Του Άλκη Δερβιτσιώτη*
Η εξαγγελθείσα νομοθετική πρωτοβουλία περί της συνάψεως γάμου –και κατά νομική συνέπεια– και τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια δημιούργησε πληθώρα ζητημάτων, όχι μόνο νομικών αλλά και φιλοσοφικών.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν διέφυγε της πεπατημένης στη χώρα μας, καθώς αναπτύχθηκαν δύο τρόποι αντιμετώπισης, ουδόλως επιθυμούντες την αλληλοκατανόηση, παραμένοντες μεταξύ τους ακατάληπτοι και ασυμφιλίωτοι. Εξ αυτών, οι αρνητές προβλέπουν τη διάλυση της κοινωνίας ως δυσμενή συνέπεια της σχετικής ρύθμισης, ενώ οι υποστηρικτές αυτής υποστηρίζουν ότι δι’ αυτής αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται ζήτημα ισότητας. Είναι αυτονόητο ότι το εν λόγω θέμα δεν προσφέρεται ούτε προς καταγγελία ούτε προς εξύμνηση αλλά προς κατανόηση και ερμηνεία. Στις γραμμές που ακολουθούν καταβάλλεται προσπάθεια προκειμένου να παρουσιαστούν τα αναφυόμενα θέματα.
Ως προς τα νομικά ζητήματα που προκύπτουν καταρχάς και οπωσδήποτε κρίσιμες είναι οι διατάξεις του Συντάγματος καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Το σχετικό άρθρο 21 παρ. 1 εδ.α. του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Εξ άλλου το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι, με τη συμπλήρωση ηλικίας γάμου, ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο και να ιδρύουν οικογένεια, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους που διέπουν αυτόν. Επιπλέον το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις ο γάμος ως σύμβαση του οικογενειακού δικαίου είναι νομική έννοια, δηλαδή νομικός τεχνικός όρος, σε αντίθεση προς την οικογένεια. Το Σύνταγμα όταν κατοχυρώνει τον όρο οικογένεια εννοεί όχι μόνο αυτή που προκύπτει από τη σύναψη γάμου αλλά και αυτή ως πραγματική κατάσταση. Υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση οικογενειακού δικαίου που ονομάζεται γάμος και καταρτίζεται με θρησκευτικό ή πολιτικό τύπο, σημαίνει τη διαρκή κοινωνία βίου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα διαφορετικού φύλου. Συγχρόνως ο όρος γάμος υποδηλώνει τόσο τη σύσταση όσο και την ίδια την έννομη σχέση. Μολονότι το οικείο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα, γνωστό ως οικογενειακό δίκαιο, δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη σχετικά με το διαφορετικό φύλο των συζύγων, η κρατούσα γνώμη, αντιλαμβάνεται τον γάμο ως σύμβαση μεταξύ ετερόφυλων προσώπων.
Ενισχυτικά της εν λόγω γνώμης επιχειρήματα παρέχουν οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, παλαιόθεν και κατ’ επανάληψη νομολογήθηκε από τα ανώτατα δικαστήριά μας ότι η ένωση άνδρα και γυναίκας σε κοινό βίο «αφ’ εαυτού εννοείται ότι έχει ως βάσεις τας συνθήκας εκείνας τας οποίας διαγράφουν αφενός μεν οι φυσιολογικοί όροι συμβιώσεως των φύλων, αφετέρου δε αι εκάστοτε εις ορισμένην κοινωνίαν κρατούσαι ηθικαί αρχαί. Ουδείς των συζύγων δύναται να αξιώση παρά του ετέρου όρους συμβιώσεως διαφόρους εκείνων, ους επιβάλλει αφ’ ενός μεν η φύσις, αφετέρου δε η κοινωνία». Η ανωτέρω επισήμανση κατ’ ουσίαν προδιέγραψε τη σημασία της οικογένειας για την τεκνοποιϊα ως μέθοδο «συντήρησης και προαγωγής του Έθνους» που θέτει το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος. Την ίδια αντίληψη ότι ο γάμος είναι υπόθεση ετερόφυλων προσώπων υπηρετεί η διάταξη του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ, η οποία ερμηνεύεται ότι δεν αφορά στα ομόφυλα ζευγάρια (Βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Rees 17.10.1986). Αντιθέτως όμως το άρθρο 8 ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, τον οικογενειακό βίο, προστατεύει και τη συμβίωση ομόφυλου ζεύγους (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Shall και Kopf 24.6.2010).
Δεδομένης της παρατεθείσας νομολογίας του δικαστηρίου στο Στρασβούργο διαμορφώθηκε η πεποίθηση ότι υπό τον όρο γάμος εννοείται αναμφισβήτητα μόνο η ένωση άνδρα και γυναίκας, χωρίς όμως να αποκλείεται παρόμοια νομική μεταχείριση βάσει ρητής διάταξης νόμου που προβλέπει συμβίωση προσώπων του ίδιου φύλου, αν και οι συμφωνίες αυτές «δεν είναι ούτε μπορούν να χαρακτηρίζονται ως γάμος». (Δαγτόγλου, «Ατομικά Δικαιώματα», Γ’ έκδοση σ. 401-402). Κατά τη γνώμη αυτή ο γάμος συνάπτεται από ετερόφυλα πρόσωπα. Αντιθέτως, το σύμφωνο συμβίωσης καταρτίζεται και από ετερόφυλα και από ομόφυλα ζευγάρια. Περαιτέρω από τις ανωτέρω σημειωθείσες διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος και των άρθρων 12 και 8 της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι ο γάμος δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έννοια της οικογένειας και του οικογενειακού βίου. Ωστόσο ο γάμος αποτελεί τη νομική βάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικογενειών. Εξ αυτού παρέπεται ότι δεν επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη, ως υποχρέωση, να εξισώσει νομικά την άγαμη προς την έγγαμη συμβίωση, ούτε να εξισώσει ετερόφυλα προς ομόφυλα ζευγάρια. Αυτό που υποχρεωτικά δεσμεύει τον νομοθέτη είναι ο σεβασμός του οικογενειακού βίου, ανεξαρτήτως αν αυτός δημιουργείται από γάμο, σύμφωνο συμβίωσης ή ως πραγματική κατάσταση. Τόσο η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του Συντάγματος, όσο και οι σχετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ μέχρι σήμερα τουλάχιστον βασίζονται στα βιολογικά φύλα.
Αυτό, άλλωστε, πιστοποιήθηκε μέσω των αποφάσεων του αρμόδιου δικαστηρίου που εκήρυξε ως ανυπόστατους τους –πολιτικούς– γάμους ομόφυλων ζευγαριών που έλαβαν χώρα στο δημαρχείο της Τήλου. Κατά τα λοιπά, είναι προς συζήτηση η έκταση του διαπλαστικού περιθωρίου του νομοθέτη να διευρύνει το περιεχόμενο του όρου «φύλο» και συνακόλουθα το περιεχόμενο του όρου «γάμος». Η σχετική διαδικασία λειτουργεί ως επεκτατική ισότητα, η οποία όμως αναμφισβήτητα ανήκει στον νομοθέτη υπό την προϋπόθεση σεβασμού του Συντάγματος. Πάντως σε αρκετές χώρες μέλη της Ε.Ε. ο νομοθέτης προέβη, χωρίς αυτό να είναι δεσμευτικό για εμάς, σε αναπροσδιορισμό προσώπων που μπορούν να συνάψουν τη σύμβαση οικογενειακού δικαίου που καλείται γάμος.
*Ο Άλκης Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης