Δύο παρόμοιες αποφάσεις-οδηγούς για το σκάνδαλο των υποκλοπών στην Ελλάδα εξέδωσε τις τελευταίες μέρες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Και οι δύο αποφάσεις θεωρούνται κρίσιμες για τη χώρα μας και την ελληνική Κυβέρνηση, καθώς το ΕΔΔΑ πρόκειται να εξετάσει τις προσφυγές του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη για τις παράνομες παρακολουθήσεις τους.
Στην απόφαση που έγινε γνωστή χθες το Πρώτο Τμήμα του δικαστηρίου στο Στρασβούργο, το οποίο είναι αυτό που θα ασχοληθεί με τις υποθέσεις Κουκάκη – Ανδρουλάκη, εξέτασε την προσφυγή πολιτών της Πολωνίας που κατήγγειλαν ότι οι Μυστικές Υπηρεσίες της χώρας τους παρακολουθούσαν συστηματικά τις επικοινωνίες τους εξαιτίας της έντονης κριτικής που ασκούσαν στην κυβέρνηση. Η υπόθεση αφορούσε τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Βαρσοβίας, έγκριτο ποινικολόγο, Mikolaj Pietrzak, αλλά και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρά τα συνεχή αιτήματα και τις προσπάθειές τους να μάθουν τον λόγο της παρακολούθησης, οι αρχές αρνήθηκαν να το πράξουν -όπως και στην Ελλάδα- επικαλούμενες το απόρρητο της δράσης των μυστικών υπηρεσιών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε τριπλή παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικότητας και προσωπικής ζωής των προσφευγόντων, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην Πολωνία η νομοθεσία δεν επέτρεπε στους πολίτες-στόχους τη δυνατότητα να πληροφορηθούν την ύπαρξη και τους λόγους της παρακολούθησης, ούτε τη δυνατότητα περαιτέρω προσφυγής στην Αρχή ή στο Δικαστήριο για αυτόν τον λόγο. Στην ακροαματική διαδικασία στο Στρασβούργο για την υπόθεση της Πολωνίας είχε αγορεύσει το 2022 ο Αλέξης Αναγνωστάκης, ο οποίος εκπροσώπησε την Ένωση Ευρωπαίων Ποινικολόγων.
Ο κ. Αναγνωστάκης με χθεσινό του σχόλιο (news247) εκτιμά πως η υπόθεση διαθέτει πολλές και έντονες ομοιότητες με την ελληνική των παρακολουθήσεων. «Κοινό σημείο αποτελεί η αδιαφάνεια της δράσης των μυστικών και άλλων υπηρεσιών και η άρνηση πληροφόρησης επί των λόγων παρακολούθησης. Η γενική επίκληση του “απορρήτου εθνικής ασφαλείας” πλέον δεν αρκεί προς τούτο» σημειώνει ο Έλληνας ποινικολόγος. Υπενθυμίζεται πως τον Σεπτέμβριο του 2022 σε μια παρέμβασή της η ευρωομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών έβαζε δίπλα δίπλα τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Ούγγρο Ορμπαν και τον Πολωνό Κατσίνσκι, χαρακτηρίζοντάς τους «εχθρούς της ελευθερίας του Τύπου», με αφορμή και τις υποθέσεις παρακολουθήσεων («Υποκλοπές α λα πολωνικά», 28/5/2024, «Εφ.Συν.»).
«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κομματιάζει την πολωνική νομοθεσία που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τη χρήση #spyware εναντίον επικριτών της κυβέρνησης (εκθέτοντας και την Κομισιόν για αδράνεια): «οι εθνικές αρχές θα αντιμετωπίσουν την κατάχρηση του spyware»)» σχολίασε στο X η Ολλανδή ευρωβουλεύτρια Σόφι ιν’τ Βελντ, εισηγήτρια της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου για τις παρακολουθήσεις PEGA.
«Πιλότος»
Η δεύτερη απόφαση-πιλότος για την Ελλάδα που εξέδωσε το ΕΔΔΑ αφορά την καταδίκη της Ιταλίας για την παράνομη παρακολούθηση του πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, καθώς το ιταλικό δίκαιο δεν του έδινε τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τους λόγους της παρακολούθησής του, όπως επίσης και να έχει πρόσβαση στο υλικό της παρακολούθησης.
Μάλιστα η παρακολούθηση έγινε με εισαγγελική εντολή, όπως ακριβώς έγινε στη χώρα μας με τις επισυνδέσεις της ΕΥΠ κατόπιν έγκρισης της εισαγγελέως Βασιλικής Βλάχου. Πρόκειται για την υπόθεση παρακολούθησης του Bruno Contrada, πρώην υψηλόβαθμου αστυνομικού και αναπληρωτή διευθυντή της ιταλικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών SISDE. Ο ίδιος καταδικάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για τις σχέσεις του με την Cosa Nostra την περίοδο 1979-1988. Η προσφυγή του στο ΕΔΔΑ αφορούσε την παρακολούθηση των τηλεφωνικών του συνομιλιών το 2017 στο πλαίσιο ποινικών ερευνών για τη δολοφονία ενός αστυνομικού το 1989. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ιταλία με το σκεπτικό ότι η παρακολούθηση ήταν παράνομη, καθώς παραβίασε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και επιδίκασε αποζημίωση ύψους 9.000 ευρώ στον Contrada.
Υπενθυμίζεται πως πρόσφατα το ΣτΕ με την υπ’ αριθμόν 465/2024 απόφαση της Ολομέλειάς του έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη τον Μάρτιο του 2021, η οποία αφαιρούσε τη δυνατότητα στους παρακολουθούμενους να ενημερωθούν για την άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου από την ΕΥΠ.
Τις τελευταίες δεκαετίες (και ειδικά μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης Σνόουντεν) τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια, το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης), διαμόρφωσαν μια σταθερή προοδευτική προσέγγιση αναφορικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής στο θέμα των μαζικών παρακολουθήσεων.
Το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ στην προσπάθειά τους να περιορίσουν αυστηρά την ολοένα αυξανόμενη επιθυμία των κρατών για συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για τα άτομα ανέπτυξαν στη νομολογία τους βασικά πρότυπα της έννοιας της εθνικής ασφάλειας στο Ενωσιακό Δίκαιο (μεταξύ άλλων, συνεπή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της αναγκαιότητας) τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την επανεξέταση των εξελισσόμενων πρακτικών μυστικής παρακολούθησης και απαίτησαν από τα κράτη την πλήρη συμμόρφωση προς το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Το δε Δικαστήριο του Στρασβούργου διαθέτει μακρά ιστορία υποθέσεων που αφορούν τα μέτρα μαζικής παρακολούθησης, για τα οποία δέχεται ότι εμπίπτουν κατ’ αρχήν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών στο πλαίσιο καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια κάποιες αποφάσεις του ΕΔΔΑ (αποφάσεις Big Brother Watch and Others v. United Κingdom και Centrum för rättvisa v. Sweden, βλ. μελέτη Σοφίας Φεϊζίδου, «Οι μαζικές παρακολουθήσεις στη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, Πανεπιστήμιο Πειραιά, 4/2023) είχαν προκαλέσει έντονη ανησυχία σε νομικούς κύκλους και δημοκρατικούς φορείς, καθώς θεωρήθηκε ότι αντιπροσώπευαν τη νομιμοποίηση των μαζικών παρακολουθήσεων. Μετά τις πρόσφατες καταδίκες της Πολωνίας και της Ιταλίας φαίνεται πως αυτές οι ανησυχίες υποχωρούν και αυτή που θα πρέπει να ανησυχεί είναι η ελληνική κυβέρνηση.