Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Κατηγορηματικά αντίθετοι με τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δήλωσαν οι Έλληνες δικαστές, απορρίπτοντας τις προτάσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης που, όπως αναφέρουν, πλήττουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και διαταράσσουν τη λειτουργία της πολιτικής δίκης. Σε πρόσφατη συνέλευση που διεξήχθη παρουσία εκπροσώπων δικαστικών ενώσεων και μελών του δικαστικού σώματος, η πλειοψηφία των παρευρισκομένων ψήφισε «όχι» στις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση.
Οι κυριότερες ενστάσεις αφορούν διατάξεις που, κατά τους δικαστές, ενισχύουν τον διοικητικό έλεγχο σε βάρος της δικαστικής ανεξαρτησίας και μετατρέπουν τις πολιτικές δίκες σε διαδικασίες ταχύρρυθμης εκδίκασης εις βάρος της ποιότητας και της πληρότητας της απονομής δικαίου. Όπως σημειώνουν, οι αλλαγές στοχεύουν στην επιτάχυνση της δικαστικής διαδικασίας, αλλά παραβλέπουν τη θεσμική σημασία της ακροαματικής διαδικασίας και την ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας.
Ιδιαίτερα προβληματική κρίνεται η ενίσχυση του ρόλου του προέδρου του τριμελούς δικαστηρίου, που σύμφωνα με την πρόταση θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες σε θέματα διαχείρισης των φακέλων και καθορισμού της σειράς εκδίκασης. Οι δικαστές θεωρούν ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αυθαιρεσίες ή ακόμα και σε παρεμβάσεις στη δικαστική κρίση.
Επιπλέον, οι δικαστικές ενώσεις εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για τις ρυθμίσεις που προβλέπουν περιορισμό των αναβολών, αυστηρότερα χρονοδιαγράμματα και ηλεκτρονική διεξαγωγή δικών χωρίς φυσική παρουσία των διαδίκων και των μαρτύρων. Αν και αναγνωρίζουν την ανάγκη εκσυγχρονισμού της διαδικασίας και αξιοποίησης της τεχνολογίας, τονίζουν ότι δεν πρέπει να θυσιάζεται η ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης στον βωμό της ταχύτητας.
Οι ενώσεις των δικαστών ζητούν την άμεση απόσυρση των συγκεκριμένων διατάξεων και καλούν το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε ουσιαστικό διάλογο με το δικαστικό σώμα και τους συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, προκειμένου να καταρτιστεί ένα πλαίσιο αλλαγών που θα εξυπηρετεί πραγματικά τους πολίτες και τη θεσμική λειτουργία των δικαστηρίων.
Από την πλευρά του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι οι αλλαγές κρίνονται απαραίτητες για τη μείωση των καθυστερήσεων στην απονομή δικαίου και την εναρμόνιση με ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, η αντίδραση του δικαστικού σώματος δείχνει ότι χωρίς συναίνεση και θεσμική συνεννόηση, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει θετικά αποτελέσματα.
Η δημόσια συζήτηση υπάρχει, με φόντο την αγωνία για μια Δικαιοσύνη ταχύτερη αλλά και ουσιαστικά δίκαιη , χωρίς εκπτώσεις σε αρχές που αποτελούν θεμέλιο του κράτους δικαίου. Σε καμία περίπτωση όμως οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να προχωρήσουν ερήμην των δικαστών.