
Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Η εξωτερική πολιτική κάθε χώρας αποτελεί τον καθρέφτη της διεθνούς της θέσης, την ασπίδα και το δόρυ της σε ένα κόσμο γεμάτο γεωπολιτικές αντιπαλότητες και συμφέροντα. Για την Ελλάδα, μια χώρα που παραδοσιακά στηρίχθηκε στις συμμαχίες της και στη διπλωματική της ευελιξία, η πορεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει αφήσει πίσω της ένα επικίνδυνο αποτύπωμα: τη μετατροπή της χώρας σε «παρία» του διεθνούς συστήματος.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να προσανατολίσει μονομερώς την εξωτερική πολιτική της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της προηγούμενης πολιτικής έκφρασης, προσφέροντας «γη και ύδωρ» σε στρατιωτικές διευκολύνσεις χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Οι βάσεις σε Σούδα, Αλεξανδρούπολη και αλλού ενισχύθηκαν, αλλά η Ελλάδα δεν εξασφάλισε μεγαλύτερες εγγυήσεις για την εθνική της ασφάλεια, ούτε έμπρακτη στήριξη απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Έτσι, ενώ η χώρα εμφανίζεται «πρόθυμος σύμμαχος», στην πραγματικότητα αντιμετωπίζεται ως δεδομένη και άρα περιθωριοποιημένη.
Η Άγκυρα συνέχισε μεθοδικά τις προκλήσεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αντί η Αθήνα να αξιοποιήσει τα όπλα της ευρωπαϊκής διπλωματίας και να πιέσει για κυρώσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρκέστηκε σε δηλώσεις «καλής θέλησης» και στην ελπίδα ότι «κάποιος» θα συγκρατήσει τον Ερντογάν. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγνωρίζεται διεθνώς η Τουρκία ως κρίσιμος διαμεσολαβητής σε Ουκρανία, Μέση Ανατολή, και στην ζώνη του Μαγκρεμπ , ενώ η Ελλάδα περιορίστηκε σε ρόλο θεατή, χωρίς πραγματική ισχύ στις εξελίξεις.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αθήνα απέτυχε να χτίσει συμμαχίες. Αντί να ενταχθεί σε μπλοκ χωρών που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους (όπως η Ισπανία ή η Γαλλία σε θέματα αλιείας και γεωργίας, ή η Ουγγαρία και η Πολωνία σε ζητήματα κυριαρχίας), η κυβέρνηση επέλεξε άκριτη ευθυγράμμιση με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Έτσι, η Ελλάδα όχι μόνο δεν απέσπασε ουσιαστική στήριξη σε κρίσιμα ζητήματα, αλλά έχασε και την ευκαιρία να διαμορφώσει συμμαχίες που θα της έδιναν βάρος στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Ας σημειωθεί ότι η Γαλλία του Μακρόν και η Ιταλία της Μελόνι παίζουν ξεκάθαρα το χαρτί της Τουρκίας, την ωρα που αγοράσαμε οπλα δισεκατομμυρίων από την Γαλλία.
Η αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία αποτέλεσε άλλο ένα παράδειγμα της άκριτης εξωτερικής πολιτικής. Ενώ άλλες χώρες της περιοχής στάθμισαν προσεκτικά τα συμφέροντά τους, η Ελλάδα έσπευσε να συμμετάσχει με αποστολή κρίσιμου στρατιωτικού υλικού, αποδυναμώνοντας τη δική της άμυνα. Η κυβέρνηση προέβαλε αυτή την επιλογή ως «απόδειξη αξιοπιστίας», όμως στην πραγματικότητα έθεσε τη χώρα σε δυσμενή θέση απέναντι στη Ρωσία, χωρίς να έχει αποκομίσει ουσιαστικά ανταλλάγματα από τη Δύση.
Όλες αυτές οι επιλογές συγκροτούν μια εικόνα χώρας που δεν έχει στρατηγική, αλλά λειτουργεί ως «παρίας» του διεθνούς συστήματος: δεδομένος σύμμαχος, χωρίς ουσιαστικό βάρος, χωρίς φίλους σε κρίσιμα κέντρα λήψης αποφάσεων, με περιορισμένη επιρροή στην Ε.Ε. και ανύπαρκτο ρόλο στη Μεσόγειο. Αντί η Ελλάδα να κεφαλαιοποιήσει την ιστορική της γεωστρατηγική θέση ως γέφυρα Ανατολής-Δύσης, μετατράπηκε σε χώρα που απλώς εκτελεί εντολές χωρίς αντάλλαγμα.
Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αντί να επενδύσει σε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, επέλεξε τον εύκολο δρόμο της μη αντίδρασης. Το αποτέλεσμα είναι μια Ελλάδα αποδυναμωμένη, εκτεθειμένη και χωρίς φωνή. Και αυτό, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, ισοδυναμεί με στρατηγική καταστροφή.






