Σε μία χρονική συγκυρία όπου οι ηγεσίες ανά την υφήλιο ιχνηλατούν τις πρώτες «πατημασιές» του νεοεκλεγέντα Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών και που η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω διαλόγου με την Τουρκία, φαντάζει κατά κάποιο τρόπο διαβολική η σύμπτωση να ανοίξει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών τον φάκελο του Κυπριακού, αποχαρακτηρίζοντας 58 απόρρητα –μέχρι πρότινος– δελτία που συντάχθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, δηλαδή την κρίσιμη περίοδο πριν η μπότα του τουρκικού Αττίλα εισβάλει στη Μεγαλόνησο.
Για να θέσουμε το θέμα στη σωστή του βάση, αυτή καθ΄ αυτή η πρωτοβουλία της ΕΥΠ καταρχάς δεν ξενίζει καθώς η ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών απλώς μιμήθηκε την πρακτική που ακολουθούν εδώ και χρόνια πολλές αντίστοιχες «ομοειδείς» υπηρεσίες άλλων κρατών αποχαρακτηρίζοντας έπειτα από δεκαετίες δικά τους απόρρητα έγγραφα που πλέον έχουν τον χαρακτήρα ιστορικού ντοκουμέντου.
Κατά δεύτερον, η δημοσιοποίηση των προ πεντηκονταετίας εγγράφων της τότε ΚΥΠ δεν εισφέρουν κάτι καινούργιο στην ιστορική μας γνώση για την εθνική πληγή που παραμένει ανοιχτή από το 1974. Για παράδειγμα, το ότι οι πράκτορες της ΚΥΠ είχαν προειδοποιήσει την Αθήνα ότι η Άγκυρα προετοιμάζεται για εισβολή στην Κύπρο αλλά ο δικτάτορας Ιωαννίδης δεν έδωσε σημασία όντας απόλυτα πεισμένος ότι οι Τούρκοι δεν θα αντιδράσουν στο πραξικόπημα, είναι γνωστό πολλά χρόνια τώρα.
Από τα παραπάνω θα ήταν λάθος να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα ότι ο αποχαρακτηρισμός των εγγράφων της ΚΥΠ από τη σημερινή ηγεσία της δεν προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα. Το αντίθετο συμβαίνει δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχει μεγάλη ιστορική συνάφεια του τότε με το σήμερα και στο κομμάτι των ελληνικών ευθυνών για την κυπριακή τραγωδία, και στο κομμάτι του πόσο εξοργιστικά «ισαποστάκηδες» ήταν οι Σύμμαχοι προκειμένου να μην διαταραχθούν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, ακόμη και στο κομμάτι του πώς άρχισε να χτίζει η Τουρκία την επεκτατική πολιτική της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΚΥΠ το καλοκαίρι του 1974 σοβούσε μία μεγάλη διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας σχετικά με την τουρκική παραγωγή οπίου, παρά ταύτα η διαμάχη δεν επηρέασε τη στάση της Ουάσινγκτον στο Κυπριακό, ενώ τον Ιούλιο εκείνης της αποφράδας για τον Ελληνισμό χρονιάς γίνεται και το… ντεμπούτο του τουρκικού αναθεωρητισμού με την Άγκυρα να αμφισβητεί επισήμως –μέχρι και σήμερα– την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Αν ενωθούν όλες οι παραπάνω ψηφίδες, η μεγάλη εικόνα που προκύπτει είναι αυτή που επανειλημμένα έχει περιγράψει στην αρθρογραφία της η «Α». Ότι δηλαδή το καλύτερο που έχει να κάνει η Ελλάδα σε σχέση με τα ανοιχτά εθνικά της μέτωπα είναι να φοβάται κάθε λογής Δαναούς ακόμη κι όταν οι τελευταίοι κρατούν «δώρα» περί ισχυρών στρατηγικών συμμαχιών και άλλα χαριέστατα. Ας βάλουμε αυτό καλά στο μυαλό μας. Διότι πολλών το χειλάκι έσκασε από χαρά εις τας Αθήνας με την ισχυρή πιθανότητα να χρίσει ο Τραμπ υπουργό Εξωτερικών έναν από τους σκληρότερους επικριτές της πολιτικής Ερντογάν, τον γερουσιαστή της Φλόριντα, Μάρκο Ρούμπιο.
Πριν, λοιπόν, αρχίσουν οι πανηγυρισμοί και οι περισπούδαστες αναλύσεις, ας θυμηθούμε το καμπανάκι που είχε χτυπήσει ο Λαοκόοντας στους Τρώες, αλλά και το δόγμα ενός αείμνηστου πλέον ομολόγου του Ρούμπιο, του Χένρι Κίσιντζερ, που με φόντο την εισβολή στην Κύπρο επέμενε ότι σε τέτοιου είδους συγκρούσεις ο μεσολαβητές προσφέρουν μικρέ υπηρεσίες καθώς τη λύση συνήθως τη δίνουν είτε η ολοκληρωτική επικράτηση της μιας πλευράς επί της άλλης είτε η εξάντληση των αντιμαχόμενων στα πολεμικά ή στα διπλωματικά θέατρα.