Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*
Οι διατάξεις των ν. 2225/1994 και 3649/2008 περιέχουν τα θεσμικά όπλα δια των οποίων είναι κατ’ αρχάς δυνατή η επισύνδεση, δηλαδή η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Η πρακτική των επισυνδέσεων, νόμιμη κατ΄ αρχάς, εκκινεί από τον προβληματισμό περί των ορίων μεταξύ ελευθερίας των προσώπων και της ασφάλειας της πολιτείας.
Η σχετική συζήτηση περιλαμβάνει οπωσδήποτε την παραδοχή ορισμένων σταθερών σημείων με πρώτο την αυτονόητη διαπίστωση ότι ο πρωταρχικός σκοπός της πολιτείας είναι η διατήρηση και η προστασία της δια των μηχανισμών του Κράτους. Άλλωστε χωρίς την συνολική πολιτειακή οργάνωση δεν είναι εφικτή περαιτέρω η προστασία των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Έτσι το Κράτος ως ο σκληρός πυρήνας της πολιτείας έχει ως αρμοδιότητα αφενός τη διατήρηση της έννομης τάξης στο εσωτερικό και αφετέρου την προστασία της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας. Οι εν λόγω δύο αρμοδιότητες συγκροτούν την έννοια της πολιτειακής ή εθνικής ασφάλειας. Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να επαναλάβω ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών προϋποθέτει τη θεσμοθέτησή τους, ώστε με απολύτως νόμιμο τρόπο η εκάστοτε Κυβέρνηση να αποτρέπει ή να είναι σε θέση να αποτρέψει την κατάρρευση της πολιτείας.
Ο συνδυασμός ελευθερίας και ασφάλειας σε ό, τι αφορά τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της χώρας πρέπει να διενεργείται με τους όρους της αρχής του κράτους δικαίου, ιδίως αν αφορά σε πρόσωπα που κατέχουν την ιθαγένεια της πολιτείας δηλαδή σε πολίτες αυτής, οι οποίοι μετέχουν της λαϊκής κυριαρχίας. Στην πράξη όμως όσο πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη (νομικά) είναι η πολιτεία τόσο δυσκολεύει η οριοθέτηση μεταξύ πολιτειακής ασφάλειας και πραγματικού σεβασμού των ελευθεριών των πολιτών της.
Εξυπακούεται, όπως απορρέει από το συνολικό προστατευτικό πλέγμα που θέτουν οι συνταγματικές διατάξεις σχετικά με τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, ότι η εθνική ασφάλεια δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τις υπηρεσίες της Κυβέρνησης ως πρόφαση παρακολούθησης των κομματικών αντιπάλων και των πάσης φύσεως πολιτικώς αντιτιθέμενων σε αυτήν. Άρα το πρώτο κρίσιμο σημείο για τη χάραξη αποδεκτών ορίων είναι η παραδοχή ότι η εθνική ασφάλεια ως έννοια δεν ταυτίζεται με τη διατήρηση της Κυβέρνησης ή την εξασφάλιση των μελών της στους υπουργικούς θώκους τους. Όπως προσφυώς έχει διατυπωθεί από τον Α. Μάνεση «δεν επιτρέπεται να συγχέεται η ασφάλεια του Κράτους προς την ασφάλεια των εκάστοτε κυβερνώντων».
Το δεύτερο σημείο για τη χάραξη ορίων μεταξύ εθνικής ασφάλειας και ελευθερίας απορρέει ευθέως από την αρχή του κράτους δικαίου δηλαδή ότι οι προβλεπόμενοι περιορισμοί, έτσι και αλλιώς υπαγόμενοι στην αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να καθορίζονται σαφώς και στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος εθνική ασφάλεια δεν είναι αόριστη έννοια γενικής χρήσης αλλά δέον να εκλαμβάνεται ως επιβουλή κατά της πολιτείας και υπό προϋποθέσεις να περιλαμβάνει και άλλα στοιχεία της έννομης τάξης, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του παράνομου εμπορίου ουσιών, όπλων και ανθρώπων.
Το τρίτο σημείο για τη χάραξη ορίων μεταξύ εθνικής ασφάλειας και ελευθερίας είναι ότι το σύνολο της πολιτείας, άρα και ο σκληρός πυρήνας της, σε ομαλές και κανονικές περιόδους οφείλει να λειτουργεί με τους όρους της αρχής του κράτους δικαίου καθ’ ολοκληρίαν. Ευλόγως τα πράγματα είναι διαφορετικά μόνον υπό τις συνθήκες κατάστασης πολιορκίας του άρθρου 48 του Συντάγματος.
Αυτό το στοιχείο, δηλαδή η έλλειψη των εγγυήσεων του κράτους δικαίου στις ισχύουσες ρυθμίσεις του ν. 2225/1994 είναι που καθιστά συνταγματικά προβληματική την ισχύουσα διαδικασία επισύνδεσης για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι διατάξεις αυτές επιτρέποντας την επισύνδεση χωρίς αιτιολογία μετατρέπουν τον εισαγγελικό λειτουργό σε απλό διεκπεραιωτή μιας προαποφασισθείσας διαδικασίας. Υπενθυμίζεται όμως ότι η εν γένει αρμοδιότητα των εισαγγελικών λειτουργών αποσκοπεί εκτός από την τήρηση της νομιμότητας και στην υπεράσπιση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 διευκολύνουν την ενδεχόμενη αυθαιρεσία της διοίκησης συρρικνώνοντας ταυτόχρονα το εύρος της εισαγγελικής εργασίας. Είναι μια από τις, σχετικά σπάνιες, στιγμές όπου το κράτος του νόμου παραμερίζει το κράτος δικαίου. Είναι, νομίζω, εύλογο το ερώτημα ποιος μας προφυλάσσει από την αυθαιρεσία της διοίκησης και την προσχηματική επίκληση της εθνικής ασφάλειας.
Εν κατακλείδι: α) η παρακολούθηση του τηλεφώνου πολιτικού αρχηγού, εάν εκτείνεται και στην χρονική περίοδο που ήταν απλώς υποψήφιος αρχηγός κόμματος είναι και παρακολούθηση του πολιτικού κόμματος και των διεργασιών του, β) οι παραιτήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων δεν ικανοποιούν τη συνταγματική απαίτηση για τις συνέπειες που επιφέρει η πολιτική ευθύνη. Ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του δημοκρατικού πολιτεύματός μας ως προς την ευθύνη αποτυπώνει στη διάταξη του άρθρου 85 του Συντάγματος τη συλλογική και ατομική ευθύνη των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υφυπουργών για τις πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδιοτήτων τους. Ανάληψη πολιτικής ευθύνης σημαίνει υποχρέωση παραίτησης του αρμόδιου μέλους της Κυβέρνησης.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.