Η Υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Το Ιερό του Πύθιου Απόλλωνος ήταν ενταγμένο στο συγκρότημα των ιερών και δημοσίων κτηρίων της ακρόπολης της Ρόδου.
Η αρχική φάση του μνημείου χρονολογείται στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Το μνημείο ανακατασκευάστηκε δύο φορές στην αρχαιότητα -μετά τον σεισμό του 226 π.Χ. και μετά από πυρκαγιά, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.. Η σημερινή του μορφή οφείλεται στην αναστήλωση των Ιταλών, υπό τον Mario Paolini, το 1937-1938. Οι επεμβάσεις αυτές απέδωσαν, ενδεικτικά, τις διαστάσεις και μερικώς το μνημειώδες του ναϊκού οικοδομήματος. Με τη σημερινή αποκατάσταση διορθώνονται παλαιότερα σφάλματα, προστατεύεται το ευαίσθητο υλικό του κτηρίου, διασώζονται αυθεντικά τμήματα του λαξευμένου βράχου, μοναδικά στον ελλαδικό χώρο, βελτιώνεται η πρόσληψη του μνημείου από τον επισκέπτη. Με την ολοκλήρωση του έργου αναδεικνύεται, με τον βέλτιστο τρόπο, όχι μόνον ο αρχαιολογικός χώρος αλλά και η αρχιτεκτονική και η αναγνωσιμότητα του μνημείου, ενισχύοντας την επισκεψιμότητά του. Με τις προβλεπόμενες επεμβάσεις, ο Ναός του Πύθιου Απόλλωνα ανακτά τη σημαίνουσα θέση του στην ιστορική αφήγηση της ακρόπολης της Ρόδου».

Ο ναός χωροθετείται εντός της ακρόπολης της Ρόδου. Η θέση του μνημείου ήταν γνωστή ήδη από την περίοδο προ της Ιταλοκρατίας, αλλά εκτεταμένες ανασκαφές διενεργήθηκαν, για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1920, όταν αποκαλύφθηκε πλήρως ο ναός. Τότε ανασκάφηκε το μεγαλύτερο μέρος του αρχαιολογικού χώρου φέρνοντας στο φως το Ωδείο, το Στάδιο και τον ναό της Αρτέμιδος. Ο ναός του Απόλλωνος εκτιμάται πως είχε δεσπόζουσα θέση στην αρχαία πόλη, στην ανατολική κλιτύ του λόφου του Αγίου Στεφάνου ή αλλιώς Mount Smith. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ήταν ο μεγαλύτερος ναός της αρχαίας πόλης, ξεπερνώντας σε διαστάσεις το ναό του Διός Πολιέως και της Αθηνάς Πολιάδας που βρίσκονται βορειότερα, καθώς και του παρακείμενου ναού της Αρτέμιδας. Ο ναός μαζί με το σύνολο σχεδόν των μνημείων της ακρόπολης διατηρήθηκαν, πιθανώς, έως την παλαιοχριστιανική περίοδο. Έκτοτε θεωρείται ότι υπέστη φθορές από φυσικές καταστροφές και επιδρομές ή πως λιθολογήθηκε, όπως τα περισσότερα μνημεία της αρχαιότητας.
Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το μνημείο υπέστη σημαντικές φθορές, καθώς στον χώρο είχαν τοποθετηθεί πολυβολεία. Οι εργασίες συμπλήρωσης και αποκατάστασης των φθορών πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, κατά το διάστημα 1959-1960.
Πηγή: Αθήνα 9,84