Αποκαλυπτικά είναι τα νέα στοιχεία για το πώς ο Άρειος Πάγος ματαίωσε την αποκάλυψη της σχέσης Κυβέρνησης – Predator και η έρευνα απ’ τους Reporters United.
Νέα στοιχεία που δείχνουν ότι η παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη για διαβίβαση της υπόθεσης για το Predator Gate από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση δεν θα οδηγήσει σε αναβάθμιση της δικαστικής έρευνας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα σε μη διαλεύκανσή της, φέρνουν στο φως οι Reporters United.
Όπως αποκαλύπτει η ερευνητική ομάδα, στις 28 Σεπτεμβρίου η Εισαγγελία Πρωτοδικών έστειλε στην ΑΔΑΕ ρητή παραγγελία να ελέγξει το κατά πόσον τα 92 πρόσωπα που είχαν στοχοποιηθεί από το Predator είχαν παράλληλα παρακολουθηθεί με επισύνδεση από την ΕΥΠ. Αυτό θα τεκμηρίωνε την ύπαρξη κοινού κέντρου μεταξύ ΕΥΠ και Predator.
Όμως εκείνες τις ημέρες η Κυβέρνηση φρόντισε να αλλάξει τη σύνθεση της ΑΔΑΕ και έτσι την Τετάρτη 18 Οκτωβρίου, η σύνθεση της Ανεξάρτητης Αρχής αποφάσισε κατά της εκτέλεσης της εισαγγελικής παραγγελίας, με τον Πρόεδρο Ράμμο και άλλα δύο μέλη να μειοψηφούν.
Η νέα σύνθεση της ΑΔΑΕ ζήτησε το θέμα να παραπεμφθεί στο τριμελές όργανο που προβλέπεται από τον νέο νόμο για τις υποκλοπές. Την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου, η Εισαγγελία Πρωτοδικών με νέο έγγραφο απαγόρευσε στα μέλη της ΑΔΑΕ να κοινοποιήσουν τη λίστα Μενουδάκου (δηλαδή τη λίστα με τα 92 πρόσωπα που στοχοποιήθηκαν από το Predator) στο τριμελές όργανο, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε διαρροή πολύ σημαντικών ευρημάτων της δικογραφίας προς τρίτους που δεν θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Reporters United ενώ ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος ετοιμαζόταν να προχωρήσει άμεσα σε ελέγχους στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, με σκοπό τη διακρίβωση ή όχι της παρακολούθησης των 92 στόχων του Predator και από την ΕΥΠ, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αφαίρεσε την υπόθεση από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Προσπάθεια «κουκουλώματος» καταγγέλλει και το ΠΑΣΟΚ
Η «επιτάχυνση» και «αναβάθμιση» της διαδικασίας είναι μια εκδοχή. Η προσπάθεια κουκουλώματος της υπόθεσης των υποκλοπών είναι υπαρκτός θεσμικός κίνδυνος», αναφέρει η Μιλένα Αποστολάκη, σχολιάζοντας την απόφαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη.
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υποστηρίζει ότι διαπίστωσε καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή της προκαταρκτικής έρευνας για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και του Pretador τονίζοντας ότι υπάρχει κίνδυνος παραγραφής των ερευνώμενων εγκλημάτων.
Μετά τα θύματα των παρακολουθήσεων, που εξέφρασαν φόβους για προσπάθεια «κουκουλώματος», η υπεύθυνη Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, επισημαίνει ότι «οι μεθοδεύσεις για την αλλαγή της σύνθεσης της ΑΔΑΕ προκειμένου να αποτραπεί η επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ, να αποτραπεί η συνεισφορά της στην ποινική έρευνα, καθώς και να ελεγχθεί η πλειοψηφία στην Αρχή για τις μελλοντικές της αποφάσεις, τροφοδοτούν δικαιολογημένη ανησυχία και καχυποψία».
Η δήλωση της Μιλένας Αποστολάκη
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», αποκαλύπτεται ότι πριν την απόφαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου να φύγει ο φάκελος των υποκλοπών από τους δυο εισαγγελείς πρωτοδικών κ.κ. Τριανταφύλλου και Σπυρόπουλο, οι δυο εισαγγελείς είχαν υποβάλει αίτημα στην ΑΔΑΕ ζητώντας από την Αρχή να διασταυρώσει αν οι 92 τηλεφωνικές συνδέσεις που είχαν στοχοποιηθεί με το λογισμικό predator, παρακολουθούνταν και από την ΕΥΠ.
Δηλαδή οι δυο εισαγγελείς πρωτοδικών είχαν ανοίξει τη διαδικασία για να διασταυρωθεί η ύπαρξη ενιαίου κέντρου ΕΥΠ-Predator, γεγονός που θα οδηγούσε στο επόμενο βήμα, τις διώξεις των υπευθύνων προσώπων, που θα εντόπιζαν.
Υπό τη νέα της σύνθεση –που έγινε έπειτα από τη σκοτεινή συμφωνία της Νέας Δημοκρατίας με τον Κ. Βελόπουλο- η ΑΔΑΕ παρέπεμψε τους δυο εισαγγελείς στη γνωμοδότηση Ντογιάκου περί απορρήτου, η οποία προφανώς αφορά φυσικά πρόσωπα και όχι εισαγγελείς στους οποίους έχει χρεωθεί η σχετική δικογραφία.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι κ.κ. Τριανταφύλλου και Σπυρόπουλος επανήλθαν την Παρασκευή με νέο αίτημα τους προς την ΑΔΑΕ και μέσα στο Σαββατοκύριακο αποφασίστηκε η ανάθεση της έρευνας σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η «επιτάχυνση» και «αναβάθμιση» της διαδικασίας είναι μια εκδοχή. Η προσπάθεια κουκουλώματος της υπόθεσης είναι υπαρκτός θεσμικός κίνδυνος.
Οι μεθοδεύσεις για την αλλαγή της σύνθεσης της ΑΔΑΕ προκειμένου να αποτραπεί η επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ , να αποτραπεί η συνεισφορά της στην ποινική έρευνα, καθώς και να ελεγχθεί η πλειοψηφία στην Αρχή για τις μελλοντικές της αποφάσεις, τροφοδοτούν δικαιολογημένη ανησυχία και καχυποψία.
Άλλωστε κανενός είδους επιτάχυνση δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η υπόθεση ανατίθεται σε έναν εισαγγελέα, που δεν έχει παρακολουθήσει καθόλου την πορεία της έρευνας έως τώρα, θα πρέπει να διαβάσει μία δικογραφία χιλιάδων σελίδων και να ενημερωθεί για ανακριτικές ενέργειες δεκαπέντε μηνών πριν μπορέσει να κάνει οτιδήποτε.
Τι κρύβεται πίσω από την όψιμη σπουδή του Αρείου Πάγου για το σκάνδαλο υποκλοπών
Αντιδράσεις και αιχμηρά σχόλια προκάλεσε η παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στη διερεύνηση του σκανδάλου των υποκλοπών, με την οποία η Γεωργία Αδειλίνη αφαίρεσε την υπόθεση από την Εισαγγελία Πρωτοδικών και ανέθεσε την περαιτέρω έρευνα γύρω από αυτήν στον Αντεισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου, Αχιλλέα Ζήση.
Σύμφωνα με την παραγγελία της η κ. Αδειλίνη διαπιστώνει καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή της προκαταρκτικής έρευνας για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και του Pretador, τονίζοντας ότι υπάρχει κίνδυνος παραγραφής των ερευνώμενων εγκλημάτων. Ωστόσο, πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Πρωτοδίκες που είχαν αναλάβει την υπόθεση με την υποχρέωση να παραδώσουν πόρισμα στο τέλος Οκτωβρίου, είχαν σχεδόν ολοκληρώσει το έργο τους και βρίσκονταν πριν την οριστική κρίση τους για την άσκηση διώξεων.
Παράλληλα, όπως εκτιμά σε σχόλιά του στο X (πρώην Twitter) ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, που έχει υπάρξει στόχος παρακολουθήσεων, τόσο μέσω ΕΥΠ όσο και με το Predator, μια τέτοια παρέμβαση σαφώς υποδηλώνει ότι έχει ήδη προεξοφληθεί πως δεν πρόκειται να στοιχειοθετηθούν κακουργήματα, καθώς τέτοια αδικήματα δεν κινδυνεύουν με παραγραφή, παρά μόνο πλημμελλήματα.
Σε ανάρτησή του μάλιστα ανατρέχει σε επικοινωνία που είχε το καλοκαίρι του 2022 με τον τότε επικεφαλής του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο, ο οποίος τον είχε ενημερώσει ότι δε θα γίνει μία τέτοια κίνηση, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στο έργο των εισαγγελέων.
Εκτός ελληνικών συνόρων και εντός Ε.Ε., η Σόφι Ιντ’ Βελντ με ανάρτησή της στον προσωπικό λογαριασμό της στο Twitter θέτει κρίσιμα ερωτήματα, κάνοντας λόγο για «ξαφνική μεταφορά της έρευνας», λίγες μόνο εβδομάδες μετά το κυβερνητικό πραξικόπημα στη σύνθεση των μελών της ΑΔΑΕ.
Η Εισηγήτρια της Επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου επισημαίνει ότι «βασικό ερώτημα» παραμένει το αν «θα συγκριθούν οι λίστες στόχων του Predator και της ΕΥΠ». Σύμφωνα με την Ιντ’ Βελντ, εάν ονόματα είναι κοινά και στις δύο περιπτώσεις «ο ρόλος της Ν.Δ./Κυβέρνησης γίνεται αναμφισβήτητος».
Με αιχμές για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, σχολιάζει την παρέμβαση της Ανώτατης Εισαγγελικής Λειτουργού ο Γιώργος Κύρτσος.
«Απευθύνθηκα στη Δικαιοσύνη τον περασμένο Δεκέμβριο, μόλις η ΑΔΑΕ τεκμηρίωσε την παράνομη παρακολούθησή μου από ΕΥΠ. Η μόνη αντίδραση “ανεξάρτητης” Δικαιοσύνης ήταν να κυνηγήσει τον Ράμμο της ΑΔΑΕ. Τώρα δηλώνουν ότι κάποιος, κάπου, κάποτε, θα “ερευνήσει” το θέμα που θάβουν. Ντροπή», αναφέρει ο Ανεξάρτητος Ευρωβουλευτής.
Οι υποκλοπές διχάζουν τους θεσμούς της Ε.Ε.
Συμμέτοχες στο έγκλημα κατά της ζωής των δημοσιογράφων, που επιλέγουν με κίνδυνο ακόμη και της σωματικής τους ακεραιότητας από τις εθνικές και τις διεθνικές μαφίες, να διερευνήσουν και να αποκαλύψουν αλήθειες, ενδέχεται να γίνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιμείνει στην εξαίρεσή τους από την προστασία από την κατασκοπία μέσω παράνομων λογισμικών τύπου Predator.
Σε αυτήν την περίπτωση και με το ασαφές πλαίσιο των λόγων «περί εθνικής ασφάλειας», η Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία του Τύπου (ΕMFA) θα προκαλέσει το αντίθετο αποτέλεσμα από την προστασία που προτείνει το Ευρωκοινοβούλιο με το European Media Freedom Act, για την οριστικοποίηση του οποίου αρχίζει προσεχώς η διαπραγμάτευση των ευρωπαϊκών θεσμών.
«Δεν προβλέπεται η πλήρης απαγόρευση της χρήσης spyware κατά δημοσιογράφων, καθώς η χρήση μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέτρο “έσχατης λύσης”, εάν δοθεί εντολή από ανεξάρτητη δικαστική αρχή για σοβαρό έγκλημα, όπως η τρομοκρατία ή η εμπορία ανθρώπων (άρθρο 4)» επισήμανε ήδη η Διεθνής Ενωση Δημοσιογράφων (EFJ) σε σχετική έκθεσή της, όπου χαιρετίζει μεν την πρόοδο σε θέματα ελευθερίας του Τύπου και προστασίας των δημοσιογράφων, όμως καυτηριάζει τη δυνατότητα των κρατών να χρησιμοποιούν συστήματα παρακολούθησης εναντίον δημοσιογράφων, όπως άλλωστε έγινε πρόσφατα στη χώρα μας, με πρώτα θύματα τους Κουκάκη και Μαλιxούδη – ο δεύτερος, ρεπόρτερ και μέλος του Reporters United που ανακάλυψε ότι η ΕΥΠ τον έθεσε υπό παρακολούθηση για ρεπορτάζ που ετοίμαζε για λογαριασμό του Solomon με αφορμή ένα 12χρονο παιδί από τη Συρία και τη ζωγραφιά του.
Άρα, πώς και από ποιους ορίζεται το περιεχόμενο του «σοβαρού λόγου» που εμπεριέχει το άρθρο 4; Από μία ανεξάρτητη δικαστική Αρχή, είναι η απάντηση του Ευρωκοινοβουλίου. «Και σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι επικεφαλής των Αρχών μπορούν με διοικητική κυβερνητική παρέμβαση να αλλάξουν αυθαιρέτως (όπως έγινε πρόσφατα με την αλλαγή της σύνθεσης των μελών της ΑΔΑΕ) ποιος θα διασφαλίσει με αντικειμενικότητα ότι στον ορισμό του “σοβαρού” εγκλήματος δεν θα εμπίπτει και η δημοσιογραφική έρευνα για ευαίσθητα θέματα;» ρώτησε η «Εφ.Συν.» τη Ramona Strugariou, ευρωβουλευτή από την πολιτική ομάδα RENEW, αρμόδια της γνωμοδότησης της ΕMFA από την Επιτροπή LIBE της Ευρωβουλής.
«Μήπως θα μπορούσε να υπάρξει κάποια επιπλέον διασφάλιση ειδικά για τους δημοσιογράφους, ώστε να κάνουν απρόσκοπτα και χωρίς φόβο τη δουλειά τους;» επέμεινε με ερώτησή της η Ελίζα Τριανταφύλλου, δημοσιογράφος από το Inside Story και μία εκ των ομιλητριών στο σεμινάριο για την προστασία της ελευθεροτυπίας που διοργανώθηκε την περασμένη Τρίτη στο Στρασβούργο από το Ευρωκοινοβούλιο.
«Kάντε κι εσείς κάτι γι’ αυτό. Αλλάξτε την κυβέρνησή σας!» ήταν η αποστομωτική απάντηση της ευρωβουλευτού, που μάλλον δεν άντεχε τις κριτικές ερωτήσεις.
Στο ίδιο σεμινάριο, προλογίζοντας τη διαδικασία, η ίδια η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδια για θέματα Διαφάνειας, η Βέρα Γιούροβα, είπε ότι δεν είναι στις προθέσεις της ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τον Τύπο, αλλά δεν έκρυψε (σε αποστροφή του λόγου της με χιουμοριστική έκφανση) και τις αμφιβολίες της για το τελικό αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής Πράξης για την Ελευθερία των ΜΜΕ.
Πάντως οι έξι δημοσιογράφοι που πήραν τον λόγο για να μεταφέρουν την εμπειρία τους από αναίτιες ανακρίσεις, εκφοβισμούς και απειλές κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής τους έρευνας δεν άφησαν καμία αμφιβολία: το αντίτιμο της ελεύθερης και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στην Ευρώπη και παντού δεν μπορεί να είναι ο φόβος, ούτε για τον δημοσιογράφο ούτε για τις πηγές του.
Ακολουθούν οι μαρτυρίες τους…
Έξι Ευρωπαίοι ερευνητές-δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν τις σκέψεις και τους φόβους τους
● Ariane Lavrileux, Γαλλίδα δημοσιογράφος, freelancer στο «Disclose»
«Είμαι free lancer, ανταποκρίτρια στην Αίγυπτο. Μια μέρα ήλθαν αξιωματούχοι της γαλλικής αστυνομίας στο σπίτι μου κι άρχισαν να ψάχνουν επί 10 ώρες τα χαρτιά και τα emails μου. Παραβίασαν την εμπιστευτικότητα των πηγών μου και στη συνέχεια με οδήγησαν σε ένα υπόγειο και με ρωτούσαν για τη δουλειά μου και τις αποκαλύψεις που έκανα για δολοφονίες προσώπων στην Αίγυπτο. Για 39 ώρες βρισκόμουν υπό κράτηση.
Αυτό συνέβη στη Μασσαλία, δηλαδή στη Γαλλία, σε ένα κράτος που λειτουργεί με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και με νόμους που ισχύουν σήμερα στη Γαλλία. Από το 2007 17 δημοσιογράφοι ανακρίθηκαν επειδή έκαναν τη δουλειά τους. Η Γαλλία υπερασπίζεται τη χρήση λογισμικού κατασκοπίας κατά των δημοσιογράφων. Κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ποινή ώς 5 χρόνια φυλάκισης, επειδή εργαζόμαστε πάνω σε ευαίσθητα ζητήματα. Και οι πηγές μας μπορούν επίσης να βρεθούν σε κίνδυνο. Η δημοσίευση πληροφοριών δεν μπορεί να θεωρείται έγκλημα».
● Gabor Kardos, Ούγγρος δημοσιογράφος, διευθυντής στο «444.hu» και στην εκδοτική εταιρεία του Μίagyar Jeti Zrt
«Στην Ουγγαρία η νομοθεσία για τα ΜΜΕ είναι πολύ σκληρή τα τελευταία 10 χρόνια. Το νέο φαινόμενο που στρέφεται ενάντια στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι οι κυβερνοεπιθέσεις. Δεν ξέρουμε από που έρχονται, αλλά είναι πολλές κι όταν γίνονται αγγίζουν πολλούς φορείς με κοινά χαρακτηριστικά. Είναι μεγάλη η συνεισφορά της Aντι-Slapp νομοθεσίας, αλλά οι συνεχείς οι αγωγές μάς εμποδίζουν να εστιάσουμε στο βασικό μας καθήκον. Υπάρχουν δεκάδες δικαστικές υποθέσεις που κάνουν εμάς και τους αναγνώστες μας να νιώθουμε αιχμάλωτοι. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει όλοι μαζί να δράσουμε».
● Ελίζα Τριανταφύλλου, Ελληνίδα δημοσιογράφος στο Inside Story
«Από κοινού με τον συνάδελφο Τάσο Τέλλογλου ξεκινήσαμε την έρευνα για την προώθηση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator στο Σουδάν που είχε άδεια εξαγωγής από την Ελλάδα. Η δημοσιογραφική έρευνα συνεχίζεται, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε για πλήρη απαγόρευση του κατασκοπευτικού λογισμικού στους δημοσιογράφους. Το πρώτο επιβεβαιωμένο θύμα παρακολούθησης στην Ε.Ε. είναι ο Έλληνας δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης και ακολούθως ο Μαλιχούδης. Κακό το σκορ της ελληνικής κυβέρνησης κατά δημοσιογράφων.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι μεταξύ αυτών που πιέζει για τη χρήση spyware κατά δημοσιογράφων. Πρέπει οι δημοσιογράφοι να εξαιρεθούν πάση θυσία από την παρακολούθηση μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού. Η κυβέρνηση κάνει κατάχρηση της νόμιμης-νομότυπης παρακολούθησης με πρόφαση την εθνική ασφάλεια. Κι αυτή τη δυνατότητα αντλεί από το “άρθρο 4” με τον ορισμό που δίνει και στον οποίο μπορούν να χωρέσουν πάρα πολλά. Φανταστείτε όταν ήδη υπάρχει μια κυβέρνηση που δεν διστάζει να κάνει κατάχρηση των παράνομων λογισμικών, πού θα μπορούσε να φτάσει όταν αποκτήσει πρόσβαση σε λευκή επιταγή εναντίον των δημοσιογράφων από την Κομισιόν και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο».
● Kamila Ceran, Πολωνή δημοσιογράφος, διευθυντικό στέλεχος στο TOK FM
«Η παρέμβαση κατά του σταθμού μας και των όσων μεταδίδουμε ασκείται με την καθυστέρηση στη χορήγηση ανανέωσης της άδειας λειτουργίας του και την επιβολή υψηλών προστίμων. Θεωρητικά η ανανέωση της άδειας εγκρίνεται μέσα σε 30-60 μέρες. Για τον δικό μας σταθμό έχουν περάσει 9 μήνες και σε αυτό το διάστημα δεν είναι βέβαιο ότι μπορούμε να μεταδίδουμε. Στην ίδια κατάσταση με μας είναι και ένας ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός, ο οποίος κατέβαλε πρόστιμο 1 εκατ. ζλότι. Στην Πολωνία δεν υπάρχουν πια δημόσια ανεξάρτητα ΜΜΕ».
● Nello Scavo, Ιταλός δημοσιογράφος που διερεύνησε το οργανωμένο έγκλημα
«Πριν από τέσσερα χρόνια ήλθε η ιταλική αστυνομία στο γραφείο μου. Φοβήθηκα πως θα έκαναν έφοδο και θα μου κατασχέσουν κινητά και υπολογιστές. Είχα ήδη δεχτεί απειλές που πιστεύω ότι προήλθαν από αξιωματούχους του λιμενικού της Λιβύης και αργότερα κατάλαβα ότι από πίσω ήταν η μαφία της Λιβύης. Ο λόγος; Η μυστική συμφωνία για τη ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών. Και η Ιταλία έπρεπε να δώσει απαντήσεις που δεν έδινε. Νωρίτερα είχαμε διαπιστώσει υποκλοπές στις τηλεφωνικές μας επικοινωνίες. Το ίδιο υπέστη κι ένας ιερέας που προσπαθούσε να ζητήσει βοήθεια για τους μετανάστες. Αυτός δικαιώθηκε, αλλά οι δικαστικές αρχές είπαν ότι οι δημοσιογράφοι έχουν συνάφεια με το θέμα. Τους τελευταίους 24 μήνες είμαι πολεμικός ανταποκριτής στην Ουκρανία. Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου ότι θα με απασχολούσαν οι φόβοι που είχε και η Δάφνη όταν έκανε τη δουλειά της. Εάν δεν κάνουμε κάτι, ενισχύουμε την εξόντωσή μας».
● Αlicia Marokhovskaya, Ρωσίδα δημοσιογράφος στο ενημερωτικό iStories news
«Τώρα δουλεύω από την εξορία στην Τσεχία. Ενιωθα ασφαλής στην Ενωμένη Ευρώπη, αλλά τον Μάρτιο δέχτηκα απειλές κι από τότε δεν κοιμάμαι ήρεμη. Αλλά ο κίνδυνος, ξέρω, είναι μέρος της δουλειάς μας. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα με βρουν, γι’ αυτόν τον λόγο πάντα είμαι με τον σκύλο μου και με άλλους. Δεν έχω αποδείξεις, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ταξίδευα για άλλη πόλη της Ευρώπης μού κατέστησαν σαφές ότι γνώριζαν ακόμη και τη θέση που είχα στο αεροπλάνο. Λαμβάνω μηνύματα στην ιστοσελίδα μου. Στη Ρωσία δεν υπάρχει δημοκρατία, παρά μόνο προπαγάνδα και μόνο οι Ρώσοι δημοσιογράφοι που ζουν στην εξορία μπορούν να λένε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα. Μόνο τώρα καταλαβαίνω το αντίτιμο της δουλειάς μας».
«Πόλεμος» Ανδρουλάκη – Βαξεβάνη με φόντο τις υποκλοπές
«Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και ο πρόεδρος του ήταν αυτοί που αποκάλυψαν το σκάνδαλο των υποκλοπών και με τις πρωτοβουλίες τους, το έφεραν στη Δικαιοσύνη, τη Βουλή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», σχολιάζει με ανακοίνωσή της η Χαριλάου Τρικούπη απατώντας σε νέο δημοσίευμα της εφημερίδας Documento που τιτλοφορείται «Κουκουλώνουν το σκάνδαλο των υποκλοπών, κάνει πλάτες στη συγκάλυψη ο Ανδρουλάκης» και σημειώνεται ότι «η έρευνα δεν προχωρά, ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ αδιαφορεί».
Το ερώτημα που θέτει η εφημερίδα όπως αναφέρει ο εκδότης της σε ανάρτησή του είναι το εξής:
Γιατί ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κύριος Ανδρουλάκης, δεν έκανε μηνύσεις κατά του διοικητή της ΕΥΠ, της εισαγγελέως που υπέγραψε τη διάταξη παρακολούθησής του και όσων συγκεκριμένα ευθύνονται αλλά έκανε μια γενική μηνυτήρια αναφορά;
Γιατί αντί να τους οδηγήσει στον Εισαγγελέα με την ιδιότητα του υπόπτου και να τους αναγκάσει να πουν γιατί τον παρακολουθούσαν, τους δίνει τη δυνατότητα να προσέλθουν ως μάρτυρες και να επικαλεστούν το απόρρητο;
Τι τον εμπόδιζε να μηνύσει τα συγκεκριμένα πρόσωπα αντί να τους δώσει διαφυγή; Είναι τόσο απλό το ερώτημα.
Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις που ευνοούν τις υποψίες περί πολιτικών εκβιασμών.
H απάντηση του ΠΑΣΟΚ στο δημοσίευμα της εφημερίδας Documento που τιτλοφορείται «Κουκουλώνουν το σκάνδαλο των υποκλοπών, κάνει πλάτες στη συγκάλυψη ο Ανδρουλάκης»:
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν αυτοί που αποκάλυψαν το σκάνδαλο των υποκλοπών και με τις πρωτοβουλίες τους, το έφεραν στη Δικαιοσύνη, τη Βουλή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μιλήσαμε καθαρά στον ελληνικό λαό ότι οι υπεύθυνοι πρέπει να πάνε στη φυλακή. Συνεπώς, αλλού ας αναζητηθούν αυτοί, που καλύπτουν όψιμα, όσους ευθύνονται για το τεράστιο αυτό σκάνδαλο.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά τον Σεπτέμβριο του 2022, στην οποία καταμηνύονται συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, που διώκονται αυτεπαγγέλτως μόλις γνωστοποιηθούν στον Εισαγγελέα, ανεξαρτήτως της μορφής ή του τίτλου της μήνυσης. Αυτό αρκεί για να κληθούν τα πρόσωπα, που ευθύνονται.
Τα παραπάνω, φυσικά, τα αντιλαμβάνεται πλήρως ο κ. Βαξεβάνης, ο οποίος εδώ και κάποιες εβδομάδες παραδόξως δείχνει να έχει ευθυγραμμιστεί με την κυβερνητική γραμμή σε βάρος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, αφού τον παρουσίασε και ως … “πράκτορα της Κίνας”.
Φτάνει στο σημείο να αναπαράγει τα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί απορρήτου, που μπορούν δήθεν να επικαλεστούν οι μάρτυρες. Κάνει περισπούδαστες νομικές αναλύσεις περί διαφορών “μήνυσης” και “μηνυτήριας αναφοράς”.
Οι αναλύσεις αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιμετωπιστούν ως δικονομική σάτιρα, αν δεν αποτελούσαν συνειδητή προσπάθεια παραπληροφόρησης.
Αξίζει να αναρωτηθούν οι πολίτες: Ο μόνος που αποκάλυψε δημόσια ότι παρέλαβε επιστολή από τον επικεφαλής της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κ. Μενουδάκο, ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης. Οι υπόλοιποι 87, που σύμφωνα με την Αρχή επίσης ενημερώθηκαν ότι είχαν στοχοποιηθεί από το predator, γιατί κρύβονται;
Για να καταλάβουν οι πολίτες ποιος είναι αυτός που έκανε και κάνει τα πάντα για να οδηγηθούν οι πρωταγωνιστές του παρακράτους στην δικαιοσύνη, και ποιοι κάνουν πλάτες.
H Ελληνική Δικαιοσύνη και οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές έχουν χρέος άμεσα να ολοκληρώσουν την έρευνα τους, ώστε να αποδοθούν οι ευθύνες στους πρωταγωνιστές του σκανδάλου.