Της Κωνσταντίνας Οικονόμου*
Συμπληρώθηκε ένα έτος από την από 19.07.2024 Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με τις νομικές συνέπειες των πολιτικών και πρακτικών του Ισραήλ στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (ΚΠΕ). Η Γνωμοδότηση, αν και μη δεσμευτική, φέρει βαρύνουσα νομική αξία, καθώς παρέχει μια αυθεντική και συστηματική ερμηνεία υφιστάμενων και δεσμευτικών κανόνων διεθνούς δικαίου και δύναται να επηρεάσει καίρια τη διαμόρφωση νομολογίας.
Με θεσμική σαφήνεια, το Δικαστήριο ορθοτόμησε το διεθνές δίκαιο: εξέτασε το καθεστώς της ισραηλινής παρουσίας στα ΚΠΕ, χαρακτηρίζοντάς τη, για πρώτη φορά, παράνομη, αναδεικνύοντας το περιεχόμενο και την έκταση των υποχρεώσεων του Ισραήλ και τρίτων μερών.
Η Γνωμοδότηση έχει κανονιστικό βάρος και αποτελεί σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου σε ένα από τα πλέον επίμονα διεθνή ζητήματα. Εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της Γ.Σ. (30.12.2022), με το οποίο το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τις νομικές συνέπειες των πολιτικών του Ισραήλ στα ΚΠΕ, τον αντίκτυπο αυτών στο καθεστώς της κατοχής και τις συνέπειες για κράτη και ΟΗΕ. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν αξιολογεί γεγονότα μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς (07.10.2023) και την ισραηλινή στρατιωτική απάντηση.
Οι διαπιστώσεις της Γνωμοδότησης
Το Δικαστήριο προέβη σε δύο κρίσιμες διαπιστώσεις. Πρώτον, αναγνώρισε ότι η Δυτική Όχθη, η Ανατολική Ιερουσαλήμ και η Λωρίδα της Γάζας συγκροτούν ενιαία εδαφική ενότητα, της οποίας η ακεραιότητα και ενότητα οφείλουν να διαφυλάσσονται και να γίνονται σεβαστές (παρ. 78). Η διαπίστωση αυτή εδραιώνει ρητά τον χωρικό και νομικό χαρακτήρα της κατεχόμενης παλαιστινιακής επικράτειας ως ένα ενιαίο και συνεκτικό σύνολο και όχι ως αποσπασματικά εδάφη.
Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Γάζα (2005), το Ισραήλ εξακολουθεί να ασκεί ουσιώδη στοιχεία ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων της ρύθμισης των συνόρων, της κυκλοφορίας εμπορευμάτων, της φορολογικής πολιτικής επί των εξαγωγών και της παροχής βασικών υπηρεσιών (παρ. 93) και ως εκ τούτου, δεν έχει αποδεσμευθεί από τις υποχρεώσεις του ως κατοχική δύναμη.
Η ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου
Η Γνωμοδότηση ακολουθεί τη συλλογιστική της Γνωμοδότησης του 2004 για το τείχος. Ωστόσο, τώρα το Δικαστήριο υπερβαίνει την αποσπασματική εξέταση επιμέρους πολιτικών, επιχειρώντας συνολική αξιολόγηση της κατοχικής κατάστασης. Παρά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα των ζητημάτων που τέθηκαν στο Δικαστηρίο, η Γνωμοδότηση χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτο βαθμό συναίνεσης μεταξύ των δικαστών.
Υιοθετώντας μια ερμηνευτική προσέγγιση υψηλής νομικής πυκνότητας, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η χρονική διάρκεια μιας κατοχής δεν αρκεί από μόνη της για να κριθεί η νομιμότητά της. Αν και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εδράζεται στην αρχή του προσωρινού χαρακτήρα της κατοχής, δεν προβλέπει συγκεκριμένα χρονικά όρια που να καθιστούν παράνομη τη συνέχισή της. Η αξιολόγηση της νομιμότητας απαιτεί προσφυγή σε άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου, πέραν εκείνων που ρυθμίζουν απλώς τον τρόπο άσκησής της. Η κρίσιμη αξιολόγηση οφείλει να γίνεται υπό το πρίσμα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, συγκεκριμένα του jus ad bellum και του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση (παρ. 109).
Οι σωρευτικές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων (περιορισμοί ελευθερίας μετακίνησης, κατεδαφίσεις, εποικισμοί, αποκλεισμός από βασικές υπηρεσίες), τις οποίες το Δικαστήριο διαπιστώνει δεν συγκροτούν αφ’ εαυτών λόγο παρανομίας της κατοχής. Ωστόσο, αποδεικνύουν πρόθεση παγίωσης μόνιμης ισραηλινής κυριαρχίας επί του εδάφους, παραβιάζοντας την απαγόρευση απόκτησης εδαφών δια της βίας (προσάρτηση) και το δικαίωμα των Παλαιστινίων στον αυτοκαθορισμό (παρ. 160–163, 243).
Συνεκτιμώντας το εύρος και τη διαρκή φύση των παραβιάσεων, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η κατάχρηση της θέσης του Ισραήλ ως κατοχικής δύναμης, μέσω de facto προσάρτησης και επιβολής μόνιμου ελέγχου, καθώς και η συνεχής παρεμπόδιση της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης, παραβιάζουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, καθιστώντας την ισραηλινή παρουσία στα ΚΠΕ καθεαυτή παράνομη (παρ. 261).
Έναν χρόνο μετά την έκδοσή της, η Γνωμοδότηση εξακολουθεί να μη βρίσκει θεσμική εφαρμογή, παρά τη νομική της σαφήνεια και τη θεσμική της βαρύτητα. Υπό το φως της διαρκώς επιδεινούμενης ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα, η σημασία των διαπιστώσεών της καθίσταται πιο επείγουσα και επιτακτική από ποτέ.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις ανησυχίες ασφαλείας του Ισραήλ, αναγνωρίζοντας ότι σχετικοί προβληματισμοί μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, τόνισε ότι οι ανησυχίες αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ούτε την προσάρτηση εδαφών ούτε την παράταση της κατοχής επ’ αόριστον (παρ. 254). Επιπλέον, απέρριψε τη θέση ότι οι Συμφωνίες του Όσλο μπορούν να μειώσουν ή να αναστείλουν τις υποχρεώσεις του Ισραήλ που απορρέουν από τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται σε κατάσταση κατοχής (παρ. 263).
Έννομες συνέπειες της παράνομης κατοχής
Η Γνωμοδότηση δεν περιορίζεται στη διαπίστωση της παρανομίας της κατοχής, αλλά διατυπώνει ρητώς τις έννομες συνέπειες που αυτή συνεπάγεται για τη διεθνή κοινότητα ως σύνολο. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι όλα τα τρίτα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί υπέχουν συγκεκριμένες και εκτεταμένες υποχρεώσεις έναντι του παράνομου καθεστώτος. Τα κράτη οφείλουν να απέχουν από αναγνώριση ή συνδρομή στην κατοχή, να διακρίνουν σαφώς στις σχέσεις τους μεταξύ ισραηλινού εδάφους και ΚΠΕ, να αποφεύγουν μέτρα που εδραιώνουν την προσάρτηση και να λαμβάνουν πρωτοβουλίες συμμόρφωσης με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου (παρ. 273-280).
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού στην αυτοδιάθεση συνιστά ταυτόχρονα κανόνα jus cogens και υποχρέωση erga omnes. Ο διπλός χαρακτήρας σηματοδοτεί ότι η παρατεταμένη παραβίασή του δεν αφορά αποκλειστικά τις εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά συνιστά διεθνή αθέμιτη πράξη που ενεργοποιεί υποχρεώσεις προς όλα τα κράτη.
Θα μπορέσει η Γνωμοδότηση να αλλάξει ουσιωδώς την κατάσταση;
Δεδομένης της συνεχιζόμενης ανθρωπιστικής καταστροφής στη Γάζα, η Γνωμοδότηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως θεσμική υπενθύμιση προϋπαρχουσών διεθνών υποχρεώσεων. Ένα έτος μετά την έκδοσή της και παρά την έγκρισή της από τη ΓΣ του ΟΗΕ (18.09.2024), με ρητή απαίτηση για τερματισμό της κατοχής εντός δώδεκα μηνών, η διεθνής ανταπόκριση υπήρξε αναιμική. Είκοσι δύο μήνες από την έναρξη του πολέμου, η κρίση βαθαίνει, ο παλαιστινιακός άμαχος πληθυσμός αντιμετωπίζει πρωτοφανείς συνθήκες στέρησης, βίας και εκτοπισμού, Ισραηλινοί όμηροι παραμένουν κρατούμενοι παρανόμως από τη Χαμάς και απουσιάζει ρεαλιστικό σχέδιο αποκλιμάκωσης.
Η έλλειψη κεντρικού μηχανισμού επιβολής στο διεθνές δίκαιο δεν αναιρεί τη δυνατότητα κρατών και οργανισμών να ενεργήσουν. Με τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο, το σχέδιο πλήρους ισραηλινής κατάληψης της Γάζας να εγείρει ζητήματα νομιμότητας και τις διπλωματικές εξελίξεις σχετικά με την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ, μένει να φανεί αν η Γνωμοδότηση θα αποτελέσει σημείο καμπής ή θα προστεθεί σε έναν μακρύ κατάλογο νομικών διαπιστώσεων που δεν μεταβάλλουν την πραγματικότητα στο πεδίο.
*Η Κωνσταντίνα Οικονόμου είναι Διεθνολόγος, Επισκέπτρια Ερευνήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.