Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια διαρκή δοκιμασία, με την ακρίβεια, τα υψηλά επιτόκια – παρα την πτώση τους τελευταίους μήνες- , αλλά και την αδυναμία της παραγωγικής βάσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση συνεχίζει να προτάσσει ως βασικό της εργαλείο τα επιδόματα. Μικρά, έκτακτα ή τακτικά βοηθήματα, που δίνονται σε στοχευμένες κοινωνικές ομάδες ή ευρύτερα στο σύνολο των πολιτών, παρουσιάζονται από το Μέγαρο Μαξίμου ως «ασπίδα» απέναντι στην κρίση. Ωστόσο, όλο και περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές αλλά και απλοί πολίτες βλέπουν πίσω από αυτή την πολιτική περισσότερο επικοινωνιακή διαχείριση παρά πραγματική λύση.
Η σύγκριση με τα «καθρεφτάκια στους ιθαγενείς» δεν είναι τυχαία. Στην αποικιοκρατική ιστορία, οι Ευρωπαίοι κατακτητές προσέφεραν στους ιθαγενείς μικροαντικείμενα, λαμπερά και εντυπωσιακά, για να καλύψουν τη λεηλασία του πραγματικού πλούτου. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η πολιτική των επιδομάτων λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο: αποσπά την προσοχή από τη βασική αδυναμία της χώρας να αναπτύξει ένα σταθερό και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.
Τα επιδόματα πράγματι ανακουφίζουν πρόσκαιρα. Ένα επίδομα θέρμανσης, ένα voucher για καύσιμα, ένα «pass» δίνουν μια ανάσα σε νοικοκυριά που παλεύουν με το αυξανόμενο κόστος ζωής. Όμως, η ελάφρυνση αυτή κρατά για λίγο και δεν αντιμετωπίζει το μόνιμο πρόβλημα: την αδυναμία αύξησης πραγματικών μισθών, την υψηλή φορολογία, την ανισότητα στην αγορά εργασίας και την έλλειψη επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς.
Αντίθετα, η διαρκής επιδοματική πολιτική εγκλωβίζει την οικονομία σε μια λογική διαχείρισης φτώχειας. Οι πολίτες εξαρτώνται από την «καλή διάθεση» της εκάστοτε κυβέρνησης για το αν και πότε θα δοθεί το επόμενο επίδομα, ενώ παράλληλα καλλιεργείται ένα πελατειακό κλίμα. Το πολιτικό μήνυμα είναι σαφές: «Δώσαμε χρήματα, άρα στηρίξτε μας». Έτσι, η οικονομική πολιτική μετατρέπεται σε εργαλείο ψηφοθηρίας, αντί για μοχλό ανασυγκρότησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, αντί να δούμε ένα συγκροτημένο και γενναίο σχέδιο μείωσης της φορολογίας για τη μεσαία τάξη, κίνητρα για επενδύσεις, στήριξη της καινοτομίας ή ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, βλέπουμε «πακέτα επιδομάτων» που ανακοινώνονται κάθε λίγους μήνες. Ακόμη και οι ίδιοι οι πολίτες δηλώνουν πως τα χρήματα αυτά εξαφανίζονται αμέσως στα σούπερ μάρκετ, στα καύσιμα ή στους λογαριασμούς ρεύματος. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν λύνεται, απλώς αναβάλλεται.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια οικονομία που να στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια: καλά αμειβόμενες δουλειές, αξιοκρατία, εκπαίδευση που θα συνδέεται με την παραγωγή, και κυρίως ενίσχυση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής. Χωρίς αυτά, τα επιδόματα θα συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο «καθρεφτακίων», κρύβοντας τη γύμνια του συστήματος.
Σήμερα η κυβερνητική πολιτική θυμίζει περισσότερο προσωρινό «μπάλωμα» παρά στρατηγική. Όσο η κοινωνία «καθησυχάζεται» με μικρές ενέσεις ρευστότητας, τόσο απομακρύνεται η συζήτηση για τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα. Και όσο οι πολίτες παραμένουν εγκλωβισμένοι στη λογική του επιδόματος, τόσο δύσκολα θα διεκδικήσουν το αυτονόητο: μια οικονομία που θα προσφέρει προοπτική και όχι μόνο ψευδαισθήσεις.