Πακέτο ρυθμίσεων που αλλάζουν πολλά στο ποινικό και δικαστικό μας σύστημα έχει έτοιμο η κυβέρνηση, στο πλαίσιο υλοποίησης προεκλογικών εξαγγελιών, με στόχο την εμπέδωση της νομιμότητας αλλά και την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, που κυριαρχεί για δεκαετίες, με διαλυτικές για την κοινωνία και το κράτος δικαίου συνέπειες. Το νέο νομοθέτημα, που αναμένεται να δοθεί σε δημόσια διαβούλευση τις επόμενες ημέρες, αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής σύσκεψης υπό τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου με τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, που έχει και την ευθύνη της νομοθετικής προπαρασκευής. Με το νομοσχέδιο επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις σε πολλά πεδία και με πολλαπλές στοχεύσεις, από το πώς θα γίνονται οι ποινικές δίκες γρηγορότερα, πώς θα τιμωρούνται αυστηρότερα βαριά εγκλήματα, πώς θα δικάζονται οι σοβαρές ποινικές υποθέσεις, τι θα γίνεται με τους εμπρηστές και με εκείνους που προκαλούν επανειλημμένως θανατηφόρα τροχαία και, βέβαια, πώς θα εκτίνονται στο εξής οι ποινές.
[INFOGRAPHIC: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ]
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης δίνει το στίγμα των αλλαγών, προσβλέποντας στην ουσία των ρυθμίσεων: «Η αίσθηση της ατιμωρησίας πρέπει να πάρει ένα τέλος. Πρέπει να γίνει μια προσπάθεια σιγά σιγά ώστε να γίνει συνείδηση ότι η παράνομη πράξη, ανάλογα με τη βαρύτητά της, θα έχει και την ανάλογη συνέπεια. Σήμερα, για παράδειγμα, περνάς με κόκκινο, σκοτώνεις δύο ανθρώπους και δεν παθαίνει κανείς τίποτα. Αυτό δημιουργεί τη βεβαιότητα σε κάποιους ότι μπορούν να παρανομούν χωρίς συνέπειες. Αν συνεχίσουμε έτσι είναι βέβαιο ότι η κοινωνία θα συναντήσει τα όριά της και δεν θα μπορεί να λειτουργήσει. Ο κόσμος έχει κουραστεί. Θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος σε όλο αυτό».
«Η αίσθηση της ατιμωρησίας πρέπει να πάρει ένα τέλος», λέει ο Γιώργος Φλωρίδης, δίνοντας τον τόνο για τις επερχόμενες μεταρρυθμίσεις»
Στο πακέτο των νέων διατάξεων προβλέπονται ρυθμίσεις με τις οποίες στο εξής σχεδόν όλα τα κακουργήματα, κλοπές, ληστείες, υπεξαιρέσεις, πλαστογραφίες, απάτες και άλλα, θα τιμωρούνται αυστηρότερα με μεγαλύτερες ποινές. Από τα 15 χρόνια, που είναι σήμερα οι ποινές για όλα τα σοβαρά εγκλήματα, στο εξής ορίζονται στα 20 χρόνια.
Ιδίως για τους εμπρησμούς των δασών, η ποινική μεταχείριση αλλάζει άρδην. Οσοι βάζουν φωτιά από αμέλεια θα τιμωρούνται από τρία έως πέντε χρόνια φυλακή, ενώ από δόλο έως και ισόβια. Και το σημαντικότερο: Οποια ποινή και αν τους επιδικάζεται, πάντα θα μπαίνουν φυλακή· είτε για εμπρησμούς από αμέλεια είτε από δόλο. Και επιπλέον, προβλέπεται πρόστιμο 180.000 ευρώ για τους εμπρηστές από δόλο.
Οι δίκες για εμπρησμούς θα γίνονται κατά προτεραιότητα και οι διαδικασίες μέχρι τη δίκη προβλέπονται σύντομες. Το ίδιο θα ισχύει και για τα επικίνδυνα τροχαία ατυχήματα, θανατηφόρα, που έχουν προκληθεί από παραβίαση κόκκινου ή από άλλες σοβαρές παραβάσεις του ΚΟΚ: θα έχουν ειδική μεταχείριση, οι δράστες θα μπαίνουν φυλακή και οι δίκες θα διεξάγονται γρήγορα.
Με άλλες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, επιχειρείται ένα γερό συμμάζεμα των δικαστικών διαδικασιών που προκαλούν την καθυστέρηση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ετσι, προβλέπεται πως όλα τα πλημμελήματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως παραβάσεις καθήκοντος, θα δικάζονται στο εξής από έναν μόνο δικαστή, μιας και τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία καταργούνται. Οι ρυθμίσεις στοχεύουν στην εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού, δικαστών και εισαγγελέων, αλλά και στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων.
Στην ίδια λογική, τα περισσότερα κακουργήματα στο εξής θα εκδικάζονται από έναν δικαστή (Μονομελές Δικαστήριο), αφού μειώνονται δραστικά τα Τριμελή και καταργούνται εντελώς τα Πενταμελή Εφετεία, τα οποία μετατρέπονται πλέον σε Τριμελή Δικαστήρια.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως μεταξύ ανάκρισης και δίκης, στις διαδικασίες, δικαστικά συμβούλια, προτάσεις εισαγγελέων και λοιπά, «μπαίνει μαχαίρι» με την κατάργησή τους σε πολλά εγκλήματα και την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη μετά την ανάκριση με σύντομες διαδικασίες.
Μηνύσεις στο αρχείο
Το ίδιο σύντομες προβλέπονται οι δικαστικές διαδικασίες και στο στάδιο των μηνύσεων. Οσες είναι προδήλως αβάσιμες, αστήρικτες και χωρίς τεκμηρίωση –όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα με χιλιάδες μηνύσεις– θα τις βάζει στο αρχείο ο εισαγγελέας με συνοπτική αιτιολογία και δεν θα απασχολούν, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, περαιτέρω το δικαστικό σύστημα.
Αν, μάλιστα, πρόκειται για «επαγγελματίες μηνυτές», δηλαδή δικομανείς (που δεν είναι λίγοι), τότε θα ασκείται ποινική δίωξη για ψευδή καταμήνυση και θα επιβάλλονται πρόστιμα!
Μόνο στην Αθήνα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 2018 έως το 2022 έχουν κατατεθεί 700.000 μηνύσεις. Στο πλαίσιο περιορισμού του φαινομένου, επανακάμπτει το παράβολο (100 ευρώ) για κάθε μήνυση, όπως ίσχυε πριν καταργηθεί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Του μέτρου εξαιρούνται ειδικές κοινωνικές κατηγορίες που δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα.
Επίσης καταργούνται οι πολλές αναβολές στις ποινικές δίκες. Επιτρέπεται μόνο μία για όλους τους παράγοντες της δίκης, δικηγόρους, κατηγορουμένους, και μία δεύτερη μόνο για λόγους υγείας, που βεβαιώνονται από δημόσιο νοσοκομείο.
Πέραν των ρυθμίσεων για επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών, το νομοσχέδιο επαναφέρει στο προσκήνιο την ποινική συνδιαλλαγή, ένα θεσμό που (στα χαρτιά) ισχύει από χρόνια, αλλά χωρίς ουσιαστική πρόοδο, καθώς εξέλειπαν τα αναγκαία ουσιαστικά κίνητρα. Εκτιμάται πως με τις νέες διατάξεις ο θεσμός θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και στη χώρα μας, όπως, εξάλλου, συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Πριν ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, στο στάδιο της εισαγγελικής έρευνας, ο ελεγχόμενος πολίτης θα μπορεί να ζητήσει διαπραγμάτευση από τον εισαγγελέα, να αποδεχθεί δηλαδή την ενοχή του και να συμφωνήσει σε πλαίσιο ποινής, οπότε η υπόθεση να κλείσει χωρίς τα περαιτέρω. Αντίστοιχα, πρωτοβουλία για διαπραγμάτευση μπορεί να πάρει και ο εισαγγελέας. Στο στάδιο της επιβολής ποινών, οι μεταβολές είναι εξαιρετικά σημαντικές. Με άλλα λόγια, αλλάζει το σύστημα που ισχύει μέχρι σήμερα και πλέον η φυλακή θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση για τα σοβαρά εγκλήματα. Μάλιστα, προβλέπεται ότι για όλα τα κακουργήματα ο χρόνος που ο καταδικασθείς θα μένει στη φυλακή, θα είναι δύο με τρία χρόνια παραπάνω απ’ ό,τι μέχρι σήμερα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, στο εξής όσοι καταδικάζονται για οποιοδήποτε αδίκημα (σε βαθμό πλημμελήματος) σε ποινή τρία χρόνια και άνω, θα πηγαίνουν κατευθείαν φυλακή. Το δικαστήριο δεν θα δίνει ούτε αναστολή ούτε θα μετατρέπει την ποινή σε χρηματική.
Οι ποινές θα αναστέλλονται μόνον αν δεν υπάρχει υποτροπή, δηλαδή δεν έχει κι άλλες αμετάκλητες καταδίκες ο κατηγορούμενος, όταν η καταδίκη είναι έως ένα χρόνο. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή από ένα έως δύο χρόνια ή θα πληρώνει (χρηματική ποινή) ή θα εργάζεται στο πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας. Σε περίπτωση που η ποινή του είναι από δύο έως τρία χρόνια, θα μπαίνει φυλακή ένα διάστημα (από 30 ημέρες έως 6 μήνες) και το υπόλοιπο ή θα το πληρώνει ή θα εργάζεται.
Κοινωφελής εργασία
Σημαντική καινοτομία αποτελεί η κοινωφελής εργασία καταδικασμένων σε μικρές ποινές για πλημμελήματα. Το πρόγραμμα είναι έτοιμο και όπως δηλώνει στην «Κ» ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, έχει ήδη δημιουργηθεί ειδική πλατφόρμα, όπου έχουν δηλώσει ενδιαφέρον και εγγραφεί για να υποδεχθούν καταδικασθέντες για εργασία 1.500 φορείς – νοσοκομεία, ιδρύματα, δήμοι κ.ά. Επίσης έχει οριστεί η σύσταση επιτροπής με δικαστικούς και ειδικούς με επικεφαλής εισαγγελέα Εφετών, η οποία θα έχει την ευθύνη της υλοποίησης του προγράμματος, εξηγεί ο κ. Μπούγας.
Δείτε και το σχετικό Video από τον Τηλεοπτικό Σταθμό OPEN: