ΤουΝίκου Νικολόπουλου
Η συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης έφερε στην επιφάνεια τη δυσφορία του για την κριτική που δέχεται όσον αφορά τους χειρισμούς του στα ελληνοτουρκικά. Παρά την προσπάθειά του να απαντήσει, οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε, όπως «πατριώτες της φακής», προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και ενίσχυσαν την απογοήτευση του ελληνικού λαού για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα εθνικά ζητήματα.
Οι εκφράσεις αυτές όχι μόνο πλήγωσαν το εθνικό αίσθημα, αλλά και έδειξαν μια υποτίμηση της ανησυχίας που υπάρχει για την εξέλιξη των σχέσεων με την Τουρκία. Ο πατριωτισμός δεν είναι απλώς μια λέξη που πετιέται στην πολιτική αντιπαράθεση, αλλά εκφράζει το ενδιαφέρον και την αφοσίωση ενός λαού στην προστασία της εθνικής του κυριαρχίας. Οι αναφορές του Πρωθυπουργού σε «πατριώτες της φακής» και «ουρές στα σκέλια» υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα της συζήτησης και μετατρέπουν το ζήτημα σε προσωπική επίθεση.
Αυτού του είδους η ρητορική δεν συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά ενισχύει την πόλωση και το κλίμα διχασμού. Ιδιαίτερα όταν η χώρα αντιμετωπίζει κρίσιμα θέματα, όπως οι σχέσεις με την Τουρκία, οι επιθέσεις σε όσους ασκούν κριτική ή εκφράζουν ανησυχίες είναι επιζήμιες. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να καταλάβει ότι η υπεύθυνη πολιτική διαχείριση απαιτεί ψυχραιμία και διάλογο, όχι βαρύγδουπες εκφράσεις που αποσκοπούν στη συσπείρωση των δικών του υποστηρικτών.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι οι δηλώσεις αυτές φαίνεται να στοχεύουν την εσωκομματική αντιπολίτευση, ιδίως τον πρώην Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Μητσοτάκης επιχειρεί να δώσει την εντύπωση ότι η κυβέρνησή του είναι η μόνη που μπορεί να διαχειριστεί τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ενώ οι επικριτές του παρουσιάζονται ως επικίνδυνοι λαϊκιστές που υποσκάπτουν την εθνική στρατηγική.
Ωστόσο, αυτή η τακτική έχει εμφανή αδυναμία. Ο δημόσιος διάλογος για τα ελληνοτουρκικά απαιτεί σοβαρότητα και προσεκτικό χειρισμό. Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να αναγνωρίζουν τη σημασία του διαλόγου και της διαφάνειας. Οι χαρακτηρισμοί και οι προσβολές δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματική φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στους επικριτές του, κατηγορώντας τους για ενδοτισμό και υπαινισσόμενος ότι σε μια κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα υποχωρούσαν. Αυτές οι δηλώσεις είναι τουλάχιστον ατυχείς. Αν ο Πρωθυπουργός πιστεύει ότι κάποιοι υποστήριξαν αντίθετες θέσεις στην κρίση του Έβρου, πρέπει να τους κατονομάσει. Διαφορετικά, αυτές οι δηλώσεις αποτελούν απλώς ρητορικά πυροτεχνήματα.
Η κυβέρνηση, όπως φαίνεται, ανησυχεί έντονα για την εσωκομματική αντίδραση και τις ενδεχόμενες ερωτήσεις που μπορεί να τεθούν στη Βουλή σχετικά με τα ελληνοτουρκικά. Πληροφορίες από το Μαξίμου δείχνουν ότι έχουν σταλεί προειδοποιήσεις σε κυβερνητικούς βουλευτές να μην υπογράψουν τέτοιες ερωτήσεις, υπό την απειλή «μαύρης λίστας».
Η απογοήτευση που εκφράζουν κυβερνητικοί βουλευτές, οι οποίοι διερωτώνται για τη στάση του Πρωθυπουργού στη Θράκη, την Κάσο και την υπόκλιση Γεραπετρίτη στον Ερντογάν, είναι ενδεικτική της αμηχανίας που υπάρχει μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η έλλειψη σαφούς και αποφασιστικής πολιτικής γραμμής στα εθνικά ζητήματα προκαλεί έντονο προβληματισμό.
Το συμπέρασμα από τις τελευταίες εξελίξεις είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντί να δίνει απαντήσεις στα ουσιαστικά ερωτήματα, επιλέγει να επιτίθεται σε όσους τον κριτικάρουν. Όμως, ο πατριωτισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για πολιτικές αντεγκλήσεις. Η πραγματική πρόκληση για τον Πρωθυπουργό είναι να αποδείξει με πράξεις ότι προασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα και ότι μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, χωρίς να καταφεύγει σε επιθετικές και διχαστικές δηλώσεις.