Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
Είναι σαφές ότι το μείζον ερώτημα σήμερα στο ελληνικό πολιτικό τοπίο είναι εάν μπορεί να υπάρξει μια αξιόμαχη αντιπολίτευση απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία.
Δηλαδή, εάν μπορεί να υπάρξει μια αντιπολίτευση που να αποπνέει εμπιστοσύνη κυβερνησιμότητας και όχι μόνο έκφρασης διαμαρτυρίας.
Υπογραμμίζω τη λέξη κυβερνησιμότητα, γιατί εάν μιλούσαμε μόνο για την ικανότητα να αποδομείται η κυβερνητική ρητορική, να τεκμηριώνονται οι αρνητικές επιπτώσεις των κυβερνητικών μέτρων, και να προσφέρεται μια συνολικότερη εξήγηση γιατί –και στο όνομα ποιων «συμφερόντων»– προωθούνται τέτοια μέτρα, υπάρχει το ΚΚΕ που κάνει πολύ καλή δουλειά. Μόνο που δεν θέλει να κυβερνήσει.
Εάν τώρα μιλάμε για κυβερνησιμότητα τότε πρέπει να θυμόμαστε ότι αναγκαία και ικανή συνθήκη για το κόμμα που τη διεκδικεί είναι να εκπέμπει πρώτα και κύρια σταθερότητα. Δηλαδή, μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση πρέπει να αποπνέει μια σιγουριά ότι όντως θα είναι εκεί και δεν θα διακυβεύεται διαρκώς η ύπαρξή όσων αναλαμβάνουν την υλοποίησή της.
Εξού και αυτή η σταθερότητα περνάει σε μεγάλο βαθμό από το πρόσωπο του αρχηγού. Δηλαδή, αναγκαία τα προγράμματα και οι ιδεολογίες, αλλά οι ψηφοφόροι θέλουν να ξέρουν ότι ένα κόμμα έχει και μια ηγεσία που δεν αμφισβητείται, που εγγυάται την υλοποίηση των προγραμματικών θέσεων. Αυτό φάνηκε να μην το συνειδητοποιεί το ΠΑΣΟΚ, που μετά την αμφισβήτηση του Ανδρουλάκη με κύριο επιχείρημα «διαφυγόντα κέρδη» στις ευρωεκλογές, προχώρησαν σε εσωκομματικές εκλογές για να εκλέξουν -όπως όλα δείχνουν- τον ίδιο πρόεδρο. Το ποσοστό του Ανδρουλάκη δεν δικαιολογεί -αν δεν εκθέτει όσους το προκάλεσαν- το γιατί το κόμμα μπήκε σε αυτήν την περιπέτεια.
Γιατί αυτό που φαίνεται να μένει στο τέλος της ημέρας ως το μόνο χειροπιαστό αποτέλεσμα είναι η απώλεια πολύτιμου πολιτικού χρόνου σε μια συγκυρία που η ΝΔ γίνεται αποδέκτης έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Από τους κύριους λόγους που το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί αυτή τη στιγμή, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, να ωφεληθεί από την απόρριψη της ΝΔ από μεγάλα κοινωνικά τμήματα και τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς ότι αντιμετωπίζει εσωκομματικές διαταραχές και δεν αποπνέει εμπιστοσύνη ότι είναι έτοιμο να αναλάβει δράση.
Σε τελική ανάλυση εάν ένα κόμμα δεν μπορεί να αποφασίσει εάν θέλει και αν μπορεί να στηρίξει ακόμη και στα δύσκολα τον αρχηγό του, πώς μπορεί να πείσει ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί τα πολύ μεγαλύτερα διακυβεύματα της διακυβέρνησης;
Το Συντηρητικό Κόμμα της Αγγλίας που αποφάσισε να κάνει δύο αλλαγές αρχηγού μέσα στην ίδια κυβερνητική θητεία απλώς στο τέλος εισέπραξε ένα από τα πιο καταστροφικά αποτελέσματα της ιστορίας του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού όχι γιατί το κόμμα του έχει την ιδεολογική ηγεμονία, αλλά γιατί δεν αμφισβητείται ως αρχηγός. Φιλοδοξίες μπορεί να υπάρχουν στη Νέα Δημοκρατία, αλλά δεν υπάρχουν σήμερα κάποιοι που του «πριονίζουν» την καρέκλα. Και πριν ανοίξει ο ίδιος τον δρόμο για διαδοχή, δεν πρόκειται να γίνει καμία κίνηση.
Αυτό δίνει ένα ακόμη μεγάλο πλεονέκτημα στη Νέα Δημοκρατία. Γιατί δεν ψηφίζουν μόνο Νέα Δημοκρατία αλλά και Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν διαλέγουν μόνο καράβι αλλά ξέρουν και ποιος θα είναι ο καπετάνιος μέχρι να τελειώσει το ταξίδι.
Αφήνοντας, στην άκρη την τωρινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ που είναι ως να προσπαθούν όλες οι πτέρυγες να γράψουν συλλογικά ένα εγχειρίδιο καταστροφής ενός κόμματος, είναι σαφές ότι το πρόβλημα στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι αυτή τη στιγμή το πρόσωπο του αρχηγού, αλλά το εάν αυτός ο αρχηγός θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.
Γιατί είναι αλήθεια – και το έγραψα – ότι στο ΠΑΣΟΚ απέφυγαν την εικόνα του σκυλοκαβγά και γι’ αυτό μπόρεσαν να μην καταλήξει η διαδικασία εκλογής ηγεσίας να είναι μια τραυματική εμπειρία μέχρι τώρα.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν δώσει εγγυήσεις ότι θα εκλέξουν αρχηγό και θα τον αντιμετωπίσουν μετά με όρους σταθερότητας. Η κοινοβουλευτική ομάδα παραμένει μοιρασμένη μεταξύ των διεκδικητών και υπάρχει αρκετό περίσσευμα φιλοδοξίας, ώστε διάφοροι να θεωρήσουν το πέρας της εκλογής ως την αφετηρία της διαδικασίας για την επόμενη εκλογή.
Όμως, τα κόμματα δεν είναι μπουζουξίδικα, ώστε κάθε τόσο να αλλάζουν τα ονόματα στη μαρκίζα. Τα κόμματα είναι δυνάμει φορείς διακυβέρνησης.
Ακόμη και στο παράδειγμα του ΚΚΕ που ανέφερα, ένας από τους λόγους της απήχησής του είναι ότι την σταθερή παρουσία της Αλέκας Παπαρήγα, διαδέχτηκε η επίσης σταθερή παρουσία του Δημήτρη Κουτσούμπα, που έχει μείνει καιρό στην ηγεσία, έχει κάνει την εικόνα του οικεία στην κοινωνία και έχει βοηθήσει και τον ίδιο να ασκεί καλύτερα τα καθήκοντά του.
Ας θυμηθούμε, όμως, και το παράδειγμα του Γιώργου Παπανδρέου. Εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ το 2004 και μάλιστα με το σύστημα της εκλογής από τη βάση – είχαν συμμετάσχει πάνω από 1.000.000 πολίτες. Λίγο μετά έχασε πανηγυρικά τις εκλογές από τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Θα χάσει ξανά τις εκλογές του 2007. Θα ζητήσει την ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, θα την πάρει και τελικά θα κερδίσει τις εκλογές του 2009. Εάν είχε επικρατήσει μια λογική γρήγορης αλλαγής προσώπων, το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχε κερδίσει ποτέ τις εκλογές του 2009.
Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ παρότι επισήμως κανένας δεν είχε αμφισβητήσει την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό είχαν αρχίσει να υπάρχουν σαφή σημάδια αμφισβήτησής του στην πορεία προς τις εκλογές του 2023 σίγουρα έπαιξε ρόλο στην εκλογική καταστροφή.
Όλα αυτά εξηγούν ποιο είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή στο ΠΑΣΟΚ. Ναι, στον δεύτερο γύρο θα εκλέξουν αρχηγό.
Όμως, το ερώτημα είναι εάν την επόμενη μέρα θα γίνει αποδεκτό ότι αυτός είναι ο αρχηγός και αυτός πρέπει να είναι για καιρό, ή εάν θα ξεκινήσει αμέσως και η αμφισβήτησή του.
Και ξέρουμε καλά από την πολιτική ιστορία ότι δεν χρειάζεται η αμφισβήτηση να είναι ανοιχτή και επιθετική. Αρκεί μια διακριτική «λευκή απεργία», με τους αμφισβητίες απλώς να χτίζουν το δικό τους «όνομα» χωρίς να πολυασχολούνται με το που θα φτάσει το κόμμα και στο τέλος έρχεται η επόμενη εκλογική αποτυχία, άρα και η νέα διαδικασία εκλογής αρχηγού. Θυμηθείτε λίγο πώς φερόντουσαν τα διάφορα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς τις εκλογές του 2023 και θα καταλάβετε.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με το πώς συμπεριφέρονται οι ψηφοφόροι στις εκλογές. Η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή δεν είναι στη φάση όπου θέλει να κάνει μια εκλογική εξέγερση, όπως π.χ. το 2012. Το μεγαλύτερο μέρος της δεν αναζητά μια ψήφο διαμαρτυρίας αλλά μια ψήφο διακυβέρνησης, άρα μια ψήφο σταθερότητας.
Το ΠΑΣΟΚ αυτή τη στιγμή έχει μια εκλογική αφετηρία λίγο πάνω από το 13% – ας αφήσουμε στην άκρη τα μεγαλύτερα ποσοστά που ακούγονται ως «εκτίμηση ψήφου» γιατί αυτά είναι αναγωγές και υποθέσεις, ας μείνουμε σε αυτό που όντως μετριέται. Για να μπορέσει να φτάσει στο 20% ένα ποσοστό που θα το καταστήσει όντως μια δύναμη δυνάμει διακυβέρνησης χρειάζεται να αποπνεύσει ακριβώς την εικόνα σταθερότητας. Γιατί ο ψηφοφόρος τα μετράει όλα αυτά. Εάν δει ένα κόμμα που είναι έτοιμο να υπονομεύσει τον αρχηγό που μόλις εξέλεξε, θα εκτιμήσει ότι αυτό είναι ένα κόμμα που δεν θέλει πραγματικά να κυβερνήσει.
Μην με παρεξηγήσετε αυτά που γράφω δεν σημαίνουν απλώς επιστροφή στη λογική ότι όλα είναι «θέμα προσώπων». Αυτό που λέω είναι ότι ένα κόμμα έχει σταθερή ηγεσία όταν έχει σαφές πρόγραμμα, ξέρει που θέλει να πάει, στρατεύει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, διαμορφώνει προοπτική εξουσίας. Αντιθέτως, ένα κόμμα που δεν έχει σαφές πρόγραμμα, που ακόμη και εάν δεν θέλει να το παραδεχτεί δεν νιώθει έτοιμο για να κυβερνήσει, που δεν έχει ένα απτό αφήγημα, είναι ένα κόμμα που ο καθένας θα θεωρεί ότι το πιο βασικό είναι η δική του φιλοδοξία ότι «αυτός θα τα πήγαινε καλύτερα ως αρχηγός».
Και η σταθερότητα στην ηγεσία δεν σημαίνει ούτε αρχηγισμό ούτε προσωποκεντρική λειτουργία. Το κόμμα με την πιο σταθερή ηγετική φιγούρα, το ΚΚΕ, είναι ταυτόχρονα και το κόμμα που έχει την πιο συγκροτημένη συλλογική λειτουργία πάνω σε αρχές και το μικρότερο βαθμό προσωπικών φιλοδοξιών.
Βεβαίως όλα αυτά μας φέρνουν και στο ερώτημα του τι είναι ένα κόμμα.
Γιατί μπορεί να φέρνει έναν αέρα δημοκρατίας η εκλογή του αρχηγού από την κομματική βάση, όμως αυτό προϋποθέτει ότι υπάρχει μια συγκροτημένη κομματική βάση. Και συγκροτημένη κομματική βάση δεν είναι ένα σώμα ανθρώπων που αποφασίζουν να πάνε να ψηφίσουν για την εκλογή ηγεσίας σε ένα κόμμα στο οποίο δεν είναι μέλη και το οποίο δεν έχουν ψηφίσει – και πιθανώς δεν είναι καν διατεθειμένοι να το ψηφίσουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Νέα Δημοκρατία έχει βάλει την ασφαλιστική δικλείδα ότι στην από στην εκλογή από τη βάση συμμετέχουν όσοι γράφτηκαν μέλη μέχρι 15 ημέρες πριν από έναρξη της διαδικασίας.
Είναι και αυτός ένας τρόπος για να αποφεύγονται φαινόμενα όπως στις εκλογές του ΠΑΣΟΚ όπου είδαμε ειδικά στην Αθήνα ο κομματικός συσχετισμός να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που ούτε ήταν ούτε πρόκειται να γίνουν ΠΑΣΟΚ.
Γι’ αυτό και επιμένω ότι τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα αυτή τη στιγμή δεν αφορούν το ποιος θα εκλεγεί αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά το εάν θα απαντηθεί η ανάγκη για μια αντιπολίτευση που να είναι όντως μια εναλλακτική πρόταση με όρους σταθερότητας και κυβερνησιμότητας. Ακριβώς για να μπορέσει να προωθήσει στις μεγάλες αλλαγές που είναι αναγκαίες.