Της Ελβίρας Κρίθαρη*
Αισθανόμενος βαριά την ευθύνη της αποστολής που του ανατέθηκε επί διακυβέρνησης Θεόδωρου Πάγκαλου, ο υποστράτηγος Γεώργιος Φεσσόπουλος, διοικητής της Γενικής Ασφάλειας του Κράτους, της πρώτης, βραχύβιας, κεντρικής υπηρεσίας παρακολούθησης της χώρας, συντάσσει την τελευταία αναφορά του τον χειμώνα του 1926 νιώθοντας μόνο πικρία.
«Επιθυμούμεν μόνον όπως εις την τελευταίαν ταύτην σελίδαν της εκθέσεώς μας, τονίσωμεν και πάλιν τας μεγάλας πικρίας με τας οποίας εποτίσθημεν ιδία διότι διεπιστώσαμεν πλήρη τη χρεωκοπίαν της έννοιας του κράτους», αναφέρει ο πρώτος Διοικητής.
Δεν τον απασχολεί μόνον η κόντρα που έχει δημιουργηθεί με τον Γεώργιο Κονδύλη, ο οποίος ανατρέπει τον δικτάτορα Πάγκαλο με το κίνημα της 22ας Αυγούστου – κι έτσι η υπηρεσία πληροφοριών κλείνει για τουλάχιστον μία δεκαετία. Προκύπτει και η ανησυχία του για την ευρύτερη κατάσταση στη χώρα μέσα από τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του 4,5 μηνών έργου του σχετικά με τη λειτουργία του κράτους.
Ο Πρόεδρος όμως της Κυβερνήσεως και ο Υπουργός των Εσωτερικών (Γ. Κονδύλης και Θρ. Πετιμεζάς) εκώφευσαν εις τας τοιάυτας επικλήσεις και επέμειναν εις τας πληροφορίας των, σοβαροτέρας και θετικωτέρας φαίνεται, καθ’ ας η υπηρεσία εκείνη έπρεπε να καταργηθή διότι ήτο σπείρα χαφιέδων.
Είναι η ιστορική συνθήκη μέσα στην οποία η Ελλάδα ζυμώνεται: η μετά Βαλκανικών Πολέμων εποχή και το μοίρασμα της τράπουλας στη χερσόνησο που προκαλεί διακρατικούς ανταγωνισμούς, η εξάπλωση του κομμουνισμού, η αθρόα μετανάστευση λόγω της ήττας στη Μικρασία, οι πληθυσμοί των Νέων Χωρών των οποίων το εθνικό φρόνημα πρέπει να ενδυναμωθεί.
Στο πολυσέλιδο κείμενο του υποστράτηγου, που τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, γίνεται αντιληπτός ο τρόπος που διαπλάθεται η εθνική συνείδηση εκείνη την εποχή. Από τις σελίδες δεν λείπει το αντικομμουνιστικό αίσθημα, η ένθεη προσήλωση αλλά και η ευαισθησία για τη φτώχεια που μαστίζει τις τάξεις των εργατών και των αγροτών. Ο Γεώργιος Φεσσόπουλος θα εγκαλέσει πολλάκις το κράτος για την ολιγωρία του απέναντι στα προβλήματα των πιο αδύναμων πολιτών του.
Η ίδρυση του προδρόμου της ΕΥΠ
Η «εθνικοτέρα υπηρεσία» όπως την αποκαλεί ο συντάκτης της εμβριθούς αναφοράς του 1926 (διαθέσιμη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), λαμβάνει κονδύλι πέντε εκατομμυρίων δραχμών για ένα έτος, προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία κατά τα διεθνή πρότυπα.
Η διακηρυγμένη αποστολή της ήταν η «άγρυπνος, μεθοδική και μετά μεγίστης προσοχής παρακολούθησις» διαφόρων ομάδων.
Η πρώτη απόπειρα για τη σύσταση μιας ειδικής υπηρεσίας πληροφοριών έγινε με νομοθετικό διάταγμα το 1925, το οποίο την ενέτασσε στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εσωτερικών, υπό τη διοίκηση της χωροφυλακής. Η Υπηρεσία, όμως, δεν λειτούργησε αμέσως, εξαιτίας του εσωτερικού ανταγωνισμού των επικεφαλής της χωροφυλακής για την κατάληψη της διοίκησής της, σύμφωνα με τον Φεσσόπουλο. Ανάμεσα σε άλλα, ήταν και οι δημοτικές εκλογές εκείνης της χρονιάς «καθ’ας οι κομμουνισταί εκέρδισαν πολλάς θέσεις», που προκάλεσαν ανησυχία στην κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου και ενέτειναν, τελικά, την ανάγκη για τη δημιουργία εκ νέου της «Γενικής Ασφάλειας του Κράτους».
Η διακηρυγμένη αποστολή της ήταν η «άγρυπνος, μεθοδική και μετά μεγίστης προσοχής παρακολούθησις» διαφόρων ομάδων, μεταξύ αυτών και όσων εργάζονταν προς «όφελος ξένων προπαγανδών (πράκτορες, διπλωματικοί υπάλληλοι, κ.ά.)», των ξένων Μονών και Εκκλησιών, των αλλοδαπών, του εγχώριου και ξένου Τύπου, καθώς και των θεάτρων και κινηματογράφων, των «εν Ελλάδι εγκατεστημένων προσφύγων, από της απόψεως εισδύσεως προπαγανδών και εκμεταλλεύσεως τούτων υπ’ αυτών», και, βέβαια, της «κομμουνιστικής εν γένει κινήσεως», κατά την οποία ιδιαίτερη σημασία είχε η παρακολούθηση των εργατικών σωματείων.
Από την αναφορά που συντάσσει ο Φεσσόπουλος «περί του έργου της Υπηρεσίας από Ιανουαρίου μέχρις Ιουλίου 1926» προκύπτουν σειρά προτάσεων που θα διευκόλυναν το έργο της Υπηρεσίας. Ορισμένες εξ αυτές έτειναν προς την κατεύθυνση της συνολικής καλυτέρευσης της ζωής των πολιτών, όπως η λήψη «ανακουφιστικών μέτρων υπέρ των εργαζομένων και πασχουσών εν γένει τάξεων» ή η ώθηση «προς οριστικήν εγκατάστασιν των προσφύγων», προφανώς, με σκοπό να αποσοβούνται οι κοινωνικές αναταραχές που προετοίμαζαν το έδαφος για την εδραίωση ξένων προς το εθνικό ιδεώδες της εποχής, θεωριών.
Προτεραιότητα το δίκτυο κατασκοπείας
Η εδραίωση του δικτύου κατασκοπείας στα κράτη των Βαλκανίων τίθεται ως προτεραιότητα, καθώς οι πληθυσμοί των Νέων Χωρών, δηλαδή των περιοχών που προσαρτήθηκαν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, νότια Ηπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου και Κρήτη) βρίσκονταν, σύμφωνα με τον Φεσσόπουλο, στο επίκεντρο της βαλκανικής προπαγάνδας της εποχής.
«Είδομεν οποία η κατάστασις των Νέων Χωρών, μετά ολόκληρον δεκατετραετίαν από της εις τη μητέρα Ελλάδα επάνοδό των», γράφει ο Φεσσόπουλος – και η κατάσταση δεν ήταν καλή. Οι περιοχές παρέμεναν υποβαθμισμένες, ενώ υποδομές που υπήρχαν από τις προηγούμενες διοικήσεις τώρα παρήκμαζαν.
Ο υποστράτηγος Φεσσόπουλος προτείνει την ενίσχυση του εκπαιδευτικού συστήματος των πρόσφατα προσαρτηθεισών περιοχών με τη δημιουργία διδασκαλείων και οικοτροφείων για κορίτσια και αγόρια, καθώς και αγροτικών και νυχτερινών σχολείων «εις πάσας τας Σλαυοφώνους περιοχάς διά να φοιτώσι μεγάλα παιδιά προς εκμάθησιν της γλώσσας».
«Κανένας ποτέ δεν τον βρήκε νηφάλιο»
Το πνεύμα των προτάσεων όμως είναι ολιστικό: «Να τοποθετηθώσιν εις τα παραμεθόρια Τελωνεία υπάλληλοι γλωσσομαθείς και κοινωνικώς μορφωμένοι. Ούτοι παρέχουσι την πρώτην εικόνα του κράτους εις πάντα εισερχόμενον ξένον» και «(…) να ρυθμισθή ταχέως και οριστικώς η εγκατάστασις των προσφύγων, καταβαλλόμενης εντατικής προσπαθείας προς άρσιν των μεταξύ αυτών και των γηγενών προστριβών (…)». Είναι εμφανές ότι η Γενική Ασφάλεια του Κράτους δεν περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή. Ο Φεσσόπουλος χαράσσει έναν οδικό χάρτη μεταρρυθμίσεων με κοινό παρονομαστή την ενίσχυση του φρονήματος των Νέων Χωρών.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν διστάζει να καταδείξει την ανεπάρκεια των κρατικών υπαλλήλων, ακόμα και αν το ύφος του γίνει αναγκαστικά πολύ γλαφυρό:
Εις Καρατζόβαν υπηρετεί ως υποδιοικητής εις μέθυσος του πλέον αηδούς τύπου. Ουδείς ουδέποτε κατώρθωσε να τον εύρη νηφάλιον.
«Επανειλημμένα εκάμαμεν προς τη Γεν. Διοίκηση Θεσσαλονίκης διαβήματα, όπως παυθή ο υπάλληλος τούτος. Κατόπιν τέλος των πολλών προσπαθειών μας η Διοίκησις τον… μεταθέτει εις Φλώριναν! Επεμβαίνομεν και πάλιν (…) η διοίκησις τον μεταθέτει εις Χαλκιδικήν! Ετονίσαμεν ότι τοιούτοι υπάλληλοι πρέπει να παύωνται και ουχί να μετατίθενται εντός μάλιστα των Νέων Χωρών. Αγνοούμεν τι απέγινε».
Ο αντικομμουνισμός και τα «Μαρασλειακά»
«Ο κομμουνισμός κατορθώσας να εγκαταστήση εν Ελλάδι ισχυροτάτας βάσεις, εργαζόμενος ανενδότως διά την διάδοσίν του, οργανωμένος τελείως απέναντι της ανοργανώτου και αδιαφορούσης αστικής τάξης, καραδοκεί την εύθετον στιγμήν διά τη δημιουργίαν της οποίας εργάζεται, ίνα επιβληθή και επικρατήση», γράφει εν μέσω λοιπών αντικομμουνιστικών σχολίων ο συγγραφέας της Εκθεσης.
Στο σύντομο βίο της, η πρώτη Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας έχει προλάβει να παρακολουθήσει εκτενώς τους βασικούς υπόπτους για μετάδοση κομμουνιστικών ιδεών και ανάμεσα σε διάσπαρτες αναφορές, στέκεται και η ίδια αρκετά στην περίπτωση του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Την εποχή εκείνη το εκπαιδευτικό ίδρυμα διοικείται από έναν πρωτοπόρο εκπαιδευτικό και δημοτικιστή, τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Στο σχολείο του διδάσκει Ιστορία η μετέπειτα εμβληματική εκπαιδευτικός και θεμελιώτρια της ειδικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Ρόζα Ιμβριώτη, ο τρόπος διδασκαλίας της οποίας θεωρήθηκε εκφυλιστικός για το εθνικό φρόνημα και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Τα λεγόμενα «Μαρασλειακά» δεν διέφυγαν της προσοχής των πρώιμων μυστικών υπηρεσιών, που όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα ήταν σε θέση να μεταφέρουν αυτούσιες τις ιδιωτικές συζητήσεις του προσωπικού του διδασκαλείου.
«Επειδή διεδόθη ότι τα Μαρασλειακά εσχετίζοντο με τον κομμουνισμόν, ενεργήσαμεν εξέτασιν το αποτέλεσμα της οποίας κρίνομεν ότι πρέπει να αναφέρωμεν εν συντόμω (…). Ο Διευθυντής του Διδασκαλείου κ. Δελμούζος –χωρίς ως απεδείχθη να είναι ποσώς κομμουνιστής– δεν απεμάκρυνε τους κομμουνιστάς διδασκάλους καίτοι επανειλημμένως εδόθη αφορμή, καίτοι εδημιουργήθη θόρυβος διά του Τύπου και επεισόδια εν τω Μαρασλείω έλαβον χώρα, αλλά και προέβη εις την κάτωθι δήλωσιν κατά επίσημον συνεδρίασιν: “Ζούμε σ’ εποχή ταραγμένη από πάθη πολιτικά και κομματικά και από αντιθέσεις συμφερόντων οξύτατες. Ο καθένας μας μπορεί ατομικά να έχη οποιαδήποτε πολιτική πίστη θέλει, ακόμα και αναρχικός να είναι, και σε σύλλογο αναρχικό ν’ ανήκη και θεωρητικά στην εξωσχολική του δράσι να γράφη ακόμα υπέρ του αναρχισμού. Πώς μπορεί να συμβιβάση σε τέτοια περίπτωσι τη δικήν του πίστη με το έργο του διδασκαλείου αυτό είναι δικό του ζήτημα, δικής του συνειδήσεως, σ’ αυτό δεν είμαστε εμείς που θα τον ελέγξουμε».
Μετά λύπης τους, οι πρώτοι μυστικοί πράκτορες της Ελλάδας παρατηρούν ότι το κράτος ολιγώρησε στην περίπτωση του Μαρασλείου και επέτρεψε να καλλιεργείται εκεί «ο κομμουνισμός, η κατάργησις της θρησκείας, η διάλυσις της οικογένειας και η ηθική έκλυσις», ωστόσο δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια.
Η Γενική Ασφάλεια του Κράτους έλαβε την πρωτοβουλία και έλεγξε τον Τύπο της εποχής, τουλάχιστον για να αποσιωπήσει το θέμα. «Η υπηρεσία ημών επεμβάσα (…) κατόρθωσε να τεθή τέρμα εις τον περί Μαράσλειον Διδασκαλείον εγερθέντα δημοσιογραφικόν θόρυβον», καταλήγει το κεφάλαιο της Αναφοράς.
*Ελβίρα Κρίθαρη, Δημοσιογράφος
Το 2023 εντάχθηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ της Καθημερινής. Από το 2020 συνεργάζεται με την ΕΡΤ σε εκπομπές έρευνας και έχει καλύψει διεθνείς κρίσεις. Έχει εργαστεί για ξένα και ελληνικά Μέσα. Έλαβε το “fellowship of journalistic excellence” του BIRN (2020) και συμμετείχε με υποτροφία SNF στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ερευνητικής δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη (2017). Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πάντειο και έκανε μεταπτυχιακά στο ΕΚΠΑ και στο Πάντειο.