Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Έλαβα το ακόλουθο γράμμα σε mail από έναν παλιό αγαπημένο και πολύ καλό φοιτητή μου στο Πάντειο με αφορμή το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών. Το παραθέτω αυτούσιο:
«Κύριε καθηγητά,
Παρακολουθώ εδώ και δύο χρόνια την υπόθεση των υποκλοπών. Από την αρχή, ενώ θεωρούσα έντιμο τον αγώνα τον δικό σας και τόσων άλλων προσώπων και φορέων της κοινωνίας των πολιτών για την αποκάλυψή του, μου φαινόταν κάπως αφελής. Κάπως μάταιος, αν μου επιτρέπετε. Δεν εννοώ φυσικά ότι δεν υπήρχε σκάνδαλο, αλλά ότι και αυτό θα συγκαλυφθεί με αμετάκλητο τρόπο και η ζωή θα συνεχιστεί. Σας το έλεγα ήδη την άνοιξη του 2023 και σεις μου είχατε απαντήσει «να μην το βάζουμε κάτω, διότι ο αγώνας για τη δημοκρατία και τους θεσμούς ποτέ δεν είναι μάταιος». Μου είχατε πει ότι αν δεν τον διεξάγουμε, τότε η ζωή θα είναι ακόμη πιο άδικη, γιατί οι θεσμοί μπορούν να βοηθούν τους αδυνάμους και τους αδικημένους. Σας έδωσα κάποιο δίκιο αλλά συνέχιζα να πιστεύω ότι αιθεροβατούσατε. Θυμάμαι με πόσο ζήλο στο μάθημά του πρώτου εξαμήνου που μας διδάσκατε, την Πολιτειολογία, μας ξορκίζατε να μην αφήσουμε την μάχη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων στην τύχη της. Μας λέγατε –το θυμάμαι σαν τώρα– ότι αν δεν δίνεται αυτή η μάχη, το μόνο που μένει μετά είναι η βία. Αναγνωρίζατε από τη μία ότι μπορεί να υπάρχει δίκαιη βία, αυτή της αντίστασης, αλλά λέγατε διαρκώς πόσο επικίνδυνο είναι να αφήσουμε στο καθένα να ορίζει μόνος του αν η βία που επιδοκιμάζει είναι δίκαιη.
Εξάλλου, λέγατε, τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι που ασκούν βία το κάνουν με την πεποίθηση ότι ορθώς πράττουν, εκτός αν είναι απολύτως μεθυσμένοι ή εν βρασμώ. Για τον λόγο αυτό αναγνωρίζατε μεν ότι σε κάποιες οριακές ιστορικές συγκυρίες η βία είναι μάλλον αναπόφευκτη –στις επαναστάσεις δηλαδή– αλλά στην καθημερινότητα δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την προσφυγή σε αυτήν διότι τότε απανθρωποιούμαστε. Όταν κάποιες και κάποιοι νέοι του ελευθεριακού χώρου σας λέγαμε ότι οι συγκυρίες που συγχωρούν τη βία είναι συχνότερες από αυτές που νομίζετε, μας απαντούσατε με συγκατάβαση και ελαφρύ μειδίαμα σχεδόν παρεξηγήσιμο: «δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή παιδιά», εννοώντας ότι σπανίως το φέρνει η ιστορία ώστε οι θεσμοί να μην μπορούν να διευθετήσουν τα πράγματα. Η κανονικότητα είναι οι θεσμοί, το κράτος και η οργανωμένη εξουσία που πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες που η ίδια έχει θέσει για να δεσμεύει εαυτή και εμάς. Ομολογώ ότι προς το τέλος των σπουδών, τους περισσότερους μας είχατε σχεδόν πείσει.
Κύριε καθηγητά,
Χθες, όλως τυχαίως δύο μέρες πριν τις άδειες του Αυγούστου, βγήκε το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το οποίο κλείνει η υπόθεση των υποκλοπών, «το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης» που μας λέγατε. Για τις εισαγγελικές άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας με αίτημα της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής τα έτη 2020-2024, το πόρισμα κρίνει ότι «τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο». Αν ορθώς καταλαβαίνουμε εδώ, αυτό σημαίνει ότι περίπου πενήντα χιλιάδες επισυνδέσεις για τις οποίες δεν υπήρξε καμιά αιτιολογία έγιναν σύννομα και επομένως κακώς φωνάζανε αυτοί που φωνάζανε, αφού οι άρσεις του απορρήτου είναι ουσιαστικά εκτός ελέγχου. Για τις παρακολουθήσεις μέσω Predator, η εισαγγελέας λέει ότι προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας σε βαθμό πλημμελήματος εναντίον αγνώστων προσώπων.
Από τους 87 συνδρομητές των οποίων τα κινητά μολύνθηκαν με predator, οι 27 παρακολουθούνταν και με εισαγγελικές διατάξεις της ΕΥΠ για «λόγους εθνικής ασφάλειας». Ουσιαστικά ένας στους τρεις παρακολουθούνταν ταυτόχρονα από την ΕΥΠ και με παράνομο λογισμικό. Και μάλιστα, όχι τυχαίοι, αλλά κοτζάμ υπουργοί. Θυμάμαι πως μας λέγατε τότε πόσο βαθιά αναξιοπρεπής ήταν η στάση αυτών των ανθρώπων που γνωρίζανε ότι ο πολιτικός τους προϊστάμενος τους παρακολουθούσε τα τηλέφωνα και πάρα ταύτα κρατούσαν το κεφάλι τους σκυφτό. Βέβαια, μας λέγατε συνάμα ότι η ευτέλεια αυτή είναι μάλλον προϊόν του φόβου τους. «Ένα πρόσωπο που εκβιάζεται δεν είναι ικανό να είναι ελεύθερο» μας λέγατε. Τώρα τι λέτε; Ή μάλλον τι λένε όλοι αυτοί που απλώς μάθανε ότι η ταυτόχρονη παρακολούθησή τους από την ΕΥΠ και «νομίμως» και παρανόμως σωρευτικά είναι ένα πλημμεληματάκι;
Κύριε καθηγητά,
«Η ατιμωρησία θρέφει τη βία». Μας το θυμίζατε διαρκώς και μάλιστα το λέγατε εμφατικά με αφορμή τα επερχόμενα πενηντάχρονα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Με την εξαίρεση της ηγεσίας της χούντας που καταδικάστηκε σε βαριές ποινές στη «δίκη των πρωταιτίων», όλοι οι υπόλοιποι μείνανε ελεύθεροι: στρατιωτικοί απλώς αποτάχθηκαν, οι αυτουργοί φρικτών βασανιστηρίων από τα σώματα ασφαλείας καταδικαστήκαν σε σκανδαλωδώς ευνοϊκές ποινές και γενικά η ζωή συνεχίστηκε στη Μεταπολίτευση με ένα βαθύ αίσθημα αδικίας λόγω της ατιμωρησίας αυτής. Μας λέγατε ότι το αίσθημα αυτό ώθησε ένα μεγάλο κομμάτι του λαού να ανεχθεί, αν όχι να επιδοκιμάσει, τις πρώτες δολοφονίες των βασανιστών της χούντας από τη 17 Νοέμβρη.
Και τώρα τι λέτε που «το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης» κλείνει; Τι λέτε που ο πρώην γενικός γραμματέας της κυβέρνησης και ανιψιός του πρωθυπουργού δικαιώνεται, δηλώνοντας πως «η σημερινή απόφαση της Δικαιοσύνης θέτει οριστικό τέλος σε κάθε εικασία και λοιπά ευφάνταστα κατασκευάσματα»; Μήπως είναι όντως ευφάνταστο σενάριο ότι οι θεσμοί μπορούν να αντιμετωπίσουν την αδικία; Γιατί άραγε η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας –τρομάρα της– δεν μπόρεσε να προχωρήσει την έρευνα; Γιατί άραγε η ΑΔΑΕ και αυτός ο πρόεδρός της αφοπλίστηκαν και λοιδορήθηκαν από την κυβέρνηση; Γιατί τέλος η ίδια η εισαγγελία κλείνει το ζήτημα τόσο απλά στα δύο χρόνια; Γιατί κάποιος όταν στα νιάτα του κουβαλάει εκρηκτικά για «απελευθέρωση της Βορείας Ηπείρου» γίνεται ευρωβουλευτής μερικά χρόνια αργότερα, ενώ όταν κουβαλάνε άλλοι στα Εξάρχεια τρώνε ποινές κακουργήματος ως εγκληματική οργάνωση;
Αυτά σκέφτομαι, κύριε καθηγητά, και τελικώς νομίζω ότι αφελής δεν ήμουν εγώ που αδιαφορούσα για τους θεσμούς, αλλά μάλλον εσείς που υπερτονίζατε τη σημασία τους. Μας λέγατε πόση διαφορά έχει ένας καλοπροαίρετος αγωνιστής των δικαιωμάτων, θεματοφύλακας των θεσμών με τον αφελή Δον Κιχώτη. Για ξανασκεφτείτε το και σήμερα.
Με συμπάθεια και εκτίμηση πάντα, δικός σας».
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών από το 2021. Γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα με καταγωγή από την Πελασγία Φθιώτιδος. Με σπουδές νομικής, πολιτικών επιστημών και θεωρίας του δικαίου στην Ελλάδα (Κομοτηνή), τη Γαλλία (Στρασβούργο, Αμιένη) και το Βέλγιο (Βρυξέλλες) απέκτησε, από το 1992 ως το 1999, εργασιακή εμπειρία στο Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη στην Αλβανία και Βοσνία–Ερζεγοβίνη ως διευθύνων περιφερειακού γραφείου στο Brcko. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε ως Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη (1999-2003) και στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2000-2002). Από το 2000 διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, όπου εκλέχτηκε Λέκτορας το 2003 και Επίκουρος Καθηγητής το 2008 με γνωστικό αντικείμενο «Συγκριτική Πολιτική: Ευρώπη-Μειονότητες». Το 2012 εξελέγη στην βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή και το 2018 έγινε Τακτικός Καθηγητής. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από το 2003, και μέλος της Ένωσης από το 1996. Από το 2011 Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου. To 2013 εξελέγη Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως το 2016. Το 2016 εκλέχθηκε Πρόεδρος της FIDH ως τον Οκτώβριο του 2019. Ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, του πρώτου think tank που ασχολήθηκε με τα μειονοτικά στην Ελλάδα.