δύο πρώτα παιδιά της Ρούλας Πισπιρίγκου.
ΤΟ ΔΟΥΒΛΙΝΟ
Στις 20 Μαΐου του 2021 δικαστήριο του Δουβλίνου αθώωσε την 44χρονη νοσοκόμα Ντέιρντρε Μόρλεϊ για τη δολοφονία των τριών ανήλικων παιδιών της, λόγω σοβαρής ψυχικής ασθένειας. Ο 9χρονος Κόνορ, ο 7χρονος Ντάραγκ και η, μόλις, τριών ετών Κάρλα, βρέθηκαν νεκροί στην κατοικία τους στο Νιούκαστλ του νότιου Δουβλίνου στις 24 Ιανουαρίου του 2020. Την ημέρα της δολοφονίας των τριών παιδιών ο πατέρας τους, Άντριου ΜακΓκίνλεϊ απουσίαζε σε επαγγελματικό ταξίδι.
Ο δικαστής , οι ένορκοι και το ακροατήριο άκουσαν από τους εξεταζόμενους μάρτυρες πως η 44χρονη νοσοκόμα, που εργαζόταν σε παιδιατρικό νοσοκομείο του Δουβλίνου, έπασχε από σοβαρή ψυχιατρική νόσο την περίοδο που πραγματοποίησε τις τρεις αποτρόπαιες δολοφονίες των ανήλικων παιδιών της. Ο δικαστής Κόφεϊ χαρακτήρισε «θλιβερή και τραγική την υπόθεση» αλλά τόνισε στους ενόρκους πως η κατηγορούμενη δεν ήξερε τι έκανε κατά την διάρκεια των φόνων και ήταν ανίκανη να τους σταματήσει. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ειδικοί επιστήμονες που κλήθηκαν να καταθέσουν υποστήριξαν ότι η 44χρονη ήταν ψυχικά ασθενής όταν διέπραξε τις δολοφονίες.
Μετά τις δολοφονίες των άτυχων παιδιών η μητέρα προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της, χωρίς επιτυχία. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι βρήκε την ίδια αναίσθητη σε φορείο καθώς την μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Η υπόθεση της Πάτρας διαφέρει από αυτήν της Ιρλανδίας .
Εάν αποδειχτεί αληθινή η κατηγορία για την 33χρονη, θα μιλάμε αναμφίβολα για το έγκλημα του αιώνα, όπως λένε ακόμη και έμπειροι εγκληματολόγοι, αλλά και αστυνομικοί.
Ένα έγκλημα, που δεν μπορεί καν να συγκριθεί – γιατί εδώ μιλάμε για μικρά παιδιά, που ενδέχεται να έφυγαν από το χέρι της μάνας τους – με εκείνο που είχε συμβεί 67 χρόνια πριν, όταν ο παππούς της σημερινής κατηγορούμενης, Ρούλας Πισπιρίγκου, δολοφόνησε τη γιαγιά της στην Πάτρα.
Η νεαρή τότε Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει τον σύζυγό της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι μόλις 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, εκεί, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γονιών της.
Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγου.
Ο Παναγιώτης συνεχίζει να μην έχει σταθερή δουλειά, αδυνατώντας έτσι να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Επιπλέον, ζηλεύει τρελά την όμορφη σύζυγό του, με συνέπεια οι καυγάδες του ζευγαριού να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς, θεωρώντας ότι, τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση, εκείνη είχε ελεύθερη ζωή .
Τρεις μήνες μετά το χωρισμό τους, βρίσκονται αντιμέτωποι στο δικαστήριο, όπου εκδικάζεται η υπόθεση επιμέλειας του παιδιού, το οποίο παίρνει τελικά ο Παναγιώτης και το αφήνει στην αδελφή του Γεωργία, για να το μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του.
Η Σωτηρία νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της, ώστε να είναι κοντά στο παιδί της αλλά, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές ανάμεσα σε αυτή και την πεθερά της είναι καθημερινές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο της γυναίκας του , ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως». Παρολα αυτά του δόθηκε η επιμέλεια του παιδιού του…
Φυσικά και δεν υπάρχει συλλογική οικογενειακή ευθύνη αλλά με αφορμή το σοκ που έχει δημιουργήσει ο θάνατος των τριών παιδιών , όλα έχουν την σημασίας τους….