Καταστροφικές συνέπειες από την προβλεπόμενη άνοδο της θερμοκρασίας της Γης τουλάχιστον κατά 2,5 βαθμούς έως το 2100 – Τι λένε οι ειδικοί για τις επιπτώσεις στην Ελλάδα
«Εχουμε 1,5 βαθμό Κελσίου διορία για τη σωτηρία του πλανήτη» έλεγε πριν από πολλά χρόνια ένα σύνθημα της Greenpeace. Σε συνέχεια αυτού, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα επιβεβαίωνε ότι η Γη δεν αντέχει μεγαλύτερη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας.
Για να συγκρατηθεί όμως η άνοδος του υδραργύρου και να σωθεί η ανθρωπότητα απαιτείται παγκόσμια συναίνεση η οποία, στο πλαίσιο των Διασκέψεων των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή κατά τα τελευταία 28 χρόνια, επετεύχθη σε πολιτικό επίπεδο και μόνο στα λόγια. Η ευκαιρία λοιπόν χάθηκε και πριν από λίγες ημέρες οι κορυφαίοι επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ ανακοίνωσαν ότι η θερμοκρασία της Γης θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου (°C) από τα προβιομηχανικά επίπεδα έως το 2100, προμηνύοντας καταστροφικές συνέπειες. Το κλίμα τελικά αλλάζει, αλλά όχι εμείς. Ετσι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα ασυνεχιστούν και τον Μάιο, ο οποίος φαίνεται, μέχρι στιγμής, ότι θα είναι ο 12ος συνεχόμενος μήνας όπου οι παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες καταρρίπτουν προηγούμενα ρεκόρ, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιστημονική υπηρεσία Copernicus.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα του Αστεροσκοπείου Αθηνών (Σ. Ντάφης, Γ. Κύρος, Κ. Λαγουβάρδος) η μέση τιμή των μεγίστων ημερήσιων θερμοκρασιών Απριλίου κυμάνθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα σχεδόν στο σύνολο της χώρας. Στη Βόρεια Ελλάδα παρατηρήθηκαν για δέκατο συνεχόμενο μήνα θετικές αποκλίσεις, με τις μέσες μηνιαίες τιμές να κυμαίνονται έως και 3°C βαθμούς πάνω από τις κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες, όπως επίσης σε Κρήτη, Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, όπου μετρήθηκαν αποκλίσεις έως 2,4°C. Υψηλότερες από τις συνήθεις τιμές καταγράφονται και τον τρέχοντα μήνα, οπότε αναμένεται στο τέλος Μαΐου να κλείσει ένας κύκλος 11 μηνών με υψηλότερες θερμοκρασίες συγκριτικά με την τελευταία 15ετία.
«Αν αυτά που συνέβησαν το 2023 στην Ελλάδα (καύσωνας, δασικές πυρκαγιές, φαινόμενο Daniel στη Θεσσαλία) αποτελούν τη νέα κανονικότητα που θα αφορά και το 2024 είναι δύσκολο να υποστηριχθεί. Ομως υπάρχει μία κανονικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δηλαδή η αύξηση της θερμοκρασίας (που ήδη στη Μεσόγειο είναι 1,3-1,5 βαθμοί Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο), η αυξημένη συχνότητα, διάρκεια και ένταση των καυσώνων και οι συχνότερες διαταραχές της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας που μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία φαινόμενα. Ολα αυτά προμηνύουν ότι το καλοκαίρι που έρχεται θα είναι δύσκολο, όπως και πολλά που θα ακολουθήσουν» επισημαίνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης.
Υψηλές θερμοκρασίες, η νέα κανονικότητα
Για τους επόμενους μήνες οι προβλέψεις διεθνών ερευνητικών κέντρων που επεξεργάζεται η υπηρεσία Copernicus δείχνουν μια τάση για θερμοκρασίες πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. «Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα έχουμε καύσωνες, αλλά αρκετές ημέρες με θερμοκρασίες σχετικά υψηλές. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα δούμε θερμοκρασίες πάνω από τις κανονικές, όπως συμβαίνει όλους τους μήνες πλέον, ειδικά τα καλοκαίρια. Ολη η Ευρώπη ήταν ζεστή τους τελευταίους μήνες, με εξαίρεση τη Σκανδιναβία. Δεν μπορούμε όμως να πούμε από τώρα αν θα έχουμε καύσωνες το καλοκαίρι» αναφέρει ο μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος.
Ανησυχητικό είναι ότι το σερί ζεστών μηνών συνοδεύτηκε και από σχετική ανομβρία. Τους τελευταίους μήνες έντονη ξηρασία καταγράφηκε κυρίως στις τουριστικές περιοχές των Κυκλάδων και της Ανατολικής Κρήτης όπου οι βροχοπτώσεις ήταν λιγότερες κατά 30% με 40%. Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Λαγουβάρδο, η Δυτική Ελλάδα είχε κάποιες βροχές, οπότε η στάθμη στους ταμιευτήρες που τροφοδοτούν την Αττική (Μόρνος και Εύηνος) δεν έχει πέσει σημαντικά ώστε να προμηνύει άμεσα πρόβλημα.
«Η εμφάνιση αυξημένων βροχοπτώσεων το τελευταίο διάστημα μόνον πρόσκαιρη βοήθεια μπορεί να δώσει στο θέμα της ξηρασίας, κυρίως βελτιώνοντας την εδαφική υγρασία και την υγρασία της χαμηλής βλάστησης, γεγονός βοηθητικό στην προσωρινή μείωση της ευφλεκτότητας. Οσες βροχοπτώσεις όμως και να υπάρξουν τον υπόλοιπο Μάιο και τους επόμενους μήνες, η δυσμενής υδρολογική συγκυρία για το τρέχον έτος παραμένει, δεδομένου ότι οι υδροφορείς γεμίζουν με τις φθινοπωρινές-χειμερινές βροχοπτώσεις και κυρίως με την ύπαρξη σημαντικού χιονοκαλύμματος στα βουνά που τον φετινό χειμώνα απουσίαζε σε μεγάλο βαθμό στις ορεινές και ημιορεινές ζώνες της Ελλάδας» υπογραμμίζει ο καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας κ. Δημήτρης Εμμανουλούδης. Σύμφωνα με τον κ. Καρτάλη, ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε για τις λύσεις που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα. «Για να έχουν νόημα οι λύσεις, για να μην αφορούν δηλαδή μόνο το 2024 αλλά και τις επόμενες δύο δεκαετίες, η κλιματική αλλαγή πρέπει να αποτελεί κεντροβαρική παράμετρο για την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της χώρας, από τα περιφερειακά χωρικά πλαίσια και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων έως τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια. Αναγκαία είναι επίσης η αναθεώρηση των περιφερειακών σχεδίων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, που έχουν ήδη ξεπερασθεί και πάσχουν – αρκετά από αυτά – ως προς την επιστημονική τους αρτιότητα» τονίζει ο κ. Καρτάλης.
Για τις πόλεις, σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο περιορισμός του ύψους των κτιρίων δεν είναι απλώς μία πολεοδομική παρέμβαση, όπως συχνά προσεγγίζεται, αλλά και ένα μέτρο ενίσχυσης της ανθεκτικότητάς τους στην περίπτωση υψηλών θερμοκρασιών και καυσώνων. Οπως εξηγεί ο κ. Καρτάλης, σε περιοχές που το ύψος των κτιρίων είναι δύο φορές και πάνω μεγαλύτερο από το πλάτος του δρόμου, η θερμότητα που έχει απορροφηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν αποβάλλεται πλήρως τη νύχτα, ειδικά δε τις περιόδους που η πόλη πλήττεται από καύσωνα.
«Πράσινη» άμυνα για τις πόλεις
«Στις πόλεις είναι αναγκαία η διαμόρφωση μικρών και μεσαίων χώρων πρασίνου, ο λεγόμενος αστικός βελονισμός, ώστε μέσω της δροσιστικής τους επίδρασης και των διαδρόμων αερισμού που δημιουργούνται, να μειώνεται η θερμοκρασία του αέρα. Αναγκαία επίσης είναι η επιλογή δένδρων που αντέχουν σε θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου. Προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και στις ευάλωτες – από κλιματικής πλευράς – περιοχές. Σε έρευνα του ΕΚΠΑ διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αντίστροφη συσχέτιση των οικογενειακών εισοδημάτων με τη θερμική έκθεση, δηλαδή όσο μικρότερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερη η έκθεση κυρίως λόγω της αδυναμίας κάλυψης του κόστους αγοράς και χρήσης κλιματιστικού» επισημαίνει ο κ. Καρτάλης.
Και καταλήγει ο καθηγητής: «Αν ξεχώριζα ένα σχέδιο ανθεκτικότητας, αυτό θα ήταν για το φυσικό κεφάλαιο της χώρας, ιδίως τις περιοχές φυσικού κάλλους του δικτύου Natura. Πρόκειται για περιοχές που θεσμοθετήθηκαν πριν από 30 χρόνια, καλύπτουν το 27% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδος και – παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί την τελευταία διετία – εξακολουθούν, επτά κυβερνήσεις μετά τη θεσμοθέτησή τους, να μη διαθέτουν σχέδια διαχείρισης και προστασίας, με λίγες εξαιρέσεις. Μήπως τελικά η κλιματική αλλαγή είναι η ευκαιρία για όλα αυτά που επί χρόνια συζητούνται αλλά δεν λύνονται;».
ΠΗΓΗ
https://www.tovima.gr/print/green/ta-pio-dyskola-kalokairia-einai-ayta-pou-erxontai/