Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Μεγάλη αναστάτωση έχει προκληθεί με την σχεδόν αιφνιδιαστική έκδοση του Π.Δ. 129/2025 από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τους νέους όρους δόμησης και χρήσεις γης στους οικισμούς της χώρας. Χιλιάδες ιδιοκτησίες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν οικοδομήσιμες, μετατρέπονται πλέον σε γη χωρίς δυνατότητα αξιοποίησης. Οι ιδιοκτήτες τους βλέπουν την περιουσία τους να απαξιώνεται, στο πλαίσιο μιας επιλεκτικής και ξαφνικής πολεοδομικής αναδιάταξης.
Το νέο Προεδρικό Διάταγμα εισάγει ουσιαστικές αλλαγές, προκαλώντας εύλογη ανησυχία σε χιλιάδες πολίτες. Συγκεκριμένα, καθιστά μη οικοδομήσιμα τα οικόπεδα κάτω των 2 στρεμμάτων σε οικισμούς με λιγότερους από 2.000 κατοίκους. Η ρύθμιση αυτή αφορά περίπου 10.000 μικρούς οικισμούς σε ολόκληρη τη χώρα, με ιδιαίτερα έντονο αποτύπωμα στην ηπειρωτική και νησιωτική περιφέρεια.
Μπροστά στις αντιδράσεις και θορυβημένη από το κλίμα που διαμορφώνεται η κυβέρνηση μελετά νέα νομοθετική πρωτοβουλία μέσω της οποίας θα δίνεται η δυνατότητα καθορισμού από τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια τα οποία αυτή τη στιγμή εκπονούνται ανά την Ελλάδα, ειδικών περιοχών ελέγχου χρήσεων γης σε κάθε μια περιοχή και έπειτα από ειδικό σχεδιασμό, επαρκή τεκμηρίωση, και διαβούλευση με τους ΟΤΑ . Πρόκειται για μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία που αν μη τη αλλω δεν λύνει το πρόβλημα και επιτείνει την αναστάτωση .
Ουσιαστικά θα είναι ζώνες που θα αποτελούν συνέχεια των ορίων των οικισμών, σε απόσταση που δεν θα υπερβαίνει τα 500 μέτρα. Οι συγκεκριμένες θα συγκροτούν ιδιαίτερες ενότητες, βάσει των πολεοδομικών χαρακτηριστικών τους και θα λειτουργούν ως ενδιάμεσες ζώνες μεταξύ της , εντός των ορίων οικιστικής περιοχής και της εκτός σχεδίου περιοχής.
Οι συνέπειες από την παραπάνω εξέλιξη είναι παμπολες . Η απώλεια της δυνατότητας δόμησης συνεπάγεται την υποτίμηση της αξίας χιλιάδων μικρών ακινήτων, τη ραγδαία μείωση της δυνατότητας αξιοποίησης ή μεταβίβασής τους, καθώς και τη διατήρηση της φορολογικής επιβάρυνσης, παρότι τα ακίνητα αυτά καθίστανται πλέον μη λειτουργικά. Πολλοί ιδιοκτήτες βρίσκονται ξαφνικά να κατέχουν περιουσία που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ούτε ως επένδυση, ούτε ως κατοικία, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να φορολογούνται γι’ αυτή.
Επιπλέον η νέα εξέλιξη ωθεί στην περαιτέρω ερημοποίηση της υπαίθρου μια τάση ήδη διαπιστωμένη εδώ και χρόνια, με κύρια χαρακτηριστικά τη σταδιακή εγκατάλειψη μικρών οικισμών, τη γήρανση του πληθυσμού, την ελάττωση των δημόσιων υπηρεσιών και την εξασθένιση της τοπικής οικονομίας.
Αν η κυβέρνηση πιστεύει στην βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να το δείξει έμπρακτα αλλάζοντας στάση και στηρίζοντας την μικρή ιδιοκτησία.