Ο Έλληνας πρωθυπουργός επέλεξε σωστά -υπό το πρίσμα της αναδυόμενης κατάστασης- να επικοινωνήσει με τον Τούρκο πρόεδρο για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν και τις συνέπειες αυτών στα προσφυγικά ρεύματα. Αλλά για να κατανοήσουμε το ορθό της επιλογής πρέπει να αξιολογήσουμε τις τωρινές συνθήκες. Χιλιάδες Αφγανών φεύγουν και θα φύγουν από το Αφγανιστάν. Το καθεστώς των Ταλιμπάν, όσο και αν προσπαθεί να εξωραΐσει την εικόνα του, δεν έχει αλλάξει στην ουσία τις απόψεις και τις πρακτικές του. Άρα, όσοι βρίσκονται ή βρεθούν σε κίνδυνο, θα κάνουν τα πάντα για να γλιτώσουν από τις διώξεις, είτε λόγω πεποιθήσεων, είτε λόγω φυλής/προέλευσης είτε εξαιτίας της συνεργασίας τους με τις κατά τους Ταλιμπάν «κατοχικές δυνάμεις», είτε λόγω φύλου.
Στην Τουρκία οι Αφγανοί είναι ανεπιθύμητοι, όπως έχει καταστήσει σαφές ο Ερντογάν. Το πολιτικό πρόβλημα για τον Τούρκο πρόεδρο θα ήταν τεράστιο αν χιλιάδες Αφγανών καταφέρουν να φτάσουν στην τουρκική επικράτεια, δεδομένου ότι η τουρκική κοινωνία έχει υποστεί κόπωση λόγω της παρουσίας Σύρων αλλά και άλλων εθνικοτήτων -τουλάχιστον 300 χιλιάδες πιθανόν και περισσότεροι Αφγανοί διαβιούν ήδη στην Τουρκία- επί σχεδόν μία δεκαετία. Από την άλλη, η τουρκική ηγεσία δεν εμπιστεύεται την ΕΕ, κυρίως στο ότι θα στηρίξει επαρκώς και με ταχύτητα οικονομικά την Άγκυρα. Επομένως, αν δεν καταφέρει η τελευταία να ελέγξει τις ροές Αφγανών από το Ιράν, το οποίο επίσης θέλει να αποτρέψει τη μαζική τους είσοδο στην επικράτειά του, η Τουρκία πολύ δύσκολα θα τους διατηρήσει στο έδαφος της και θα θελήσει να τους κατευθύνει προς την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Είναι συνεπώς προς το συμφέρον μας να ελεγχθούν οι ροές προτού προσεγγίσουν την Τουρκία. Και η ελληνική πλευρά προφανώς θα διαμήνυσε ότι σε περίπτωση που η Άγκυρα δεν εργαλειοποιήσει τις ροές, όπως έκανε μετά το 2015 και τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο, τότε η Ελλάδα μπορεί να σταθεί αρωγός στην ενίσχυση με οικονομικά μέσα της Άγκυρας. Και είναι σημαντικό να γνωρίζει η τελευταία, ότι εφόσον τηρήσει τα συμφωνηθέντα της Κοινής Δήλωσης του Μαρτίου του 2016, η Αθήνα θα υποστήριζε και την αναθεώρησή της και την προσαρμογή της στα νέα δεδομένα.
Γιατί όμως ήταν χρήσιμη η επικοινωνία Μητσοτάκη-Ερντογάν; Για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί αν υπάρξει το ανάλογο «follow up», περιορίζεται η πιθανότητα να μας προκύψει και να μας επιβληθεί μια συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και κάποιου/κάποιων ευρωπαίων εταίρων μας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το προσφυγικό θέμα, όπως η Γερμανία, και δεύτερον, με αυτή την επικοινωνία δείχνουμε προς τους εταίρους μας, αλλά και την τουρκική ηγεσία, ότι μπορούμε και πρέπει, παρά τις δεδομένες χαώδεις διαφορές μας, όπου παρίσταται ανάγκη, να συντονιζόμαστε.
Για αυτό άλλωστε το κλίμα στη συζήτηση των δύο ηγετών ήταν θετικό. Βρέθηκε, ως αναμενόταν, κοινό σημείο επαφής. Και αυτή η επικοινωνία έστειλε μήνυμα σε πολλούς αποδέκτες ότι οι δύο χώρες δεν θα επιτρέψουν να μετατραπούν σε αποθήκη ψυχών απελπισμένων Αφγανών ή σε μαξιλαράκι ασφαλείας για τα κράτη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Ως προς τα σενάρια για τις προσφυγικές ροές: οι Ταλιμπάν δεν έχουν προτεραιότητα να κλείσουν τα σύνορα με Πακιστάν και Ιράν, αλλά το τελευταίο μαζί με την Τουρκία είναι αποφασισμένα να ανασχέσουν τα ρεύματα Αφγανών. Επίσης, πολλά θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά και άλλα κίνητρα που θα δοθούν (κυρίως από τη Δύση) αλλά και την αποτελεσματικότητα των γειτονικών στο Αφγανιστάν κρατών να διατηρήσουν την πλειονότητα των Αφγανών που φτάσουν σε αυτές στην επικράτειά τους. Αλλά αυτό θα είναι μία προσωρινή κατάσταση, αν οι Ταλιμπάν εγκαθιδρυθούν στην εξουσία με τους όρους τους, η έξοδος θα είναι μαζική και η εκτίμηση/προσδοκία ότι από τη στιγμή που οι Αφγανοί θα παραμείνουν σε γειτονικές χώρες θα είναι ευκολότερο να επιστρέψουν στη χώρα τους, θα αποδειχθεί ευσεβής πόθος. Οπότε αργά ή γρήγορα σε μία τέτοια περίπτωση, τα προσφυγικά κύματα θα πολλαπλασιαστούν.
Τέλος, είναι αξιοπρόσεκτο ότι πέραν της χαρακτηριστικής της αμηχανίας, η ΕΕ δείχνει και μία αμφισημία έναντι των φονταμενταλιστών. Την Τρίτη ο Μπορέλ έλεγε ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε τα νέα δεδομένα και χθες η Φον ντερ Λάιεν διευκρίνισε στους Ταλιμπάν ότι οι Βρυξέλλες δεν τους αναγνωρίζουν και πως δεν υπάρχουν πολιτικές επαφές μαζί τους, παρά μόνο για ανθρωπιστικά ζητήματα. Προσώρας, έχουμε ανάλογη διχογνωμία και σε κορυφαίο επίπεδο ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία, με την πρώτη να μην επιθυμεί καμία επικοινωνία με τους Ταλιμπάν και τη δεύτερη να έχει βρει ήδη σημείο επαφής μαζί τους. Πάντως, συνολικά η ΕΕ θα υποχρεωθεί να προσαρμόσει τη στάση της στα νέα δεδομένα και να ανοίξει διαύλους με το νέο καθεστώς στο Αφγανιστάν, εφόσον τελικά αυτό επικρατήσει.
Κωνσταντίνος Φίλης,
Εκτελεστικός Διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής διεθνών θεμάτων του Ant1
- Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος το βιβλίο του “Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μίας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ”.