Η φοιτητική ζωή ανέκαθεν συνδεόταν με την ελευθερία, την ανεξαρτησία και τις πρώτες εμπειρίες ζωής εκτός πατρικού. Ωστόσο, για χιλιάδες νέους που ετοιμάζονται να ξεκινήσουν το ακαδημαϊκό τους ταξίδι το φθινόπωρο του 2025, η αναζήτηση κατοικίας μοιάζει με… «Γολγοθά». Το αυξημένο κόστος ενοικίων, η περιορισμένη διαθεσιμότητα και η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, καθιστώντας τη φοιτητική στέγη έναν από τους σημαντικότερους «πονοκεφάλους» της εποχής.
Η ανακοίνωση των βάσεων κάθε καλοκαιρι αποτελεί για πολλές οικογένειες μια στιγμή χαράς και υπερηφάνειας. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως, ξεκινά μια αγχώδης και εξαντλητική διαδικασία: η εξεύρεση κατοικίας στον τόπο φοίτησης του παιδιού. Από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη και από τα Χανιά μέχρι την Κομοτηνή, η κατάσταση μοιάζει παρόμοια: περιορισμένες διαθέσιμες κατοικίες και τιμές που ξεπερνούν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες των περισσότερων φοιτητών.
Πολλοί νέοι που περνούν σε σχολές μακριά από τον τόπο διαμονής τους καλούνται να βρουν σπίτι μέσα σε λίγες μέρες — συχνά με ασφυκτικά περιθώρια χρόνου, χωρίς την πολυτέλεια επιλογών. Το αποτέλεσμα; Ενοικίαση υπερκοστολογημένων ή ακατάλληλων διαμερισμάτων, συγκατοίκηση με αγνώστους ή ακόμη και εγκατάλειψη της φοίτησης λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Οι τιμές των ενοικίων σε όλες σχεδόν τις φοιτητουπόλεις της Ελλάδας παρουσιάζουν διαρκή και ανησυχητική άνοδο. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, η μέση τιμή ενοικίασης για ένα μικρό διαμέρισμα 30-50 τ.μ. κυμαίνεται πλέον στα 450-600 ευρώ μηνιαίως, ενώ στο κέντρο ή σε περιοχές κοντά σε πανεπιστήμια, όπως Ζωγράφου ή Παγκράτι, μπορεί να αγγίξει και τα 700 ευρώ. Αντίστοιχα, στη Θεσσαλονίκη, οι τιμές για ένα γκαρσονιέρα ή δυάρι ξεκινούν από 400 ευρώ και αυξάνονται ανάλογα με την τοποθεσία και την κατάσταση του ακινήτου.
Ακόμα και σε μικρότερες πόλεις, όπου παραδοσιακά οι τιμές ήταν πιο προσιτές, η εικόνα έχει αλλάξει. Στην Πάτρα, το Ηράκλειο, τα Ιωάννινα ή τη Λάρισα, οι φοιτητές πλέον δυσκολεύονται να βρουν σπίτι κάτω από 350-400 ευρώ, ειδικά σε περιοχές κοντά στα ΑΕΙ. Ακόμη και πόλεις με χαμηλό τουριστικό προφίλ δεν ξέφυγαν από το φαινόμενο, καθώς η ζήτηση είναι μεγάλη και η προσφορά περιορισμένη.
Ένας από τους βασικούς λόγους της μειωμένης διαθεσιμότητας φοιτητικών κατοικιών είναι η εκτόξευση των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Πολλοί ιδιοκτήτες, παρακινημένοι από την υψηλότερη απόδοση του AirBnB και των παρόμοιων πλατφορμών, προτιμούν να ενοικιάζουν τα ακίνητά τους σε τουρίστες αντί για φοιτητές. Το φαινόμενο αυτό είναι έντονο σε τουριστικούς προορισμούς όπως τα Χανιά, η Κέρκυρα και η Ρόδος, αλλά και σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Το αποτέλεσμα είναι η απορρόφηση ενός μεγάλου αριθμού ακινήτων από την αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης, γεγονός που περιορίζει τις επιλογές των φοιτητών και συμβάλλει στην περαιτέρω άνοδο των τιμών. Η Πολιτεία προσπαθεί να παρέμβει, με μέτρα περιορισμού και φορολογικά κίνητρα για την επιστροφή ακινήτων στη μακροχρόνια μίσθωση.
Το σύνολο των δεικτών της Eurostat κατατάσσουν την Ελλάδα στις πρωταθλήτριες στο κόστος στέγασης τα τελευταία χρονια μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Το μηνιαίο κόστος ζωής για έναν φοιτητή (ενοίκιο, λογαριασμοί, μεταφορές, διατροφή, σπουδές) υπολογίζεται κατά μέσο όρο στα 800-1.000 ευρώ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και περίπου 600-800 ευρώ σε μικρότερες πόλεις. Για πολλές οικογένειες, αυτό μεταφράζεται σε μια «δεύτερη δόση στεγαστικού δανείου», χωρίς την ανάλογη στήριξη.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναγκάζονται να δανειστούν, να μετακομίσουν προσωρινά με τον φοιτητή ή ακόμη και να βάλουν «πάγο» στη φοίτηση, ελπίζοντας σε μεταγραφή ή βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, πολλοί φοιτητές καταφεύγουν σε εναλλακτικές λύσεις. Η συγκατοίκηση είναι πλέον μία από τις βασικότερες επιλογές. Φοιτητές που δε γνωρίζονται, έρχονται σε επαφή μέσω αγγελιών, κοινωνικών δικτύων ή φοιτητικών ομάδων και αποφασίζουν να μοιραστούν τα έξοδα και έναν κοινό χώρο. Αν και η συμβίωση δεν είναι πάντα εύκολη, η οικονομική ανάγκη υπερτερεί.
Άλλοι αναζητούν σπίτια σε πιο απομακρυσμένες περιοχές από τα πανεπιστήμια, όπου τα ενοίκια είναι πιο προσιτά. Αυτό, όμως, συνεπάγεται αυξημένο κόστος μετακίνησης και πολύτιμο χαμένο χρόνο καθημερινά.
Παράλληλα, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια νέα αγορά ιδιωτικών φοιτητικών εστιών — οργανωμένων μονάδων που προσφέρουν στέγαση, ασφάλεια και βασικές υπηρεσίες (π.χ. λογαριασμοί, καθαριότητα) έναντι ενός σταθερού ενοικίου. Ωστόσο, το κόστος τους παραμένει υψηλό και η διαθεσιμότητα περιορισμένη.
Η επίλυση της φοιτητικής στέγασης απαιτεί ένα συνολικό, στρατηγικό σχέδιο από την Πολιτεία. Η δημιουργία νέων δημόσιων φοιτητικών εστιών — είτε από το κράτος είτε μέσω ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα) —αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Παράλληλα, η αξιοποίηση αχρησιμοποίητων δημόσιων κτιρίων και η παροχή φορολογικών κινήτρων σε ιδιοκτήτες που προτιμούν φοιτητές αντί AirBnB είναι επιβεβλημένες κινήσεις.
Επίσης, οι τοπικές αυτοδιοικήσεις μπορούν να ενισχύσουν τη δημιουργία στεγαστικών προγραμμάτων σε συνεργασία με πανεπιστήμια και κοινωνικούς φορείς, ενώ ο εξορθολογισμός του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης — ώστε να μειωθούν οι περιπτώσεις φοιτητών που σπουδάζουν πολύ μακριά από τον τόπο κατοικίας τους — θα μπορούσε να μειώσει την πίεση.
Τα συναρμόδια υπουργεία κινούνται συντονισμένα, πριν η τριτοβάθμια εκπαίδευση καταστεί προνόμιο των λίγων — εκείνων που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντέξουν τον «Γολγοθά» της στέγασης.