Νέα καταδίκη από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) επιβλήθηκε στην Ελλάδα, μετά από προσφυγή 18χρονης Βρετανίδας που είχε καταγγείλει ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου τον Σεπτέμβριο του 2019 ενώ βρισκόταν σε διακοπές με τη μητέρα της, καθώς σύμφωνα με την απόφαση έγινε ανεπαρκής και αναποτελεσματική έρευνα της υπόθεσης από τις ελληνικές αρχές.
Η απόφαση αυτή είναι εξαιρετικά ανησυχητική δεδομένου ότι περιλαμβάνει στοιχεία από την Έκθεση Αξιολόγησης για την Ελλάδα GREVIO Baseline που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2023, στην οποία «εκφράστηκε ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων, τα οποία υποδηλώνουν είτε ότι οι διαδικασίες διερεύνησης ήταν αναποτελεσματικές είτε ότι εφαρμοζόταν αδικαιολόγητα υψηλό κατώτατο όριο που απαιτείται για την επίτευξη καταδικαστικής απόφασης…» για τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Η καταγγελία
Η 18χρονη κατέθεσε μήνυση την ίδια ημέρα, αλλά όπως ισχυρίστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) «δεν της δόθηκε καμία πληροφορία σχετικά με τις ιατρικές εξετάσεις που υπεβλήθη και καμία εξήγηση για τη δικαστική διαδικασία. Κανένα μέτρο δεν ελήφθη για να κρατηθεί σε απόσταση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεταφερθεί στην ίδια κλινική του νοσοκομείου την ίδια ώρα με την ίδια και τον οποίο έπρεπε να αναγνωρίσει προσωπικά στο αστυνομικό τμήμα».
Όπως ανέφερε «της πήραν δείγμα αίματος, και η σωματική εξέταση που διενήργησε ένας άνδρας γιατρός αποκάλυψε μώλωπες στα πόδια, στους μηρούς και στα γεννητικά όργανα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι την επόμενη ημέρα, η αστυνομία την μετέφερε στο αστυνομικό τμήμα της Πρέβεζας όπου την ενημέρωσαν ότι έπρεπε να υπογράψει έγγραφα στα ελληνικά, παρόλο που δεν της δόθηκε επίσημη μετάφραση».
Νέα καταδίκη από το ΕΔΔΑ: Ο φερόμενος δράστης αφέθηκε ελεύθερος
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σε βάρος του μπάρμαν κινήθηκε ποινική διαδικασία για βιασμό. «Αφού κατέθεσε το απολογητικό του υπόμνημα του στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, αφέθηκε ελεύθερος. Η κύρια έρευνα έκλεισε στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, με τον εισαγγελέα να διαπιστώνει ότι η Χ. είχε συναινέσει στην πράξη της συνουσίας, ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις πως είχε διαπραχθεί βιασμός και ότι οι κατηγορίες θα έπρεπε να αποσυρθούν. Η επακόλουθη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2021 έκρινε ότι λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, την ιατροδικαστική έκθεση, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη. Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι δεν θα έπρεπε να καταλογιστούν έξοδα σε βάρος της Χ. καθώς δεν είχε αποδειχθεί ότι η καταγγελία της ήταν εντελώς ψευδής» σημειώνεται.
Σύμφωνα με την απόφαση, «η προσφεύγουσα δεν έλαβε καμία πληροφορία καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση μέσω της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2020, η εκπρόσωπός της ενημερώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2021 ότι η πρεσβεία είχε λάβει ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε».
Οι Αρχές αρνήθηκαν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης
Το θύμα συνέχισε να ψάχνει και στις 25 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα έστειλε η ίδια μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εισαγγελία, ζητώντας να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα αστυνομικά και νοσοκομειακά αρχεία. «Λίγες ημέρες αργότερα έλαβε την απάντηση ότι δεν είχε την ιδιότητα της υποστηρίζουσας την κατηγορία στην υπόθεση, καθώς δεν είχε δηλώσει κάτι τέτοιο στη κατάθεσή της στην αστυνομία και δεν είχε καταβάλει το σχετικό τέλος. Επιπλέον, δεν είχε εμφανιστεί για να καταθέσει ενώπιον του ανακριτή την επομένη του συμβάντος και δεν είχε διορίσει δικηγόρο για να την εκπροσωπήσει. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης» επισημαίνεται.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης και συγκεκριμένα ότι «η προσφυγή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την προσφυγή της λιγότερο από έξι μήνες αφότου έμαθε ότι δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες κατά του μπάρμαν».
Όπως αναφέρεται «το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί νωρίτερα για τη δικαστική απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορούσε να της καταλογιστεί. Ομοίως, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι, λόγω του ότι δεν ήταν διάδικος στην ποινική διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Σημείωσε ότι, εξαρχής, δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά της να λάβει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας και το ρόλο της σε αυτήν, και δεν της είχε δοθεί καμία πληροφορία σε γλώσσα που θα μπορούσε να κατανοήσει σχετικά με τη διαδικασία και τα νομικά μέτρα που είναι διαθέσιμα σε αυτή, παρόλο που, στην κατάθεσή της στην αστυνομία, είχε δηλώσει ρητά ότι ήθελε ο κατηγορούμενος να διωχθεί και να τιμωρηθεί».
Η απόφαση του ΕΔΔΑ: «Οι αρχές θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους τα δικαιώματα του φερόμενου ως θύματος και να αποφύγουν τη δευτερογενή θυματοποίηση»
Παρά το γεγονός πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε πως η Ελλάδα διέθετε επαρκές νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για την ορθή αντιμετώπιση της υπόθεσης, διαπίστωσε ωστόσο ότι «οι αρχές δεν το είχαν εφαρμόσει στην πράξη, καθώς δεν είχαν προβεί σε αποτελεσματική έρευνα. Οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη τους τα δικαιώματα του φερόμενου ως θύματος και να αποφύγουν τη δευτερογενή θυματοποίηση. Η ιδιαίτερη φύση της υπόθεσης, η ιδιότητα της προσφεύγουσας, η νεαρή της ηλικία και το γεγονός ότι ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών της σε ξένη χώρα απαιτούσαν μια ευαίσθητη προσέγγιση εκ μέρους των αρχών. Οι ανακριτικές αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για να αποτρέψουν την περαιτέρω τραυματοποίησή της και δεν είχαν λάβει υπόψη τις ανάγκες της επαρκώς υπόψη».
Στην απόφαση του ΕΔΔΑ υπογραμμίζεται πως οι Αρχές «δεν την είχαν ενημερώσει για τα δικαιώματά της ως θύματος, όπως το δικαίωμά της σε νομική συνδρομή, το δικαίωμά της να λαμβάνει πληροφορίες και να αντιτίθεται στη διερμηνεία. Επιπλέον, δεν είχαν λάβει επαρκή μέτρα για να μετριάσουν αυτό που ήταν σαφώς μια οδυνηρή εμπειρία για την ίδια, όπως η αλληλεπίδρασή της με την αστυνομία, η ιατρική εξέταση και το γεγονός ότι την έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατηγορούμενο στο νοσοκομείο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγνώρισης».
Παράλληλα, το ΕΔΔΑ σημειώνει πως κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας «ούτε η εισαγγελία ούτε το δικαστήριο είχαν αναλύσει τις περιστάσεις της υπόθεσης από την σκοπιά της έμφυλης βίας. Δεν είχαν κατορθώσει να εξακριβώσουν όλες τις περιστάσεις και να λάβουν υπόψη τους ιδιαίτερους ψυχολογικούς παράγοντες σε υποθέσεις φερόμενων ως βιασμών και να προβούν σε μια αξιολόγηση της αξιοπιστίας των διαφόρων καταθέσεων. Δεν είχε γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι διαφορές ή να εκτιμηθεί η ψυχική κατάσταση της προσφεύγουσας».
«Δεν ήταν μεμονωμένα σφάλματα αλλά σημαντικές ελλείψεις» λέει το ΕΔΔΑ
«Τα στοιχεία αυτά, εκτός από την αξιολόγηση της ιατροδικαστικής έκθεσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν διέψευδε την εκδοχή των γεγονότων της προσφεύγουσας, δεν ήταν μεμονωμένα σφάλματα αλλά σημαντικές ελλείψεις» τονίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Για να καταλήξει πως «χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έκρινε ότι η αποτυχία των ανακριτικών και δικαστικών αρχών να απαντήσουν επαρκώς στους ισχυρισμούς βιασμού της προσφεύγουσας έδειξε ότι δεν είχαν εξετάσει την υπόθεση με την απαιτούμενη προσοχή ώστε να μπορέσουν να την εξετάσουν σωστά, εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους βάσει της ΕΣΔΑ».
Παραπέμπει μάλιστα στην Έκθεση Αξιολόγησης για την Ελλάδα GREVIO Baseline που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2023, στην οποία «εκφράστηκε ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων, τα οποία υποδηλώνουν είτε ότι οι διαδικασίες διερεύνησης ήταν αναποτελεσματικές είτε ότι εφαρμοζόταν αδικαιολόγητα υψηλό κατώτατο όριο που απαιτείται για την επίτευξη καταδικαστικής απόφασης και ότι παρόλο που ο εθνικός νόμος προέβλεπε ένα ολοκληρωμένο σύνολο δικαιωμάτων για τα θύματα εγκλημάτων με βάση το φύλο, οι περισσότερες από τις διατάξεις δεν εφαρμόζονταν πλήρως στην πράξη και η εμπειρία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα τραυματική για πολλές γυναίκες και κορίτσια-θύματα».
Επιμέλεια: echrcaselaw.com