Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μία από τις βασικές δυνάμεις του δυτικού κόσμου, βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο ενός κρίσιμου ζητήματος: τον εκτεταμένο επανεξοπλισμό της. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί εύλογη ανησυχία σε διεθνές επίπεδο, καθώς επαναφέρει μνήμες ενός αιματηρού παρελθόντος. Η χώρα που πρωταγωνίστησε σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, προσπαθεί σήμερα να ανακτήσει την στρατιωτική της ισχύ, επικαλούμενη την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας και της αποτροπής απέναντι στις αυξανόμενες απειλές.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε τον καταλύτη για τη ριζική αλλαγή στην αμυντική πολιτική της Γερμανίας. Η ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022 ανέτρεψε την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αφυπνίζοντας χώρες που μέχρι πρότινος διατηρούσαν μια πιο μετριοπαθή στάση. Αποφασίστηκε λοιπόν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Γερμανίας, να αποκτήσουν την απαραίτητη ισχύ ώστε να σταθούν στο ύψος των προκλήσεων, τόσο εντός ΝΑΤΟ όσο και στο πλαίσιο της ΕΕ. Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Γερμανία αποκτά ξανά βαρύνουσα στρατιωτική παρουσία στην Κεντρική Ευρώπη.
Ωστόσο, η εικόνα ενός στρατιωτικά αναγεννημένου Βερολίνου ξυπνά ανησυχίες, ιδιαίτερα σε γειτονικές χώρες που έχουν βιώσει τα δεινά του γερμανικού μιλιταρισμού. Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αμφότεροι με γερμανική πρωτοβουλία, βύθισαν τον πλανήτη στο χάος, προκάλεσαν εκατομμύρια θανάτους και έθεσαν σε κίνδυνο τη δημοκρατία και την ειρήνη. Η μεταπολεμική πολιτική της Γερμανίας βασίστηκε στην αποστρατιωτικοποίηση και την ειρηνική συνύπαρξη, με αυστηρούς περιορισμούς στο στρατιωτικό της δόγμα.
Ακόμα και μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η στρατιωτική της δράση ήταν περιορισμένη και επικεντρωνόταν κυρίως σε ειρηνευτικές αποστολές ή ανθρωπιστικές επιχειρήσεις. Η νέα στρατηγική αλλαγή, ωστόσο, οδηγεί σε ένα σημείο καμπής. Για πολλές χώρες η επιστροφή μιας ισχυρής στρατιωτικά Γερμανίας δημιουργεί σύνθετα συναισθήματα. Από τη μία υπάρχει η ανάγκη για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, από την άλλη όμως υποβόσκει ο φόβος ότι η ιστορία μπορεί, υπό συνθήκες, να επαναληφθεί.
Αναλυτές επισημαίνουν πως η ανεξέλεγκτη στρατιωτικοποίηση ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη, αν δεν συνοδευτεί από σαφή πολιτικό έλεγχο και αυστηρή λογοδοσία.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν ο γερμανικός επανεξοπλισμός αποτελεί απλώς μια αναγκαία προσαρμογή στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα ή αν εγκυμονεί κινδύνους ενός νέου μιλιταρισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ οφείλουν να διασφαλίσουν πως η νέα στρατιωτική ισχύς της Γερμανίας θα λειτουργεί εντός συλλογικών πλαισίων, με σαφές δημοκρατικό έλεγχο και με αποκλειστικό στόχο την ειρήνη και την αποτροπή.
Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι μια εξέλιξη με ιστορικό βάθος και γεωπολιτική βαρύτητα. Αν και μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίος υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν παύει να προκαλεί εύλογες ανησυχίες, ιδίως από την οπτική της ιστορικής μνήμης. Η πρόκληση για τη Γερμανία και την Ευρώπη δεν είναι απλώς να εξοπλιστούν, αλλά να το κάνουν με υπευθυνότητα, διαφάνεια και δημοκρατική συνείδηση – ώστε η Ιστορία να μην μετατραπεί από δάσκαλος, σε επαναλαμβανόμενο εφιάλτη.