Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*
Σύμφωνα με την απόφαση του εκλογοδικείου, περίληψη της οποίας είδε το φως της δημοσιότητας, μένουν εκτός Βουλής τρεις βουλευτές εκλεγέντες με το κόμμα “Σπαρτιάτες” περιλαμβανομένου και του αρχηγού του κόμματος αυτού. Η ακύρωση της εκλογής των βουλευτών κατόπιν αίτησης-ένστασης εκλογέων δημιουργεί κατ’ αρχάς τριβές μεταξύ της απόφασης του εκλογοδικείου και της απόφασης του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου το οποίο και ανακήρυξε τους υποψήφιους βουλευτές. Μολονότι το πλήρες κείμενο της απόφασης αναμένεται για να καταστούν απολύτως ευκρινείς οι σκέψεις του εκλογοδικείου, δεν είναι πρόωρο να σημειωθεί ότι τίθενται ζητήματα που άπτονται τόσο του νομικού είναι όσο και του νομικού δέοντος. Τα κριθέντα ζητήματα εμπίπτουν σε δύο τουλάχιστον κατηγορίες ήτοι σε αυτά που αφορούν αφενός στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και αφετέρου στο συνταγματικό status των βουλευτών. Η απάντηση στα ανωτέρω ζητήματα δεν είναι πάντα ευχερής σε σημείο ώστε η όλη διαδικασία να δοκιμάζει την αντοχή των θεσμών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αφετηριακά τίθεται το ερώτημα της διάλυσης πολιτικού κόμματος. Η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 Συντάγματος επιβάλλει όπως η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ωστόσο δεν επιτρέπεται η διάλυση κόμματος με πράξη οργάνου της πολιτείας. Είναι σαφές ότι η διάλυση κόμματος προϋποθέτει προηγούμενη ένθεση στο corpus του Συντάγματος των λόγων αυτής καθώς και την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο θα κρίνει και θα αποφαίνεται περί της αντισυνταγματικότητας αυτών. Στην περίπτωση κατά την οποία τίθεται ζήτημα ως προς την πρωτοβάθμια ποινική καταδίκη, συνταγματικά δέον είναι να ληφθεί υπόψη όχι μόνο η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 αλλά και αυτή του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ του Συντάγματος η οποία ορίζει ρητά ότι «ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Ανάλογη πρέπει να είναι η περίπτωση του υποκρυπτόμενου αρχηγού, ιδιότητα η οποία πρέπει να πιστοποιείται σε δημόσια διαδικασία και πριν πάντως από την εκλογική αναμέτρηση. Άλλως θα ευρισκόμεθα προ της καινοφανούς αντίληψης ότι το εκλογικό σώμα εξαπατήθηκε αλλά δεν εκπίπτει το σύνολο των εξαπατησάντων παρά μόνο αυτοί για τους οποίους υποβλήθηκε ένσταση. Η όλη αντίληψη είναι πολλαπλώς προβληματική καθώς η έννοια του «εξαπατηθέντος εκλογικού σώματος» παραπέμπει στη δημιουργία πλάνης ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης δηλαδή και εν προκειμένων της εκλογικής βούλησης.
Ένα δεύτερο σημείο αφορά στη μη πλήρωση των τριών κενών βουλευτικών εδρών καθώς κρίθηκε ότι στην εξαπάτηση του εκλογικού σώματος έχουν λάβει μέρος και οι επιλαχόντες βουλευτές. Η όλη διαδικασία παραπέμπει στην παλαιότερη σκέψη ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να κρίνει την παραίτηση των βουλευτών και των επιλαχόντων υποψηφίων ως καταχρηστική με συνέπεια τη μη διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών. Ωστόσο το άρθρο 53 παρ. 2 Συντάγματος ορίζει ότι η βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών. Από τη διάταξη αυτή εξάγεται επιχείρημα εξ αντιδιαστολής υπέρ της διεξαγωγής αναπληρωματικών εκλογών διότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει τη διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών, διότι το δημοκρατικό πολίτευμά μας λειτουργεί μόνο κατόπιν ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας η οποία μάλιστα υποχρεώνει το σύνολο των λειτουργιών της Πολιτείας να την διασφαλίζουν.
*Ο κ. Άλκης Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης