Άρθρο του Χρήστου Καπούτση
Η Ελλάδα δεν αποδέχεται, ούτε πρόκειται να αποδεχτεί, οποιαδήποτε αμφισβήτηση των αναγνωρισμένων, κατά το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), κυριαρχικών της δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι θαλάσσιες ζώνες νοτίως της Κρήτης, της Καρπάθου, της Ρόδου και του Καστελορίζου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής επικράτειας και εμπίπτουν πλήρως στην ελληνική κυριαρχία.
Η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει διεθνείς συμφωνίες με σεβασμό στη νομιμότητα, όπως η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2020, και έχει προβεί σε θαλάσσιες παραχωρήσεις εντός της υφαλοκρηπίδας της, με διαφάνεια και σύμφωνα με τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου. Η εργαλειοποίηση από τρίτες χώρες της Λιβύης ως γεωπολιτικού εντολοδόχου, δεν μεταβάλλει ούτε τη νομική ούτε την εθνική πραγματικότητα: τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, και οι ελληνικές αρμοδιότητες σε αυτές τις περιοχές είναι πλήρως κατοχυρωμένες.
Η Λιβύη εξελίσσεται σε ενεργό δορυφόρο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, εξυπηρετώντας το τουρκικό γεωπολιτικό αφήγημα εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η πρόσφατη ρηματική διακοίνωση της Τρίπολης στον ΟΗΕ (1 Ιουλίου 2025), που ευθυγραμμίζεται πλήρως με το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019, επιβεβαιώνει αυτή τη στρατηγική ετερονομία της Λιβύης.
Επικαλούμενη παράλογες αξιώσεις περί «λιβυκής υφαλοκρηπίδας», η Τρίπολη αμφισβητεί την επήρεια της Κρήτης, αγνοεί το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και επιτίθεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Αίγυπτο. Παράλληλα, απαιτεί τη διακοπή ερευνών για υδρογονάνθρακες στα ελληνικά θαλάσσια «οικόπεδα» και καταγγέλλει ακόμα και τον εθνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η λεγόμενη «Συμφωνία Καλής Θέλησης» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, η οποία υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη με έμφαση στην ενέργεια, τις εξορύξεις και τις υποδομές, δεν είναι απλώς οικονομική συνεργασία. Αποτελεί μέρος μιας γεωοικονομικής στρατηγικής διείσδυσης της Άγκυρας, η οποία διαχειρίζεται τη Δυτική Λιβύη ως προτεκτοράτο. Παράλληλα, προσπαθεί να εμπλέξει και την Ανατολική Λιβύη (Χαλίφα Χαφτάρ), επιδιώκοντας να υπονομεύσει την ελληνοαμερικανική συνεργασία για έρευνες υδρογονανθράκων στην Κρήτη.
Η Τουρκία επιχειρεί να κατοχυρώσει την «Γαλάζια Πατρίδα» όχι απευθείας, αλλά μέσω τρίτων: πρώτα με την έξοδο του Oruc Reis, έπειτα με αντιδράσεις για την ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ–Ελλάδας μέσω Κάσου, και σήμερα με λιβυκές διεκδικήσεις που λειτουργούν ως proxy της Άγκυρας. Η επιχείρηση αυτή δεν είναι συμβολική , είναι συστηματική και πολυεπίπεδη.
Η ρηματική διακοίνωση της Τρίπολης στον ΟΗΕ, που επαναφέρει τις τουρκικές αξιώσεις περί ανυπαρξίας επήρειας της Κρήτης, δεν είναι απλώς μια προκλητική ενέργεια: είναι η μεταφορά του τουρκικού δόγματος στη διεθνή σκηνή με λιβυκή υπογραφή.
Η γεωπολιτική ρευστότητα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αφήνει περιθώρια για αμφισημίες ή ψευδαισθήσεις. Η Τουρκία επενδύει σε έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό επηρεασμού και ελέγχου της λιβυκής επικράτειας – και μέσω αυτής, επιδιώκει να επιβάλει de facto το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αντίστοιχα, η Λιβύη, διχασμένη, αναξιόπιστη και ευάλωτη, λειτουργεί πλέον ως μεσολαβητής συμφερόντων ξένης δύναμης.
Για την Ελλάδα, η απάντηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε δηλώσεις αποδοκιμασίας ή διπλωματική αδράνεια. Χρειάζεται μια δυναμική στρατηγική αποτροπής, με διεθνή τεκμηρίωση, συμμαχική ενεργοποίηση και ενίσχυση της παρουσίας της στο πεδίο , είτε αυτό είναι διπλωματικό, είτε ενεργειακό, είτε αμυντικό.
Τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι διαπραγματεύσιμα, αλλά υπερασπιζόμενα, με συνέπεια, σταθερότητα και στρατηγικό βάθος. Δεν αναιρούνται από το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον της Μεσογείου, ούτε φυσικά από ενεργειακές και στρατιωτικές συμφωνίες Τουρκίας–Λιβύης και αναθεωρητικές πολιτικές.