Του Χρήστου Καπούτση
Οι ρωσικοί πύραυλοι S-400 δεν αποτελούν πλέον για την Τουρκία απλώς ένα αντιαεροπορικό σύστημα. Έχουν μετατραπεί σε εργαλείο γεωπολιτικής συναλλαγής, σε μοχλό πίεσης ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα και σε δείκτη του πραγματικού προσανατολισμού της Άγκυρας.
Το ζήτημα δεν είναι πια τεχνικό ή επιχειρησιακό, αλλά βαθύτατα πολιτικό: ποιο στρατόπεδο επιλέγει , ή προσποιείται ότι επιλέγει , η Τουρκία σε έναν κόσμο αυξανόμενης αστάθειας και στρατιωτικών συγκρούσεων. Και κυρίως, ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της επιλογής για την ισορροπία ισχύος στο ΝΑΤΟ, την Ανατολική Μεσόγειο και την ελληνική στρατηγική ασφάλεια.
Η Τουρκία επαναφέρει στη διεθνή επικαιρότητα το ζήτημα των ρωσικών αντιαεροπορικών S-400. Όχι πια ως αμυντικό οπλικό σύστημα, αλλά ως γεωπολιτικό διαπραγματευτικό χαρτί.
Στη συνάντηση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, στις 12 Δεκεμβρίου στην Ασχαμπάντ του Τουρκμενιστάν, ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε, σύμφωνα με διεθνείς πληροφορίες, το ζήτημα απευθείας στη ρωσική ηγεσία. Επιβεβαιώνοντας ότι η Άγκυρα δεν αντιμετωπίζει πλέον τους S-400 ως καθαρά αμυντικό σύστημα, αλλά ως διαπραγματευτικό βάρος στο ευρύτερο γεωπολιτικό της παίγνιο.
Η Τουρκία εξετάζει , πάντα κατά διεθνείς πηγές, ακόμη και την απομάκρυνση ή την επιστροφή των S-400 στη Ρωσία. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να άρει τα εμπόδια του αμερικανικού Κογκρέσου, να εξομαλύνει περαιτέρω τις σχέσεις της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ και να ανοίξει εκ νέου τον δρόμο προς τα αμερικανικά μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35.
Για την Ουάσιγκτον το μήνυμα είναι απολύτως σαφές: ρωσικοί πύραυλοι S-400 και αμερικανικά μαχητικά F-35 δεν μπορούν να συνυπάρχουν. Οι S-400 έπαψαν να είναι όπλο άμυνας. Έχουν μετατραπεί στο ακριβότερο διαπραγματευτικό χαρτί της Τουρκίας και, ταυτόχρονα, στο πιο επικίνδυνο γεωπολιτικό της στοίχημα.
Για τη Ρωσία, το δίλημμα είναι σύνθετο. Από τη μία πλευρά, η απομάκρυνση των S-400 θα συνιστούσε πολιτικό πλήγμα και συμβολική υποχώρηση. Από την άλλη, η Μόσχα δεν αγνοεί τον ρόλο της Τουρκίας ως διαμεσολαβητή στον πόλεμο της Ουκρανίας, ως κρίσιμου παίκτη στρατηγικής αξίας στη Μαύρη Θάλασσα και ως βασικού διαύλου μεταφοράς ρωσικών ενεργειακών προϊόντων. Δεν αποκλείεται, επομένως, μια συμβιβαστική λύση: οικονομικός συμψηφισμός, ενεργειακές διευκολύνσεις ή μια «σιωπηρή» αδρανοποίηση του συστήματος.
Το πραγματικό διακύβευμα, ωστόσο, δεν είναι τα δισεκατομμύρια που έχει ήδη δαπανήσει η Τουρκία για τους S-400. Είναι το γεωπολιτικό κεφάλαιο που επιδιώκει να ανακτήσει στη Δύση. Να επανεμφανιστεί ως «απαραίτητος σύμμαχος», χωρίς να εγκαταλείψει πλήρως τον ρόλο του αυτόνομου και συχνά αναθεωρητικού περιφερειακού παράγοντα με ειδικό στρατιωτικό βάρος.
Για την Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές είναι κρίσιμες. Η πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 θα επηρεάσει άμεσα το ισοζύγιο ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ελλάδα έχει ήδη δρομολογήσει τη δική της στρατηγική δυναμική και επενδύει στη διατήρηση ποιοτικού πλεονεκτήματος. Και μάλιστα, με την Ελλάδα να υιοθετεί, για πρώτη φορά, τη φιλοσοφία του πρώτου στρατιωτικού πλήγματος στο αμυντικό της δόγμα.
Το ζήτημα των S-400 υπενθυμίζει κάτι βαθύτερο: ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει συναλλακτική, ευέλικτη και συχνά απρόβλεπτη. Με ταυτόχρονα ανοίγματα προς Ουάσιγκτον και Μόσχα και με διαρκείς επιπτώσεις για την ελληνική στρατηγική ασφάλεια.
Η Ρωσία στην Ουκρανία και η Τουρκία στην Κύπρο δεν είναι διαφορετικές ιστορίες. Είναι το ίδιο έργο, σε διαφορετική σκηνή. Αναθεώρηση συνόρων, αμφισβήτηση κυριαρχίας, στρατιωτική ισχύς πάνω από το διεθνές δίκαιο.
Και δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη φρεγάτα Belh@rra, που σήμερα στα ναυπηγεία της Λοριάν στη Γαλλία υψώνει την ελληνική σημαία, θα ονομαστεί ΚΙΜΩΝ προς τιμήν του Αθηναίου ναυάρχου που ηγήθηκε εκστρατείας κατά των Περσών στην Κύπρο.
Καταλήγοντας, οι S-400 δεν είναι το πρόβλημα. Είναι το σύμπτωμα. Το πραγματικό διακύβευμα είναι η ανοχή της Δύσης στον τουρκικό αναθεωρητισμό, όπως ακριβώς υπήρξε ανοχή στον ρωσικό πριν από την Ουκρανία. Η Κύπρος δεν ήταν εξαίρεση, ήταν το προηγούμενο. Και όποιος συνεχίζει να συναλλάσσεται με την ισχύ αντί με το διεθνές δίκαιο, απλώς προετοιμάζει το επόμενο πεδίο σύγκρουσης.






