Το φαινόμενο «holiday poverty» εξαπλώνεται στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να είναι η δεύτερη χώρα μετά τη Ρουμανία που το βιώνει πιο έντονα, καθώς οι μισοί Έλληνες δηλώνουν ότι αδυνατούν να αντέξουν οικονομικά ακόμη και μία εβδομάδα διακοπών.
«Με ένα εισιτήριο λεωφορείου στο χέρι, η Διαμαντούλα Βασιλείου ξεκίνησε ένα τετράωρο ταξίδι για την παραλία Αυλάκι, μία ώρα βόρεια της Αθήνας. Ήταν μία από τις χιλιάδες που έκαναν παρόμοιες εκδρομές αυτόν τον μήνα, συχνά με πλαστικά ψυγειάκια και φαγητά από το σπίτι – χαρακτηριστικά των καλοκαιρινών διακοπών πολλών Ελλήνων σε παλαιότερες, πιο ισχνές εποχές. “Ερχόμαστε εδώ γιατί δεν υπάρχουν χρήματα”, εξήγησε η κυρία Βασιλείου, για την οποία οι ημερήσιες εκδρομές έχουν αντικαταστήσει τις εβδομαδιαίες διακοπές τα τελευταία τέσσερα χρόνια».
Με αυτή την περιγραφή ξεκινά το άρθρο του στον βρετανικό Independent ο δημοσιογράφος Ντέρεκ Γατόπουλος για το φαινόμενο που μαστίζει τη σύγχρονη Ελλάδα, να αποτελεί ειδυλλιακό τόπο διακοπών για όλους, εκτός από τους ίδιους της τους κατοίκους. Πρόκειται για μια σκληρή πραγματικότητα και αντίφαση όπως την περιγράφει ο δημοσιογράφος: «Τα κρυστάλλινα νερά της χώρας την έχουν μετατρέψει σε πηγή ζηλευτών αναρτήσεων στο Instagram.
Οι αφίξεις ξένων επισκεπτών φέτος αναμένεται να φτάσουν έως και τετραπλάσιο του πληθυσμού των 10 εκατομμυρίων, ακολουθώντας τα δεδομένα του 2024. Κι όμως, πολλοί Έλληνες παρακολουθούν από το περιθώριο, άμεσο αποτέλεσμα των αυξανόμενων τιμών και της αργής αύξησης των μισθών».
Κερδισμένα τα σουπερμάρκετ, χαμένη η εστίαση
Όπως αγαπούν να διατρανώνουν με κάθε ευκαιρία οι πολιτικοί, ο τουρισμός στην Ελλάδα μοιάζει χρόνο με τον χρόνο να ανθίζει. Το πιστοποιούν και οι αριθμοί μια και ο συγκεκριμένος τομέας αποφέρει περισσότερα από 21 δισεκατομμύρια ευρώ στην χώρα μας και αποτελεί θεμέλιο της οικονομίας.
Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 46% των Ελλήνων δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει διακοπές μίας εβδομάδας (holiday poverty ονομάζεται το φαινόμενο, δηλαδή φτώχεια των διακοπών). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Έτσι, την ώρα που η χώρα προβάλλεται διεθνώς ως κορυφαίος προορισμός, οι πολίτες της περιορίζονται σε μονοήμερες βόλτες ή σε οικονομικότερες επιλογές.
Οι συνήθειες αλλάζουν. Οι ταξιδιώτες επιλέγουν ενοικιαζόμενα με κουζίνα, ώστε να μαγειρεύουν και να περιορίζουν τα έξοδα. Το καθημερινό γεύμα στην ταβέρνα δίνει τη θέση του στα ψώνια από το σούπερ μάρκετ -σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) ο κύκλος εργασιών στις επιχειρήσεις εστίασης υποχώρησε το β΄ τρίμηνο του 2025 κατά 2,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 και μειώθηκε σε 2,72 δισ. ευρώ από 2,80 δισ. ευρώ πέρυσι.
Κερδισμένα βγαίνουν πάλι τα σουπερμάρκετ και οι μεγάλες αλυσίδες τροφίμων αφού σύμφωνα με την Circana στα νησιά κατέγραψαν για το πρώτο μισό του 2025 9,5% ρυθμούς ανάπτυξης.
Η Ελλάδα φυσικά δεν αποτελεί τη μόνη περίπτωση. Σύμφωνα με την Eurostat, 27% των Ευρωπαίων άνω των 16 ετών – περίπου 42 εκατομμύρια άνθρωποι – δεν μπόρεσαν το 2023 να κάνουν διακοπές μίας εβδομάδας.
Ένα φαινόμενο βέβαια που δεν χτυπά όλους του Ευρωπαίους με τον ίδιο τρόπο καθώς στη Σουηδία το ποσοστό είναι μόλις 11,6%, στο Λουξεμβούργο 8,9%, στην Ολλανδία 13%, ενώ στη Ρουμανία εκτοξεύεται στο 58,6%.
Οι ανισότητες είναι εμφανείς. Οι ισχυρότερες συλλογικές συμβάσεις και οι υψηλότεροι μισθοί στις πιο πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, κρατούν χαμηλά τα ποσοστά holiday poverty, ενώ ειδικά στο νότο οι πολίτες πιέζονται περισσότερο.
Στην Ελλάδα, το κόστος των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων λειτουργεί ως πρόσθετο εμπόδιο. Μια τριμελής οικογένεια με αυτοκίνητο χρειάζεται σχεδόν 500 ευρώ για το πήγαινε – έλα από Πειραιά προς Σύρο. Για Χίο, η δαπάνη είναι παρόμοια, με ταξίδι δέκα ωρών.
Συγκριτικά, μια οικογένεια που ταξιδεύει από τη Βαρκελώνη στην Ίμπιζα πληρώνει γύρω στα 155 ευρώ. Η διαφορά δείχνει πόσο επιβαρύνεται ο εσωτερικός τουρισμός στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες.
Το holiday poverty μπορεί σε πολλούς να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από άλλους δείκτες φτώχειας, όμως οι οικονομικές συνέπειες -πέρα από τις ψυχολογικές και σωματικές-, είναι έμμεσες.
Όταν περίπου οι μισοί Έλληνες στερούνται το βασικό δικαίωμα στην ξεκούραση, εντείνεται το άγχος, η κόπωση, μειώνεται η παραγωγικότητα και τροφοδοτείται το αίσθημα αδικίας.
Στην Ελλάδα η αντίφαση είναι ακόμη πιο έντονη καθώς οι πολίτες βλέπουν τη χώρα τους να κερδίζει διεθνή βραβεία και να κατακλύζεται από ξένους, ενώ οι ίδιοι δυσκολεύονται να απολαύσουν τις παραλίες τους.
Αναζητώντας λύσεις
Στην Ευρώπη, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ζητούν καλύτερους μισθούς και ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων. Τονίζουν ότι οι αυξήσεις μερισμάτων είναι πολλαπλάσιες των αυξήσεων μισθών και ότι οι ανισότητες διευρύνονται.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση αφορά και ειδικά μέτρα για τον εσωτερικό τουρισμό όπως είναι τα επιδοτούμενα εισιτήρια, τα κοινωνικά πακέτα διακοπών, η ενίσχυση οικογενειών χαμηλού εισοδήματος. Μιλάμε για το απόλυτο οξύμωρο, η χώρα που ζει από τον τουρισμό να αποκλείει τους πολίτες της από την ίδια εμπειρία.