Η ετήσια Έκθεση του Γενικού Γραμματέα προς τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σκιαγραφεί μια ζοφερή εικόνα των συνεχιζόμενων και επιδεινούμενων απειλών κατά των δημοσιογράφων, εστιάζοντας φέτος σε όσους καλύπτουν «την κλιματική αλλαγή, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών δημοσιογράφων και εργαζομένων στα ΜΜΕ».
Παρά τις πολυετείς προσπάθειες του ΟΗΕ, «οι επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων συνεχίζονται» και η ατιμωρησία παραμένει εκτεταμένη.
Μεταξύ Αυγούστου 2023 και Μαΐου 2025, η UNESCO κατέγραψε 163 σκοτωμούς δημοσιογράφων παγκοσμίως, δηλαδή έναν κάθε τέσσερις ημέρες.
Από αυτούς, 109 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν σε εμπόλεμες ζώνες, κυρίως «στη Γάζα (46), στο Σουδάν (13) και στην Ουκρανία (8)».
Ο Γενικός Γραμματέας ανέφερε ότι είναι «σοκαρισμένος από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν στη Γάζα» και κατήγγειλε ως «απαράδεκτη την απαγόρευση πρόσβασης δημοσιογράφων διεθνών μέσων ενημέρωσης στη Γάζα».
Ωστόσο, η βία δεν περιορίζεται στις εμπόλεμες ζώνες: «το Μεξικό, παραδείγματος χάριν, αποδεικνύεται πιο επικίνδυνο από πολλές εμπόλεμες περιοχές, με 15 σκοτωμούς δημοσιογράφων».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, «ο μεγαλύτερος αριθμός επιβεβαιωμένων περιπτώσεων σκοτωμών καταγράφηκε στα αραβικά κράτη (82), ακολουθεί η Λατινική Αμερική και Καραϊβική (34), η Αφρική (5), η Ασία και Ειρηνικός (30), η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική (12)».
Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι «το ποσοστό ατιμωρησίας παρέμεινε πολύ υψηλό με το 85% των σκοτωμών των δημοσιογράφων να παραμένει ανεξιχνίαστο».
Η Έκθεση αναφέρει ότι η αδυναμία των θεσμών, η διαφθορά και οι πολιτικές διασυνδέσεις εξακολουθούν να εμποδίζουν τη δικαιοσύνη. Όπως υπενθυμίζει η Ειδική Εισηγήτρια, «η μη αντιμετώπιση της ατιμωρησίας συνιστά παραβίαση της διεθνούς υποχρέωσης των κρατών να προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή».
Πέρα από τις δολοφονίες και τους σκοτωμούς, οι φυλακίσεις και η νομική παρενόχληση αυξάνονται. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κατέγραψαν «τουλάχιστον 1.163 φυλακισμένους δημοσιογράφους μεταξύ 2023 και 2025,» με σχεδόν τις μισές περιπτώσεις να βρίσκονται σε «Λευκορωσία, Κίνα, Ισραήλ, Μιανμάρ και Ρωσική Ομοσπονδία».
Όλο και περισσότερες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν νομοθεσίες «από τη δυσφήμιση έως τους αντιτρομοκρατικούς νόμους» για να ποινικοποιήσουν τη δημοσιογραφία. Η UNESCO σημειώνει ότι «η δυσφήμιση παραμένει ποινικό αδίκημα σε 160 χώρες του κόσμου».
Οι γυναίκες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν «υψηλότερα ποσοστά ψηφιακών επιθέσεων και παρενόχλησης από τους άνδρες συναδέλφους τους». Έρευνα της UNESCO και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων έδειξε ότι ποσοστό 73% των γυναικών δημοσιογράφων έχουν υποστεί διαδικτυακή βία και 20% εξ αυτών δέχθηκαν κατόπιν και φυσικές επιθέσεις.
Όπως σημειώνει ο Γενικός Γραμματέας, οι γυναίκες διατρέχουν «πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο σεξουαλικής και έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένης της δημοσίευσης προσωπικών πληροφοριών (doxing)».
Η έκθεση καταγγέλλει επίσης τη «παράνομη χρήση τεχνολογιών στοχευμένης παρακολούθησης» κατά δημοσιογράφων, που οδηγεί σε συλλήψεις, εκφοβισμό και δολοφονίες. Ο Ύπατος Αρμοστής και οι ειδικοί εισηγητές επανέλαβαν την έκκλησή τους για «αναστολή εξαγωγής και χρήσης ιδιωτικά ανεπτυγμένων συστημάτων κατασκοπείας».
Ένα νέο φαινόμενο είναι η διασυνοριακή καταστολή, με δημοσιογράφους σε εξορία να δέχονται απειλές ή επιθέσεις από τα κράτη προέλευσης τους. Πολλοί «στερούνται νομικού καθεστώτος ή προστασίας στις χώρες υποδοχής, γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους σε σύλληψη, απέλαση ή επιθέσεις».
Η έκθεση του 2025 αφιερώνει το κύριο τμήμα της στους δημοσιογράφους που καλύπτουν περιβαλλοντικά ζητήματα. Τονίζει τον «καίριο ρόλο της δημοσιογραφίας στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινού για την κλιματική κρίση», αλλά περιγράφει δραματικά αυξανόμενους κινδύνους.
Οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με τα περιβαλλοντικά ζητήματα «σε απομονωμένες περιοχές, όπου η κρατική εποπτεία είναι ασθενής ή ανύπαρκτη και όπου εγκληματικές ομάδες ή ιδιωτικές δυνάμεις ασφαλείας δρουν με ατιμωρησία».
Μελέτη του 2024 δείχνει ότι «χώρες με υψηλή εκμετάλλευση φυσικών πόρων κατατάσσονται στις χαμηλότερες θέσεις ελευθερίας του Τύπου. Σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας εξόρυξης πραγματοποιείται σε κράτη όπου η δημοσιογραφία βρίσκεται “σε πολύ σοβαρή κατάσταση”.
Η κάλυψη της κλιματικής κρίσης είναι συχνά «πολωμένη», με δημοσιογράφους να κατηγορούνται για «μεροληψία ή ακτιβισμό» και να υφίστανται «εκστρατείες δυσφήμισης και διαδικτυακής παρενόχλησης», που ενισχύονται από παραπληροφόρηση. Το 2024 αποκαλύφθηκε ότι εταιρείες φυτοφαρμάκων «συλλέγουν προσωπικά δεδομένα δημοσιογράφων για εκστρατείες σπίλωσης».
Η πρόσβαση σε περιβαλλοντικά δεδομένα παραμένει άνιση: σε ορισμένες χώρες είναι διαφανής, ενώ αλλού «οι αρχές αποκρύπτουν σκόπιμα πληροφορίες ή λογοκρίνουν έρευνες». Οι ρεπόρτερ αναγκάζονται να βασίζονται σε πληροφοριοδότες ή συγκαλυμμένη έρευνα, αυξάνοντας τους κινδύνους. Πολλά μέσα «εξαρτώνται οικονομικά από διαφημίσεις ρυπογόνων βιομηχανιών, κάτι που οδηγεί σε αυτολογοκρισία».
Οι περισσότεροι ρεπόρτερ περιβαλλοντικών ζητημάτων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες ή τοπικοί ανταποκριτές, «χωρίς νομική, οικονομική ή φυσική προστασία,» και «χωρίς πρόσβαση σε αξιολόγηση κινδύνου ή νομική υποστήριξη».
Σύμφωνα με την Έκθεση «44 δημοσιογράφοι που κάλυπταν περιβαλλοντικά ζητήματα δολοφονήθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια,» κυρίως στην Ασία και Λατινική Αμερική. Από τις υποθέσεις αυτές, «μόνο πέντε οδήγησαν σε καταδίκες, ενώ 19 παραμένουν άλυτες». Οι αρχές συχνά αποδίδουν τους φόνους σε «διαφορές για τη γη ή προσωπική εκδίκηση» αρνούμενες την επαγγελματική διάσταση.
Μεταξύ 2009 και 2023 καταγράφηκαν 353 φυσικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων «83 ξυλοδαρμών, 42 αυθαίρετων συλλήψεων, 24 αποπειρών δολοφονίας και 13 απαγωγών».
Στην Ευρώπη, σχεδόν οι μισές περιπτώσεις συνέβησαν σε διαδηλώσεις, «συχνά με βία από την αστυνομία».
Επιπλέον «126 δημοσιογράφοι δέχθηκαν απειλές, 49 εκ των οποίων για τη ζωή τους». Οι νομικές επιθέσεις αυξάνονται με «210 υποθέσεις από το 2009», με συχνές κατηγορίες για «διασπορά ψευδών ειδήσεων ή δυσφήμιση».
Οι ψηφιακές επιθέσεις παρουσιάζουν ανοδική τάση και «σε επτά από κάθε δέκα περιπτώσεις, οι δράστες είναι κρατικοί φορείς». Οι γυναίκες που ασχολούνται με το περιβαλλοντικό ρεπορτάζ πλήττονται ιδιαίτερα από «εκστρατείες συκοφάντησης και απειλές».
Πρωτοβουλίες του ΟΗΕ
Στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης του ΟΗΕ για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων (2012), η UNESCO και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή (OHCHR) συντονίζουν το Δίκτυο Εστιακών Σημείων, στη βάση των «τριών Π: πρόληψη, προστασία και ποινική δίωξη».
Οργανώθηκαν δράσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου, την Ημέρα Τερματισμού της Ατιμωρησίας, ενώ εκπονήθηκε «παγκόσμιος οδικός χάρτης για την ενημέρωση ως δημόσιο αγαθό στην εποχή της περιβαλλοντικής κρίσης».
Το 2025, η UNESCO, η κυβέρνηση της Βραζιλίας και ο ΟΗΕ εγκαινίασαν την Παγκόσμια Πρωτοβουλία για την Ακεραιότητα της Πληροφόρησης για την Κλιματική Αλλαγή, με στόχο να «στηρίξουν ερευνητικούς δημοσιογράφους και επιστήμονες στην τεκμηρίωση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης».
Η UNESCO έχει ήδη εκπαιδεύσει «πάνω από 36.000 δικαστές, εισαγγελείς και νομικούς» σε 160 χώρες, ενώ το Παγκόσμιο Ταμείο Υπεράσπισης των ΜΜΕ έχει χρηματοδοτήσει «περισσότερα από 150 έργα παγκοσμίως», υποστηρίζοντας 8.000 δημοσιογράφους και 1.400 δικηγόρους.
Παράλληλα, οργανώσεις όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα ξεκίνησαν καμπάνιες όπως το «Protecting Environmental Journalism: The Challenge of the 21st Century».
Ο Γενικός Γραμματέας υπενθυμίζει ότι «η ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελεί δημόσιο αγαθό ζωτικής σημασίας». Ωστόσο, «οι επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων συνεχίζονται παγκοσμίως».
Καλεί τα κράτη να «εγγυηθούν ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να εργάζονται ελεύθερα και με ασφάλεια», να «βάλουν τέλος στα απαράδεκτα επίπεδα ατιμωρησίας» και να ευθυγραμμίσουν τη νομοθεσία τους με τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τονίζει την ανάγκη για «νομοθετικά μέτρα κατά των SLAPPs (αγωγές που κατατίθενται από ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό ενάντια σε μη κυβερνητικά πρόσωπα ή οργανισμούς, που εκφράζουν κριτική απέναντί τους», «αναστολή της πώλησης τεχνολογιών παρακολούθησης» και «ένταξη των περιβαλλοντικών δημοσιογράφων στα εθνικά σχέδια προστασίας των δημοσιογράφων».
Προτρέπει τα κράτη να «συλλέγουν δεδομένα για τις επιθέσεις», να «προωθούν δίκτυα περιβαλλοντικών δημοσιογράφων» και να δημιουργούν «περιφερειακά ταμεία νομικής στήριξης και επιχορηγήσεις για περιβαλλοντικά ρεπορτάζ».
Τα μέσα ενημέρωσης, από την πλευρά τους, οφείλουν να παρέχουν «εκπαίδευση ψηφιακής ασφάλειας, ψυχολογική υποστήριξη και συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης».
Η Έκθεση καταλήγει με την υπενθύμιση ότι η προστασία των δημοσιογράφων ιδίως εκείνων που εργάζονται στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης είναι αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας του Τύπου και της λογοδοσίας, υπογραμμίζοντας ότι «η προστασία των δημοσιογράφων σημαίνει προστασία των ελευθεριών μας».
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή: Αθήνα 9,84