Πριν από 35 περίπου χρόνια, η γενιά μου γοητευμένη από τη διδασκαλία του αείμνηστου Δασκάλου μας Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, εργαζόταν με αφετηρία το αξίωμα ότι η φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού μας δικαίου είναι κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, βασική συνιστώσα του Κράτους Δικαίου και απαραίτητη λειτουργία του ποινικού δικαίου αδιαχώριστη από την αντεγκληματική λειτουργία.
Στη διαδρομή των χρόνων δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά καιρούς εισχωρούσαν έκτακτες διατάξεις που αποτελούσαν ρωγμές στη φιλοσοφία του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τις οποίες εκφραζόταν έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα. Ακόμη και όταν ο ποινικός λαϊκισμός και οι «κακουργηματοποιήσεις» οδήγησαν στην απορρύθμιση της σωφρονιστικής πολιτικής, όλοι μας είχαμε την απόλυτη πεποίθηση ότι οι αλλαγές που έρχονταν και παρέρχονταν δεν είχαν οριζόντιο χαρακτήρα και, σε κάθε περίπτωση, δεν αλλοίωναν τον ίδιο τον πυρήνα της φιλελεύθερης φυσιογνωμίας του ποινικού μας συστήματος.
Όλοι, άλλωστε, την τελευταία δεκαπενταετία είχαμε ακουμπήσει τις ελπίδες μας για μια νέα αρχή, που θα διόρθωνε τις αρρυθμίες, στις πολυετείς εργασίες της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για έναν νέο ΠΚ και ΚΠΔ, στο πλαίσιο της οποίας εργάστηκαν πλήθος ανθρώπων με υψηλό κύρος και ήθος.
Όμως, η πρόσφατη ψήφιση του νόμου που τροποποιεί τον ΠΚ και τον ΚΠΔ (Ν 5090/2024) κατάφερε στο ακέραιο αυτό που κάποτε φαινόταν αδιανόητο: ένα πισωγύρισμα, μια βαθιά αλλοίωση της ψυχής του κράτους δικαίου, μια απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή παράδοση, έναν πρόχειρο αυτοσχεδιασμό. Βασικές του στοχεύσεις αποτελούν η άκριτη αυστηροποίηση των ποινών κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της εξατομίκευσης της ποινής, ιδίως με τις αλλαγές στην αναστολή, ώστε να μπορεί κανείς να πει ότι η στέρηση της ελευθερίας, γίνεται από έσχατο το βασικό, πια, μέσο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής. Τα προβλήματα του νέου νόμου είναι δομικά και έχουν αναπτυχθεί σχεδόν από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας.
Ωστόσο, οι νέες προβλέψεις δεν αφορούν μόνο την επιστημονική κοινότητα αλλά κυρίαρχα την κοινωνία, η οποία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι με την εφαρμογή τους δημιουργείται ένα μεγάλο πλήθος εν δυνάμει κρατουμένων. Ο νόμος αυτός στοχεύει κυρίαρχα (και αυτό επισημάνθηκε επίσημα) στην «μικρομεσαία» εγκληματικότητα. Με το νέο νομοθέτημα η φυλακή για όλους μας είναι «κοντά». Όταν μια ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους για να μην εκτιθεί πρέπει να μετατραπεί και να «πληρωθεί», και πάνω από δύο (2) έτη οδηγεί αναπόδραστα στη φυλακή, ανεξάρτητα από την ποιότητα του ποινικού παρελθόντος του καταδικασθέντος, όταν δηλ. πρακτικά η αναστολή εκτέλεσης της ποινής γίνεται η εξαίρεση κι όταν ο χρόνος εγκλεισμού αυξάνεται, οι μνήμες της «σωφρονιστικής αποικίας» του Κάφκα, αποτελούν ορατό εφιάλτη.
Είναι αλήθεια ότι οι παραπάνω θέσεις δεν έτυχαν επικοινωνίας με τον δέοντα τρόπο και δεν διαχύθηκαν στον κοινωνικό ιστό, με αποτέλεσμα σήμερα η κοινωνία να πιστεύει (χωρίς να υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση) ότι η αυστηροποίηση και η μηδενική ανοχή στο έγκλημα οδηγούν αναπόδραστα στη μείωση της εγκληματικότητας. Σε αυτό βέβαια συντέλεσε και η προβολή του εγκληματικού φαινομένου από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να βρουν πρόσφορο έδαφος πολιτικές ποινικού λαϊκισμού. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η άκρως υποτιμητική αντιμετώπιση και οργανωμένη δυσφήμηση όσων άσκησαν κριτική στη φιλοσοφία και στις διατάξεις του νόμου, οι οποίοι μετατράπηκαν από γνώστες και ειδικοί επιστήμονες του πεδίου σε (υποτιμητικά αναφερόμενους ως) «δικαιωματιστές».
Ωστόσο, ακόμα και αν τα κοινωνικά αντανακλαστικά (κατά ποσοστό 90% …κατά τη μέτρηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης) συνηγορούσαν υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού μας συστήματος, όταν θα φτάσει η ώρα να δούμε να διαβαίνουν το κατώφλι των φυλακών καθημερινοί άνθρωποι που θα παραβούν (ακόμα και από αμέλεια τους) τον ποινικό νόμο, η κοινωνία θα καταλάβει ότι ο αντίλογος που αναπτύχθηκε από το σύνολο (σχεδόν) των φορέων και επιστημόνων δεν αφορούσε κάποιες «συντεχνίες» και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. Αντίθετα, οι «συντεχνίες» αυτές (όπως είναι οι δικηγόροι και ειδικότερα οι «κύριοι ποινικολόγοι») μάλλον θα ευνοούνταν από αυστηροποίησεις της ποινικής νομοθεσίας, καθώς είναι εμφανές ότι αναμένεται η ραγδαία αύξηση της ύλης τους από κατηγορουμένους που θα αναζητούν δικηγόρο με το φόβο ότι μπορεί να καταδικαστούν σε ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους με αποτέλεσμα ακόμη και να κινδυνεύσουν να εγκλειστούν στη φυλακή.
Δυστυχώς, έχει ξημερώσει μια δύσκολη εποχή για τον ποινικό μας πολιτισμό και για το Κράτος Δικαίου. Ωστόσο, όσοι πιστεύουμε στην φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού μας δικαίου, οφείλουμε να αντισταθούμε, στα ακροατήρια, στα αμφιθέατρα, στην κοινωνία!
* Κώστας Κοσμάτος, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ