Τα κεντρικά πρόσωπα της υπόθεσης των υποκλοπών στην Αθήνα «μιλούν» για πρώτη φορά μέσα από τις καταθέσεις τους, που περιλαμβάνονται στον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης.
Η κοινή τους γραμμή συνοψίζεται στη φράση «δεν είδα/δεν ξέρω» και παρότι δεν δέχτηκαν καμία εξαντλητική και σε βάθος ερώτηση, σε όλα λένε υπάρχουν αντιφάσεις, κάποιες φορές και αντιστροφή της πραγματικότητας, αναφορικά με το πλέγμα των προσώπων και των εταιρειών γύρω από την υπόθεση.
Στον ίδιο φάκελο περιλαμβάνεται και η ΕΔΕ του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για την εξαγωγή λογισμικού κατασκοπείας από την Αθήνα στη Μαδαγασκάρη. «Ήταν μια υπηρεσία στον αέρα», σημειώνεται χαρακτηριστικά για το αρμόδιο γραφείο του ΥΠΕΞ που ενέκρινε τις εξαγωγές.
Η εισαγγελική έρευνα για τις υποκλοπές βρίσκεται στην τελευταία στροφή της. Δύο και πλέον χρόνια μετά τις πρώτες αποκαλύψεις για το λογισμικό κατασκοπείας Predator και το κοινό διευθυντήριο με την ΕΥΠ, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή και συνεχίζει να πληγώνει το κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ: «ΕΙΜΑΙ ΘΥΜΑ»
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης, ανιψιός και πρώην Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, στην ευθύνη του οποίου ήταν ΕΥΠ την περίοδο του σκανδάλου των υποκλοπών, κλήθηκε στα τέλη Ιουνίου να καταθέσει ως μάρτυρας στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, που ερευνά την υπόθεση.
«Από την ΕΥΠ καθημερινά αποστέλλονταν και παραλάμβανα αυθημερόν το σταθερό ενημερωτικό, καθώς και ad hoc ενημερώσεις, τα οποία στη συνέχεια παρέδιδα στον Πρωθυπουργό, ουδέποτε δε με ενημέρωσε ο Διοικητής ή κάποιος άλλο για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου», είπε.
«Σχετικά με τα πρόσωπα (Ιωάννης Λαβράνος, Φέλιξ Μπίτζιος, Tal Dilian και Shara-Alexandra Ηamou) που φέρονται ότι εμπλέκονται στη χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, κατά τα δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, δεν έχω ουδεμία σχέση πλην του πρώτου, με τον οποίο είμαι κουμπάρος, ανάδοχος του δεύτερου παιδιού του».
Ο Δημητριάδης, το δεύτερο πιο ισχυρό πρόσωπο στο Μαξίμου έως το καλοκαίρι του 2022, δήλωσε κατηγορηματικά ότι επί δικής του θητείας η ΕΥΠ και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία (Αντιτρομοκρατική, ΔΙΔΑΠ κλπ) ουδέποτε προμηθεύτηκε ή έκανε χρήση παράνομου λογισμικού τύπου Predator.
Το Inside Story αποκάλυψε την Παρασκευή ότι ένας στους τρεις στόχους του Predator ήταν ταυτόχρονα σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ υπό τον Δημητριάδη.
Ο τελευταίος ρωτήθηκε για τα SMS-παγίδα, τα οποία στάλθηκαν στα θύματα των υποκλοπών από τον δικό του αριθμό. «Είναι μηνύματα spouf, δηλαδή φέρεται ότι είμαι εγώ ο αποστολέας, ενώ στην πραγματικότητα αποστολές ήταν άλλο, άγνωστο άτομο. Θύμα spouf δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά υπήρξαν και άλλα πρόσωπα, πολιτικά και μη», απάντησε.
ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ: «ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑΝ»
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης παραιτήθηκε στις αρχές Αυγούστου 2022, μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη – ο ίδιος είχε στοχοποιηθεί και με Predator. Μαζί με τον Δημητριάδη, είχε παραιτηθεί τότε και o διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων. Ο τελευταίος κλήθηκε για κατάθεση στον αντεισαγγελέα του ΑΠ, επίσης ως μάρτυρας, στα τέλη του περασμένου Μαΐου.
Στην κατάθεσή του περιέγραψε όσα προβλέπει η τυπική διαδικασία για τις νόμιμες επισυνδέσεις κι έπειτα ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 2021 αγοράστηκε από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες το νέο σύστημα τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Προμηθευτής του συστήματος ήταν μία ιταλική εταιρεία και από τη σχετική σύμβαση, όπως είχε αποκαλύψει το NEWS 24/7, φέρεται να υπάρχει σύνδεση της ΕΥΠ με το Predator – κάτι που δεν φαίνεται να τέθηκε στην εξέτασή του.
Σε κάποιο σημείο ο Κοντολέων είπε ότι «το παλιό μηχάνημα επισύνδεσης, συνακόλουθα με τα περιεχόμενα και δη τα ψηφιακά αποτυπώματα από το 2008, καταστράφηκε με σχετικό πρωτόκολλο, παρουσία του εισαγγελικού λειτουργού και για το οποίο έλαβε γνώση η αρμόδια Αρχή, η ΑΔΑΕ».
Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ επανέλαβε ότι οι μυστικές υπηρεσίες δεν αγόρασαν ούτε ενοικίασαν ούτε έκαναν χρήση του παράνομου λογισμικού Predator, με τη σημείωση ότι η νόμιμη επισύνδεση λαμβάνει χώρα αυστηρά εντός της ελληνικής επικράτειας, «ενώ η προέλευση μηνυμάτων με το παράνομο λογισμικό Predator, από ό,τι γνωρίζω και από τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες, μπορεί να έχει χώρα προέλευσης Αμερική, Γαλλία κλπ. και δη από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, δεδομένου ότι κινείται μέσω ίντερνετ», όπως είπε, χωρίς να δεχτεί διευκρινιστική ερώτηση.
Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ δεν ρωτήθηκε για την αποκάλυψη ότι ένας στους τρεις στόχους του Predator παρακολουθείτο διαδοχικά και από τη δική του υπηρεσία.
Στην κατάθεσή του υπάρχει αναφορά στις εταιρείες Intellexa και KRIKEL. «Την εταιρεία Intellexa (σημ. ιδιοκτησίας του Ισραηλινού Tal Dilian, που εμπορευόταν το Predator) τη γνωρίζω γιατί συζητείται παγκοσμίως για τις δραστηριότητές της στον τομέα των παράνομων λογισμικών», είπε. «Τους εκπροσώπους αυτών των εταιρειών δεν τους γνωρίζω, ούτε τον Φέλιξ Μπίτζιο (σημ. από τη δημοσιογραφική έρευνα έχει προκύψει ότι ο Μπίτζιος ήταν μέτοχος της Intellexa). Τον δε Γιάννη Λαβράνο τον γνωρίζω κοινωνικά εδώ και 15 έτη περίπου. Δεν γνωρίζω τι σχέση έχει με τον Μπίτζιο».
Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ αναφέρθηκε και στους Μητσοτάκη και Δημητριάδη. «Οι πολιτικοί μου προϊστάμενοι, Γενικός Γραμματέας και Πρωθυπουργός, σε θέματα επιχειρησιακά -συγκέντρωση πληροφοριών, επιλογή στόχων, μεθόδων, έκδοση εισαγγελικών διατάξεων κλπ – δεν είχαν καμία ενημέρωση από εμένα ούτε και οι ίδιοι το ζήτησαν ποτέ», είπε.
ΛΑΒΡΑΝΟΣ – ΜΠΙΤΖΙΟΣ
Ο επιχειρηματίας Γιάννης Λαβράνος εξετάστηκε ως ύποπτος και στο υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων προς τον αντεισαγγελέα του ΑΠ, υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει για ποιο λόγο ενεπλάκη το όνομά του στην υπόθεση. Είπε ότι οι υποκλοπές αναδείχθηκαν από μερίδα του αντιπολιτευτικού Τύπου, με σκοπό να δημιουργηθεί εθνική και πολιτική κρίση στη χώρα.
«Οι στρατευμένοι στην εν λόγω προσπάθεια δημοσιογράφοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη στενή φιλική σχέση και πνευματική συγγένεια (κουμπαριά) που είχα με τρία κορυφαία πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης της ΝΔ – Θάνο Πλεύρη, Νίκο Παναγιωτόπουλο και Γρηγόρη Δημητριάδη – και να με διασύρουν με ψευδείς και έωλες κατηγορίες», διαβάζουμε.
Ο Λαβράνος αρνείται πως υπάρχει εν γένει σκάνδαλο υποκλοπών. Στο υπόμνημα επαναλαμβάνει ότι λανθασμένα έχει συνδεθεί με την εταιρεία KRIKEL και υποστηρίζει ότι ουδέποτε υπήρξε εκπρόσωπος, δικαιούχος ή εργαζόμενός της. Κατονόμασε ως διαχειριστή της εταιρείας, αρχικά τον Πολωνό Πελτσάρ Στάνισλαβ Σίμον και στη συνέχεια τον Σταμάτη Τριμπάλη.
Από τη δημοσιογραφική έρευνα, όμως, (σημ. εσωτερικά email από άλλη υπόθεση) γνωρίζουμε ότι οι Λαβράνος και Μπίτζιος είχαν προετοιμάσει την τοποθέτηση του Πολωνού στη θέση του διαχειριστή της KRIKEL, η οποία στη συνέχεια είχε εξασφαλίσει έξι απόρρητες συμβάσεις με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Πιο κάτω ο Λαβράνος εξηγεί για ποιους λόγους δεν μπορεί να προκύψει εμπλοκή της εταιρείας με το Predator. Για να το πετύχει αυτό, κάνει μία εκτενή ανάλυση στην πολυπλοκότητα, τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό, τις τεχνικές απαιτήσεις και τους οικονομικούς πόρους κι επίσης τις ειδικές άδειες που χρειάζονται τέτοια λογισμικά για να λειτουργήσουν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως κανείς ιδιώτης δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει.
Ο ίδιος λέει ότι μέχρι σήμερα δεν αποδεικνύεται «τέλεση αδικήματος παράνομων παρακολουθήσεων», υποστηρίζοντας ότι το εργαστήριο Citizen Lab του Τορόντο (σημ. το οποίο εντόπισε το λογισμικό στην Ελλάδα) δεν χορήγησε στοιχεία για τη χρήση του, παρά μόνο «εικασίες και εκτιμήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν σε επίπεδο Ποινικού Δικαίου».
Βέβαια, το SMS-παγίδα του Predator στο κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη είχε εντοπιστεί από την Υπηρεσία Ψηφιακής Ασφάλειας (CERT) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με την ιδιότητα του υπόπτου κλήθηκε από τον εισαγγελέα, στις αρχές Ιουλίου, και ο επιχειρηματίας Φέλιξ Μπίτζιος. Κατέθεσε επίσης υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων, υποστηρίζοντας ότι «δεν έχει ουδεμία εμπλοκή ή συμμετοχή στα φερόμενα περιστατικά παράνομης παρακολούθησης των συσκευών κινητών τηλεφώνων φυσικών προσώπων, μέσω του λογισμικού Predator ή οποιουδήποτε άλλου».
Για την εταιρεία Intellexa που εμπορευόταν το Predator ο Μπίτζιος επαναλαμβάνει ότι δεν έχει οποιαδήποτε διοικητική εξουσία ή εκπροσώπηση (σημ. από τη δημοσιογραφική έρευνα έχει προκύψει ότι ο Μπίτζιος ήταν μέτοχος της Intellexa). Ο ίδιος στο υπόμνημά του χαρακτηρίζει «εξαίρεση» την περίοδο από τον Μάιο του 2020 ως τα τέλη Ιουνίου 2021 οπότε διετέλεσε αναπληρωματικός σύμβουλος-διαχειριστής της εταιρείας, λέγοντας πως ακόμη και τότε είχε δικαίωμα άσκησης των καθηκόντων του «μόνο σε περίπτωση που θα δήλωνε κώλυμα η διαχειρίστρια Σάρα Χαμού».
Αναφερόμενος στην εταιρεία λογισμικού ολοκληρωμένων συστημάτων Santinimo Ltd., την οποία ίδρυσε, ο ίδιος υποστηρίζει ότι το γεγονός πως είναι μέτοχος της εταιρείας, η οποία με τη σειρά της εξαγόρασε το 35% της Intellexa, «δεν συνεπάγεται άσκηση οποιασδήποτε διαχειριστικής εξουσίας και διοικητικών καθηκόντων από μέρους μου».
ΥΠΕΞ: «ΜΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ»
Την ίδια στιγμή, από τον δικαστικό φάκελο των υποκλοπών αποκαλύπτεται ότι η Ελλάδα ήταν μία «μαύρη τρύπα» για την εξαγωγή λογισμικών κατασκοπείας σε “μπανανίες” και αυταρχικά καθεστώτα. Το NEWS 24/7 είχε αποκαλύψει τον κίνδυνο, δημοσιεύοντας το περιεχόμενο μιας αγωγής που είχε κατατεθεί σε ανύποπτο χρόνο στο Ισραήλ κατά του Tal Dilian, στην οποία περιγραφόταν τα πρώτα βήματα του Predator στην Αθήνα.
Στη δικογραφία των υποκλοπών περιλαμβάνεται το πόρισμα της ΕΔΕ που έκανε το Υπουργείο Εξωτερικών, μετά την αποκάλυψη των NYT ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του είχαν εγκρίνει δύο αιτήματα της Intellexa για την άδεια εξαγωγής λογισμικού κατασκοπείας στη Μαδαγασκάρη, τον Νοέμβριο του 2021.
Το «λογισμικό εισβολής» χαρακτηρίζεται είδος «διττής χρήσης» και στα συμπεράσματα της ΕΔΕ, μεταξύ άλλων, σημειώνεται από τον αξιωματούχο του ΥΠΕΞ που έκανε τον εσωτερικό πειθαρχικό έλεγχο: «Ο έλεγχος των αιτημάτων εξαγωγής ειδών διττής χρήσης ήταν τυπικός και όχι ουσιαστικός. Θα έπρεπε να ελέγχεται η ύπαρξη πιστοποιητικού τελικού χρήστη, που όπως διαπίστωσα απουσίαζε σε πολλά αιτήματα».
Στην ΕΔΕ σημειώνεται ότι οι χειρίστριες του ελληνικού ΥΠΕΞ επεξεργάζονταν αιτήματα χωρίς σφραγίδες και υπογραφές των εταιρειών. «Το διττής χρήσης προϊόν θεωρείτο “ανώδυνο” και επομένως ο έλεγχος ήταν μόνο επιφανειακός. Η όλη “διαδικασία” μου έδωσε την εντύπωση μιας “διαδικασίας ρουτίνας”».
Και πιο κάτω: «Οι αρμόδιες χειρίστριες δεν είχαν το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο να αντιληφθούν τη σημασία του κινδύνου που υποκρύπτει ένα διττής χρήσης προϊόν […] Η αντιμετώπιση των αιτημάτων γινόταν ως να αποτελούν μέρος μιας “καθημερινότητας”, χωρίς κανένα ίχνος ουσιαστικού και σε βάθος ελέγχου».
»Ας μου επιτραπεί η έκφραση “μία υπηρεσία στον αέρα”, χωρίς διαδικασίες και έλεγχο».