Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Η Ελλάδα, μια χώρα με πλούσια φυσική κληρονομιά, περιλαμβάνει στα εδάφη της εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων, που άλλοτε φιλοξενούσαν πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια ανησυχητική συρρίκνωση του δασικού πλούτου της χώρας. Η καταστροφή αυτή δεν είναι απλώς αποτέλεσμα φυσικών φαινομένων ή κλιματικής αλλαγής, αλλά και της ανθρώπινης αμέλειας και κυρίως της θεσμικής αποδυνάμωσης της προστασίας των δασών. Στην καρδιά αυτής της υποβάθμισης βρίσκεται η κατάργηση και η συστηματική υποβάθμιση του θεσμού της δασοφυλακής. Ο εμβληματικος πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας Λάζαρος Κυριζογλου, πρόσωπο με διαχρονική και αδιαμφισβήτητη εμπειρία επιχειρηματολογούσε πάντα κατά της κατάργησης της δασοφυλακής .
Η δασοφυλακή, ως θεσμός, είχε έναν καθοριστικό ρόλο στην επιτήρηση, την πρόληψη και την καταστολή παρανομιών εντός των δασών. Οι δασοφύλακες γνώριζαν κάθε εκατοστό της περιοχής ευθύνης τους. Ήταν οι πρώτοι που αντιλαμβάνονταν παράνομες υλοτομίες, εμπρησμούς ή καταπατήσεις. Η παρουσία τους λειτουργούσε αποτρεπτικά, ενώ η καθημερινή επαφή τους με το δάσος τούς καθιστούσε ανεκτίμητους στην πρόληψη φυσικών καταστροφών.
Η σταδιακή κατάργηση των δασοφυλάκων, ιδιαίτερα μετά την μεταφορά της δασοπροστασίας από τα δασαρχεία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία (το 1998), απογύμνωσε τα δάση από την συνεχή και εξειδικευμένη επιτήρηση που είχαν προηγουμένως. Αν και η Πυροσβεστική έχει υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα, ο ρόλος της είναι κατά βάση κατασταλτικός – επεμβαίνει όταν η φωτιά έχει ήδη ξεσπάσει. Δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την τοπική γνώση για την πρόληψη, όπως οι δασοφύλακες. Το αποτέλεσμα; Οι φωτιές γίνονται ανεξέλεγκτες και πιο συχνές, με χιλιάδες στρέμματα να χάνονται κάθε καλοκαίρι.
Παράλληλα, η έλλειψη δασοφύλαξης επέτρεψε την εξάπλωση των παράνομων δραστηριοτήτων: υλοτομία χωρίς άδεια, δημιουργία αυθαίρετων οικισμών, ρίψη αποβλήτων σε δασικές περιοχές, λαθροθηρία, αλλά και σκόπιμοι εμπρησμοί για αλλαγή χρήσης γης. Χωρίς την παρουσία εκπαιδευμένου προσωπικού με αρμοδιότητες επιβολής νόμου, οι παραβάτες δρουν ανενόχλητοι.
Η σημασία της δασοφυλακής δεν ήταν μόνο λειτουργική αλλά και παιδευτική. Ο δασοφύλακας συχνά αποτελούσε μια μορφή σύνδεσης του πολίτη με το περιβάλλον. Μέσα από την καθημερινή του δραστηριότητα, ενημέρωνε, ευαισθητοποιούσε και διατηρούσε μια σχέση εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινωνίες. Η κατάργηση αυτού του θεσμού αφαίρεσε κι ένα κρίσιμο εργαλείο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης από την ελληνική ύπαιθρο.
Η δασική καταστροφή στην Ελλάδα δεν είναι πλέον απλώς ένα περιβαλλοντικό ζήτημα. Έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Τα δάση λειτουργούν ως φυσικά φράγματα απέναντι στη διάβρωση, ρυθμίζουν το υδρολογικό ισοζύγιο, προσφέρουν ξυλεία, προϊόντα και τουριστικές ευκαιρίες. Η απώλειά τους μεταφράζεται σε πλημμύρες, απώλεια βιοποικιλότητας, μείωση του εισοδήματος για τοπικές κοινωνίες και, τελικά, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Η ανασύσταση της δασοφυλακής είναι πλέον μονόδρομος , όχι μόνο ως αναδρομή στο παρελθόν, αλλά ως ουσιαστική επένδυση στο μέλλον. Απαιτείται πολιτική βούληση για τη δημιουργία ενός νέου, σύγχρονου σώματος δασικής προστασίας, στελεχωμένου με επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, επαρκώς εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο. Ένα σώμα που θα δρα καθημερινά εντός του δάσους, με αρμοδιότητες πρόληψης, καταγραφής και επιβολής κυρώσεων.
Η φύση δεν μπορεί να περιμένει. Αν η Ελλάδα θέλει πραγματικά να διαφυλάξει τον δασικό πλούτο που της έχει απομείνει , πρέπει να επαναφέρει τη συνεχή, εξειδικευμένη και ανθρώπινη παρουσία μέσα στα δάση της. Η επιστροφή της δασοφυλακής πρέπει να γίνει άμεσα . Οσο καθυστερεί, το κόστος γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτο.