Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση αρνήθηκε να σχολιάσει σημαντικές αποκαλύψεις που αφορούν την πολύκροτη υπόθεση των υποκλοπών. Συγκεκριμένα, «κυβερνητικές πηγές» έσπευσαν να δηλώσουν «κανένα σχόλιο – η υπόθεση είναι στη δικαιοσύνη», σε σχέση με την αποκάλυψη που έκανε το inside story ότι 27 από τους «στόχους» του Predator, είχαν υπάρξει και αντικείμενο νόμιμης άρσης του απορρήτου από την ΕΥΠ.
Μία είδηση που έρχεται να κάνει δύο πράγματα:
Από τη μια να δείξει ότι μάλλον ήταν κοινό το κέντρο που συντόνιζε τις παρακολουθήσεις μέσω ΕΥΠ και τις παρακολουθήσεις μέσω Predator. Δηλαδή, κάποιοι αφού ενεργοποίησαν τον μηχανισμό της ΕΥΠ, δηλαδή τις διαβόητες «νόμιμες επισυνδέσεις», μετά προσπάθησαν να «μολύνουν» τα συγκεκριμένα κινητά και με το παράνομο κατασκοπευτικό Predator, πιθανώς γιατί το τελευταίο είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό, καθώς επιτρέπει και την παρακολούθηση των επικοινωνιών μέσω εφαρμογών τύπου whatsapp.
Κάτι που γεννά εύλογα ερωτήματα για τον ρόλο του γραφείου του πρωθυπουργού, δεδομένου ότι η ΕΥΠ υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με τον Γρηγόρη Δημητριάδη να διατελεί τη συγκεκριμένη περίοδο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργικού γραφείου.
Από την άλλη, εγείρει πολύ σοβαρά ερωτήματα για το πώς ακριβώς λειτουργεί η ΕΥΠ, δεδομένου ότι ένας υπουργός, γενικοί γραμματείες, δικαστικοί, υπάλληλοι του Μεγάρου Μαξίμου, ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας και άλλοι πολίτες παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Δηλαδή, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κώστας Χατζηδάκης και δύο συνεργάτες του για ποιον λόγο παρακολουθούνταν από μια υπηρεσία που υποτίθεται ότι ασχολείται με κατασκόπους και σαμποτέρ; Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ύποπτος για κάτι, μια που συνέχισε να είναι υπουργός και δη εκ των κορυφαίων.
Ο Γιώργος Μυλωνάκης που διετέλεσε γενικός γραμματέας της Βουλής πριν προαχθεί πολύ πρόσφατα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό σε θέση υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, για ποιον λόγο είχε τεθεί σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ, όπως και η σύζυγός του δημοσιογράφος Τίνα Μεσσαροπούλου;
Η υποστράτηγος της ΕΛΑΣ, που μάλιστα είχε και την ευθύνη των Βιολογικών και Βιοχημικών Εξετάσεων και Αναλύσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, για ποιον λόγο εθνικής ασφάλειας παρακολουθείτο;
Για τον Νίκο Ανδρουλάκη, θα μάθουμε ποτέ γιατί ένας ευρωβουλευτής και στέλεχος κόμματος τότε (και εν συνεχεία αρχηγός του) είχε την «τιμή» να είναι αντικείμενο «νόμιμη επισύνδεσης»;
Και βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ύποπτα.
Για παράδειγμα μαθαίνουμε ότι για δύο χρόνια – με ένα μικρό κενό δέκα ημερών – βρέθηκε υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ ο τότε Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, δηλαδή ο προϊστάμενος της Οικονομικής Εισαγγελίας Χρήστος Μπαρδάκης, νυν Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Θα μάθουμε γιατί παρακολουθείτο; Γιατί εκδόθηκαν 12 εισαγγελικές εντολές παρακολούθησής του (δεδομένου ότι όταν γίνεται άρση απορρήτου από την ΕΥΠ, η εντολή είναι δίμηνη);
Γιατί είναι προφανές ότι ο συγκεκριμένος εισαγγελικός λειτουργός δεν παρακολουθήθηκε γιατί ήταν επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, γιατί ακόμη και υποψίες να υπήρχαν για κάτι τέτοιο δεν θα είχε προφανώς προαχθεί σε θέση αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Άρα καθίσταται κατάδηλο ότι οι υποκλοπές γίνονταν για άλλους λόγους και αυτοί πρέπει να έρθουν στο φως.
Δηλαδή, κάποιος πρέπει να εξηγήσει εάν και σε ποιο βαθμό η ΕΥΠ είχε εργαλειοποιηθεί για την παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων και στελεχών του κρατικού μηχανισμού, με κριτήρια που προφανώς δεν είχαν να κάνουν με το ότι ήταν «ύποπτοι» και επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια.
Αντιθέτως, τέτοιου είδους παρακολουθήσεις από μια υπηρεσία πληροφοριών που υπάγεται άμεσα στον πρωθυπουργό (μία θεσμική τομή που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης προώθησε) και άρα στο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου για σημαντικό διάστημα γενικός γραμματέας ήταν ο ανιψιός και για πολλούς «δεξί χέρι» του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, σε άλλες επιλογές παραπέμπουν.
Είτε σε μια γενικευμένη καχυποψία και μια στρεβλή αντίληψη «ελέγχου», όπου ακόμη και στενοί συνεργάτες παρακολουθούνται για να είναι βέβαιο ότι ακολουθούν «τη γραμμή», ότι δεν αμφισβητούν την κεντρική κατεύθυνση και ότι δεν έχουν «δικές τους ατζέντες».
Είτε σε μια προσπάθεια συλλογής πληροφοριών που την κρίσιμη στιγμή μπορούν να αξιοποιηθούν ως «μοχλός πίεσης», ώστε κάποιος να κάνει όντως «αυτό που πρέπει». Γιατί κακά τα ψέματα, αλλιώς συμπεριφέρεσαι άμα γνωρίζεις ότι κάπου έχει καταγραφεί μια ιδιωτική σου συνομιλία που μπορεί να σε «φέρει σε δύσκολη θέση». Και εάν σου ζητηθεί να κάνεις κάτι που κανονικά μπορεί και να μην έκανες, αυτή τη φορά θα το σκεφτείς δύο φορές πριν ακολουθήσεις «πολιτική αρχών».
Ο πειρασμός της συγκέντρωσης πληροφοριών ακόμη και με «αθέμιτα μέσα» για την αξιοποίησή τους την κρίσιμη στιγμή είναι πάντα μεγάλος, αλλά όπως και να το κάνουμε δεν εντάσσεται σε καμία έννοια χρηστής διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Εκτός και εάν θεωρούμε ότι πρότυπο διακυβέρνησης είναι τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπου όλοι ήταν υπό παρακολούθηση.
Οι δε εκβιασμοί και οι πρακτικές τύπου «θα σου κάνω μια πρόταση που δεν μπορείς να αρνηθείς, γιατί πρώτα θα έχεις ακούσει μια ηχογράφηση που δεν θα μπορείς να αμφισβητήσεις», μάλλον δεν περιλαμβάνονται σε κάποια από τις συνταγματικά κατοχυρωμένες πρακτικές άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας.
Και βεβαίως σε όλα αυτά προστίθεται και το ζήτημα με το Predator. Γιατί όπως και να το δει κανείς το να θεωρηθεί «σύμπτωση» η διπλή παρακολούθηση μάλλον παραπέμπει σε συγκάλυψη. Αντιθέτως, πολύ πιο συμβατή με την κοινή λογική είναι η εκτίμηση ότι κάποια στιγμή θεωρήθηκε ότι αντί για την «χαρτούρα» της ΕΥΠ είναι προτιμότερο ένα παράνομο λογισμικό που σε τελική ανάλυση είχε και αναβαθμισμένες τεχνικές δυνατότητες. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις που κάτι υπέπεσε στην αντίληψη του θύματος για την παρακολούθησή του από την ΕΥΠ, το Predator φάνηκε να χρησιμοποιείται ως ενδεδειγμένη εναλλακτική.
Απέναντι σε όλα αυτά η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν χάσει προ πολλού τη δυνατότητα να απαντούν απλώς «ουδέν σχόλιον».
Ούτε μπορούν να οχυρώνονται πίσω από τη δικαστική έρευνα, γιατί ανεξαρτήτως από τις ποινικές ευθύνες, τα στοιχεία που έχουν ήδη έρθει στο φως τεκμηριώνουν σαφείς πολιτικές ευθύνες τις οποίες πρέπει να αναλάβουν και με ειλικρίνεια να τοποθετηθούν απέναντι στον ελληνικό λαό και να εξηγήσουν εάν και σε ποιο βαθμό και με ευθύνη ποιων το Μέγαρο Μαξίμου ήταν κέντρο παρακολουθήσεων.
Γιατί θα επαναλάβω ότι το να τροφοδοτείται η διάχυτη αίσθηση στην κοινωνία ότι «όλους μας ακούν» και ότι οι θεσμικές δικλείδες ασφαλείας είναι μπερντές του Καραγκιόζη για ένα όργιο παρακολουθήσεων, απλώς ενισχύει την κρίση νομιμοποίησης των σύγχρονων δημοκρατιών. Και το να τροφοδοτηθεί ακόμη περισσότερο η κυνική πεποίθηση ότι έχουμε μια μόνο κατ’ όνομα δημοκρατία, απλώς θα ενισχύσει την πολιτική απάθεια, αλλά και τη στροφή προς την ακροδεξιά.
Γι’ αυτό τον λόγο η κυβέρνηση ας αφήσει τους πανηγυρισμούς για την έκθεση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου, που παρεμπιπτόντως περιλαμβάνει ρητές αναφορές και στο ζήτημα των υποκλοπών, γιατί προφανώς αυτά που αποκαλύφθηκαν σήμερα καμιά σχέση με κράτος δικαίου δεν έχουν, και ας δώσει πραγματικές εξηγήσεις και πραγματικές απαντήσεις.
Διαφορετικά, όση βοήθεια και εάν της δίνουν διάφορα ΜΜΕ που απλώς αποσιωπούν την είδηση, πρέπει να ξέρει ότι στα μάτια της κοινωνίας είναι ήδη έκθετη και ένοχη.
Και μπορεί να πιστεύει ότι πλέον οι πολίτες δεν ψηφίζουν με βάση τη «δημοκρατία» αλλά την οικονομία, όμως σίγουρα δεν μπορούν να εμπιστευτούν μια διακυβέρνηση που αποπνέει αυθαιρεσία της εξουσίας και επικίνδυνη αλαζονεία.
Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος