Του Μάκη Σεριάτου
Μήπως ξυπνήσαμε σε κάποια εναλλακτική πραγματικότητα όπου η Ιστορία γράφτηκε από τους χαμένους της; Εκεί που η Ελλάδα ψάχνει λύσεις για το μέλλον της, κάποιοι παίζουν με φαντάσματα του παρελθόντος, ανασύροντας τίτλους ευγενείας, κορώνες και βαρύγδουπες προσφωνήσεις. «Υψηλότατος», «Πρίγκιπας», «Ο εκ της Ελλάδος»… λες και βγήκαμε από κάποιο ξεχασμένο χρονικό του 19ου αιώνα.
Στη Μάνη, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υποδέχτηκαν τον Παύλο Ντε Γκρες – ή όπως θα τον έλεγαν αν μιλούσαν απλά ελληνικά, τον Παύλο Της Ελλάδας. Και δεν του φώναξαν «γεια σου, Παύλο». Του απένειμαν τίτλους, του έδωσαν σημαίες, τον προσφώνησαν σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα από το 1974 μέχρι σήμερα.
Όταν η μνήμη είναι κοντή…
Ας θυμηθούμε λίγο ποιοι ακριβώς είναι αυτοί που σήμερα κάποιοι τιμούν:
Το 1922, ο βασιλιάς και η αυλή του εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία στον όλεθρο και μετά πανηγύριζαν στα ανάκτορα, λες και δεν συνέβη τίποτα.
Το 1936, συνεργάστηκαν μια χαρά με τον Μεταξά για να στήσουν δικτατορία, γιατί η Δημοκρατία είναι πολύ «βαριά» για τις ευαίσθητες βασιλικές ψυχές.
Το 1947-49, έβαλαν το χεράκι τους για να σιγουρέψουν ότι ο Εμφύλιος θα έχει τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια.
Το 1965, ο Κωνσταντίνος έριξε μια εκλεγμένη κυβέρνηση, γιατί έτσι του είπε η μαμά του.
Το 1967, έφυγε νύχτα για την Ιταλία, αφήνοντας πίσω του μια χούντα να κάνει ό,τι θέλει.
Το 1974, ξαναγύρισε σαν να μην τρέχει τίποτα, έφαγε το ηχηρότερο «όχι» σε δημοψήφισμα και έφυγε για πάντα, όχι πριν φροντίσει να πάρει και καμιά αποζημίωση.
Αλλά όχι! Πενήντα χρόνια μετά, κάποιοι ακόμα τους αποκαλούν «Υψηλότατους» και τους δίνουν σημαίες επανάστασης που δεν πολέμησαν ποτέ κάτω από αυτές.
Ντε Γκρες; Σοβαρά τώρα;
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και την ειρωνεία του ονόματος: Παύλος ντε Γκρες. Όχι «Παύλος Γκρέκος», όχι «Παύλος της Ελλάδας». «Ντε Γκρες» – λες και είναι κάποιος ευγενής από το Μονακό που μας κάνει τη χάρη να καταδέχεται να τον αποκαλούμε Έλληνα.
Αν υπήρχε ένα βραβείο για το καλύτερο ιστορικό τρολάρισμα, το έχουν κερδίσει πανηγυρικά. Δεν τους έφτανε που κυβέρνησαν με το σπαθί του «ξένου τοποτηρητή» πάνω από έναν αιώνα. Τώρα γυρνάνε με ένα όνομα που μας θυμίζει πως πάντα μας έβλεπαν σαν ένα εξωτικό χωριό κάπου στη Μεσόγειο, μακριά από το πραγματικό τους «σπίτι».
Σπανάκης: Μια νότα λογικής στο χάος
Ευτυχώς, σε όλο αυτό το πανηγύρι της παραφροσύνης, βρέθηκε ένας άνθρωπος με στοιχειώδη αίσθηση νομιμότητας: ο Βασίλης Σπανάκης. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φανατικός ρεπουμπλικάνος για να αντιληφθεί ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει τίτλους ευγενείας. Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, δεν υπάρχουν «Υψηλότατοι» – υπάρχει μόνο η Ελληνική Δημοκρατία.
Ο Σπανάκης δεν έκανε κάτι ηρωικό. Έκανε το αυτονόητο. Αλλά στη χώρα όπου το αυτονόητο έχει καταντήσει σπάνιο, αξίζει να πούμε ένα μπράβο. Γιατί αν δεν αντιδρούσε κανείς, το μόνο που θα μας έμενε θα ήταν να αρχίσουμε να τραγουδάμε:
«Ψωμί, Ελιά και Παύλο Βασιλιά». Και τότε, το φταίξιμο δεν θα ήταν των βασιλιάδων. Θα ήταν δικό μας.