Του Μιχάλη Κωτσάκου
Να κατεβάσει τους τόνους της αντιπαράθεσης με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς και πρώην αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν στους συνομιλητές τους κύκλοι του Μαξίμου.
Στην ομιλία του Μάριο Μόντι στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέσω των χειραψιών με τους κ.κ. Σαμαρά και Καραμανλή προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις και να στείλει ένα μήνυμα προς το «γαλάζιο» ακροατήριο ότι δεν υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα στις σχέσεις των τριών ανδρών. Μάλιστα και η κοινή παρουσία του κ. Μητσοτάκη και του κ. Σαμαρά στην εκδήλωση στο σπίτι του Οδυσσέα Ελύτη την επομένη ήταν ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης των σχέσεων, σύμφωνα με πηγές από το πρωθυπουργικό επιτελείο.
Ακόμη και οι πιο «θερμοκέφαλοι» που ήταν υπέρμαχοι της αναγκαίας όπως την χαρακτηρίζουν απάντησης του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Σαμαρά μέσω του βήματος της Βουλής, κατανοούν πλέον ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτός ο ιδιότυπος διχασμός, καθώς μόνο κακό μπορεί να κάνει στην παράταξη. Εξάλλου οι δύο πρώην πρωθυπουργοί εκφράζουν την ανησυχία τους για την πορεία των εθνικών θεμάτων. Απλά ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης.
Όμως ο Κώστας Καραμανλής στην ομιλία του σε εκδήλωση την προηγούμενη Δευτέρα στην Θεσσαλονίκη, όχι μόνο εξέφρασε κι αυτός την ανησυχία του για τα εθνικά, αλλά έψεξε και το Μαξίμου για τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται σε όλους όσοι έχουν διαφορετική άποψη με τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
«Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Τους δημιουργεί άλλωστε η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξή τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφ όσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή», είπε ο Κώστας Καραμανλής.
Ο ήπιος τρόπος που μίλησε ο Κώστας Καραμανλής για τα εθνικά έγινε αντικείμενο προπαγάνδας από το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου. Ναι ο κ. Καραμανλής ήταν σαφέστατα πιο ήπιος από ότι στην εκδήλωση στο Πολεμικό Μουσείο την 1η Ιουλίου, όμως έχει μία ξεκάθαρη εξήγηση. Ο πρώην πρωθυπουργός σκέφθηκε ότι δεν πρέπει να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Γιώργο Γεραπετρίτη και συνολικά την κυβέρνηση λίγα 24ωρα πριν από την έλευση του Χακάν Φιντάν στην Αθήνα. Όμως την ίδια ώρα φρόντισε να απαντήσει σε κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι ανάλογη τακτική ακολούθησε και την περίοδο της πρωθυπουργίας του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την περίοδο 1974-1980. Όπως είπε ο κ. Καραμανλής «ο ισχυρισμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν έτοιμος να μπει σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με την Τουρκία όπως ακούγεται από κάποιες πλευρές τελευταία, δεν ευσταθεί. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία, η οριοθέτηση δηλαδή της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο θα έπρεπε να επιλυθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, αν χρειαστεί και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης βάσει συνυποσχετικού. Και ήταν η Τουρκία που υπαναχώρησε τότε. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Με άλλα λόγια ο υπαινιγμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει επί θεμάτων που μονομερώς και αυθαίρετα επιχειρεί να προσθέτει διαχρονικά η Τουρκία στην ατζέντα είναι ανακριβής, έωλος και ίσως εκ του πονηρού». Είναι χαρακτηριστικό ότι η εν λόγω φράση του πρώην πρωθυπουργού έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και θερμό χειροκρότημα από τους παρόντες.
Άλλη τακτική
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Καραμανλής έστω και με πιο ήπιο τρόπο είπε σημαντικά πράγματα που αναμφίβολα ενόχλησαν το Μαξίμου. Όμως την ίδια ώρα φαίνεται ξεκάθαρα, ότι Κυριάκος Μητσοτάκης δεν σκοπεύει-προς ώρας τουλάχιστον- να υιοθετήσει την ίδια τακτική με αυτή ακολούθησε με τον Αντώνη Σαμαρά. Δηλαδή να του απαντήσει μέσω της Βουλής. Αυτό εξάλλου έγινε σαφές καις την τελευταία του ομιλία στο Κοινοβούλιο, όπου απάλλαξε την κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 από κάθε ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας και τα όσα επακολούθησαν. Και για να επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτής της άποψης ήταν κι ένα ψέμα, καθώς ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός του 2010 που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 2009 αύξησε τις δαπάνες. Ενώ η αλήθεια είναι ότι στο προϋπολογισμό του 2010 προβλεπόταν μείωση δαπανών κατά 2,5%.
Περί μετώπου
Στο Μαξίμου θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορεί πιο εύκολα να διασπαστεί το μέτωπο των δύο πρώην πρωθυπουργών. Οι κ.κ. Καραμανλής και Σαμαράς προέρχονται από την ίδια πολιτική παράταξη μεγαλωμένοι με την ιδεολογία που καθόρισε ο ιδρυτής της παράταξης, οπότε ανεξάρτητα εάν είναι φίλοι ή όχι μπορούν να αφουγκραστούν και την βάση, αλλά τις ανάγκες της κοινωνίας. Και οι δύο κινούνται στην ίδια ρότα, διότι πολύ απλά βλέπουν κάποια πράγματα που δεν αρέσουν στην πλειοψηφία του κόσμου. Διότι τις ίδιες πάνω-κάτω ανησυχίες εξέφρασε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος με ακόμη πιο μπρουτάλ τρόπο έκανε λόγο στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης ότι «δεν θα ανεχθούμε κανένα παζάρι». Και βέβαια όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο κ. Ανδρουλάκης δεν παίρνει γραμμή από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς.
Οι πρωθυπουργικοί συνεργάτες εκτιμούν πως εάν υπάρξει μία πιθανή υποψηφιότητα Κώστα Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας, αυτομάτως θα μειώσει τις διαφωνίες πολλών «γαλάζιων» βουλευτών και θα ηρεμήσει την κατάσταση. Όμως από την άλλη μία υποψηφιότητα του Κώστα Καραμανλή είναι πολύ πιθανό να κερδίσει τις ψήφους από την Ελληνική Λύση και τη Νίκη, όμως θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα λάβει τις αρνητικές ψήφους από τα κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Κάτι που είναι βέβαιο ότι θα ενοχλήσει και τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό, κύκλοι του οποίου ισχυρίζονται πως δεν ενδιαφέρεται για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Στο ερώτημα δε, εάν έχει κάποια κρυφή επιδίωξη απαντά αρνητικά, ενώ σταθερή εμφανίζεται και η θέση πως δεν υπάρχει καμία πρόθεση να αποδεχθεί μία ενδεχόμενη πρόταση για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνομιλητές του επιμένουν ότι η μόνη του επιδίωξη, μέσω των δημοσίων παρεμβάσεων του, είναι η «ανάδειξη των εθνικών γραμμών της χώρας και οι προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουμε σπιθαμή από αυτές». Όπως μάλιστα τονίζουν τα ίδια πρόσωπα, «είναι ο μακροβιότερος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και δικαιούται να το κάνει».
Περισσότερο βάσιμη φαίνεται ωστόσο μια διαφορετική ερμηνεία, η οποία διατυπώνεται από άλλα στελέχη της Ν.Δ. Σύμφωνα με αυτή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει καλά και σε έναν βαθμό αποδέχεται την ύπαρξη ενός οργανωμένου «καραμανλικού» μπλοκ, με συγκεκριμένα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και εκπροσώπηση στη βάση του κόμματος και στην ΚΟ. Δεν έχει διάθεση να συγκρουστεί με αυτή την ομάδα, ούτε με τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν κατά προφανή τρόπο πολλαπλώς επιζήμιο, ενώ θα ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με τις διαρκείς επικλήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται ότι στο προσεχές διάστημα θα επιχειρηθεί να διατηρηθούν πολύ χαμηλά οι τόνοι ανάμεσα στο μητσοτακικό και στο καραμανλικό μπλοκ, ενώ ήδη ο Πρωθυπουργός έχει ξεκινήσει μια σειρά από επαφές με στελέχη αυτού του πολιτικού κλίματος.
Η ενόχληση υπάρχει
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να μην απαντήσει στα όσα είπε ο Κώστας Καραμανλής στην Θεσσαλονίκη, κρίνοντας ως μία ήπια ομιλία, υπάρχει ενόχληση. Και αυτή προήλθε από τις αναφορές του πρώην πρωθυπουργού για την καθημερινότητα. Μάλιστα ο τρόπος που αναφέρθηκε για τους έχοντες και μη έχοντες κάνοντας λόγο για χάσμα προκάλεσε πονοκεφάλους. Όπως επίσης και η αναφορά στους θεσμούς.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Καραμανλής επιφύλασσε αρκετά μηνύματα προς την κυβέρνηση. Το πρώτο ήταν για τους θεσμούς: «Οι παρακαταθήκες αυτές του Κωνσταντίνου Καραμανλή έχουν ξεχωριστή σημασία και σήμερα. Διότι μπορεί πράγματι το δημοκρατικό πολίτευμα να είναι στέρεα εδραιωμένο στην χώρα μας, μπορεί πράγματι να έχει αυξηθεί σημαντικά ανά τον κόσμο ο αριθμός των χωρών με δημοκρατικό καθεστώς, όμως κίνδυνοι για την δημοκρατία και κυρίως την ποιότητά της ελλοχεύουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικότητα προτού προξενήσουν ανεπανόρθωτες βλάβες».
Επίσης ο κ. Καραμανλής «διέγνωσε» ότι το νέο κοινωνικό μοντέλο στο οποίο επιμένει το Επιτελικό Κράτος, αφήνει στο περιθώριο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού: «Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ωθεί αυξανόμενο αριθμό πολιτών στην αποχή και άρνηση της πολιτικής διαδικασίας. Ακόμα χειρότερα στα μάτια πολλών το σύστημα έχει απολέσει την νομιμοποίησή του. Μεταβάλλονται είτε σε «φυγάδες της πολιτικής» δηλαδή απορρίπτουν την συμμετοχή τους στα κοινά, είτε σε «πολιτικούς νομάδες» εγκαταλείποντας ιστορικά κόμματα και στρέφονται σε πιο ακραίες φωνές και σχήματα. Η δε δυσαρέσκεια και απογοήτευσή τους οδηγεί και τον δημόσιο βίο σε όλο και μεγαλύτερη οξύτητα, επιθετικότητα, λεκτική και όχι μόνο βία, τραυματίζοντας και με αυτόν τον τρόπο την σταθερότητα και την δημοκρατική διαδικασία. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη η Δύση να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό – οικονομικό μοντέλο που θα απαντά στις αγωνίες, τα αδιέξοδα, τον αποκλεισμό που αισθάνονται ιδίως οι λιγότερο ευνοημένοι πολίτες».
Ο πρώην πρωθυπουργός έριξε φαρμακερά βέλη και από την Θεσσαλονίκη, ζητώντας ισχυρή νομιμοποίηση της δημοκρατίας και να μην κατηγορούν τους διαμαρτυρόμενους ως «ψεκασμένους»: «Κανένα πολιτικό σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Και ρίχνουν λάδι στην φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές. Είναι σοκαριστική η αποκάλυψη σε πρόσφατη έρευνα της κοινής γνώμης, το 50% των ερωτηθέντων να δηλώνουν ότι αισθάνονται «εκτός των τειχών» εκτός κοινωνίας δηλαδή, αποκλεισμένοι και απροστάτευτοι. Το ογκούμενο χάσμα μεταξύ λίγων εχόντων και πολλών μη εχόντων είναι βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας και μάλιστα όχι βραδυφλεγής».
Κι εκεί που αναμφίβολα πόνεσε την κυβέρνηση και το Μαξίμου ήταν η αναφορά του κ. Καραμανλή στους θεσμούς: «Εξ ίσου σοβαρό θέμα είναι η αυξανόμενη έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς. Η ανομία, η κάθε μορφής εγκληματικότητα, από την παιδική βία και τον χουλιγκανισμό ως τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος δείχνουν καθαρά ότι η νομιμότητα αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Το ίδιο συμβαίνει με την δικαιοσύνη. Πλανάται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια αίσθηση μεροληψίας προς τους ισχυρούς, και αυστηρότητας προς τους αδύναμους. Ακόμα και κράτη μέλη της Ε.Ε. μπαίνουν στον πειρασμό να χειραγωγήσουν την δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο κι όμως συμβαίνει. Η καθυστέρηση στην απόδοση δικαιοσύνης οξύνει την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Αν όμως οι πολλοί δεν εμπιστεύονται την δικαιοσύνη, ναρκοθετείται το δημοκρατικό πολίτευμα. Η πίστη στην δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την λειτουργία της δημοκρατίας. Όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Χάμιλτον, ένας εκ των ιδρυτών πατέρων των ΗΠΑ «Πιστεύω ότι το πρώτιστο καθήκον της κοινωνίας είναι η δικαιοσύνη».
Τέλος ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε εκτενώς και στην στοχοποίηση της διαφορετικής άποψης για όλους όσοι είναι απέναντι στο κυρίαρχο αφήγημα: «Καίριας σημασίας ζήτημα για την ποιότητα της δημοκρατίας είναι η έγκυρη, ακριβής και αμερόληπτη ενημέρωση. Είναι αναγκαίος όρος για την ελεύθερη επιλογή, η οποία υπονομεύεται όταν η πληροφόρηση, με ή χωρίς εισαγωγικά, εξυπηρετεί σκοπιμότητες ή επί μέρους συμφέροντα. Τείνει να γίνει κανόνας η προπαγάνδα της στοχοποίησης και κατασυκοφάντησης όσων δεν ταυτίζονται με το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημά της. Στην αντιδημοκρατική λογική του «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός».